Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

Ο μοναχός που δέχτηκε το χαστούκι και νίκησε τον διάβολο!

1
Ἡ ταπεινοφροσύνη στολίζει τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος ὅπου καὶ ἂν σταθεῖ, ὅπου καὶ ἂν βρεθεῖ, σκορπάει μία κατὰ κάποιο τρόπο μυστηριώδη χάρη καὶ γίνεται ἀγαπητὸς καὶ προσφιλής.

Τὴν ταπείνωσιν οἱ δαίμονες τὴν τρέμουν, ὅπως ἀκριβῶς συνέβη καὶ μὲ ἕνανὑποτακτικόν: Ἕνας Χριστιανὸς εἶχε μία κόρη δαιμονισμένη καὶ τὴν ἐπῆγε σὲπολλοὺς γιατροὺς ἀλλὰ δὲν βρῆκε τὴν θεραπεία της. Αὐτὸς ὁ Χριστιανὸς εἶχε ἕναφίλο, πνευματικὸ ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος εἶχε σχέση μὲ τοὺς μοναχούς, καὶ λέγοντάςτου τὸ παράπονο, τὸν πόνο του γιὰ τὸ κορίτσι του, τοῦ λέγει ἐκείνος• «Τὸ παιδίσου θὰ βρεῖ θεραπεία μόνον ὅταν καλέσεις ἕνα μοναχό, ὑποτακτικό, καὶ ἔλθει στὸσπίτι σου καὶ κάνει μίαν εὐχούλα, θὰ ἰδεῖς ἀμέσως τὸ παιδί σου θὰ γίνει καλά.
— Καὶ ποῦ θὰ τὸν βρῶ ἐγὼ αὐτὸν τὸν μοναχό;
— Νά! Κάτω στὴν ἀγορὰ κατεβαίνουν, λέγει, ἀπὸ τὴν ἔρημο νεώτεροιὑποτακτικοὶ μοναχοὶ καὶ πωλοῦν διάφορα ἐργόχειρα. Σ’ ἕνα τέτοιο μοναχὸ πὲς του• «Ἔλα στὸ σπίτι νὰ σοῦ πληρώσω τὰ ἐργόχειρα, διότι τώρα ἐπάνω μου δὲνἔχω χρήματα». Καὶ πές του νὰ σοῦ κάνει μία εὐχὴ καὶ θὰ δεῖς ὅτι τὸ παιδί σου θὰγίνει καλά.
Αὐτὸς ἀμέσως τὸ πρωὶ κατεβαίνει στὴν ἀγορὰ• βλέπει ἕνα νέο μοναχὸ νὰ πωλεῖδιάφορα, ἐκεῖ, ἐργόχειρα.
Τοῦ λέει: Πάτερ, πόσο τὰ δίνεται αὐτά;
— Τόσο. Εἶπε ὁ μοναχός.
— Μπορεῖς νὰ ἔλθεις μέχρι τὸ σπίτι νὰ σὲ πληρώσω, γιατί ἐπάνω μου δὲν ἔχω χρήματα;
— Ἔρχομαι, λέγει.
Καὶ ἀφοῦ προχωροῦσαν πρὸς τὸ σπίτι καὶ πλησίαζαν, ὁ διάβολος μυρίστηκε τὸπράγμα, ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα του νὰ πάρει τὸ ἐξιτήριό του καὶ νὰ φύγει ἀπὸ τὸνἄνθρωπο, ἑτοιμάστηκε καὶ αὐτός. Καὶ μπαίνοντας ὁ μοναχὸς μέσα στὸ σπίτι, τὸνἀπαντᾶ ἡ κόρη καὶ σηκώνει τὸ χέρι καὶ τοῦ δίνει ἕνα ράπισμα, τοῦ μονάχου. Αὐτός, ὁ μοναχός, γύρισε καὶ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ προσώπου καὶ τοῦ δίνει καὶἀπ’ ἐκεῖ ἕνα ράπισμα, καὶ ἀμέσως ἡ κόρη ἔπεσε κάτω καὶ ἔβγαζε ἀφρούς. Καὶ στὸτέλος, φεύγοντας τὸ δαιμόνιο εἶπε, ὅτι ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ μὲ βγάζει καὶ μὲδιώχνει. Καὶ ἀμέσως τὸ παιδὶ ἔγινε καλά.
Ὁ ὑποτακτικὸς αὐτός, ἀπὸ τὴν πράξη αὐτὴ φαίνεται ὅτι ἦταν ἕνας προοδευμένος, ἕνας πετυχημένος μοναχὸς ὁ ὁποῖος ὁπωσδήποτε θὰ εἶχεἐξασκηθεῖ στὴν παιδεία καὶ στὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς του.
Στὴν προσευχή μας πάντοτε νὰ παρακαλοῦμε καὶ νὰ δεόμεθα τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶςἁπαλλάττη ἀπ’ αὐτὸ τὸ θηρίο, τὸν ἐγωισμόν, καὶ νὰ μᾶς χαρίζη τὴν ἁγίανταπείνωσιν τῆς ψυχῆς.

Πηγή Ιστολόγιο : Με παρρησία

Σάββατο 2 Μαΐου 2015

Ερμηνευτική ανάλυση της αποστολικής περικοπής της Κυριακής του Παραλύτου. - Ερμηνευτικά Σχόλια στις Πράξεις των Αποστόλων (8ον) - (Αρχιμ. Παύλου Δημητρακόπουλου)

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΙΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
Ερμηνευτική ανάλυση της αποστολικής περικοπής της Κυριακής του Παραλύτου.
Εν Πειραιεί τη 2α Μαΐου 2015.
(8ον)
Συνεχίζοντες την ερμηνευτικήανάλυση της αποστολικής περικοπής της Κυριακής του Παραλύτου και σαν συνέχεια των όσων εσημειώσαμε στην προηγούμενη δημοσίευση, προχωρούμε στην ερμηνεία των επομένων στίχων της περικοπής.

«Εγένετο δε εν ταις ημέραις εκείναις ασθενήσασαν αυτήν αποθανείν. Λούσαντες δε αυτήν έθηκαν εν υπερώω» (37). Συνέβη δε κατά τις ημέρες εκείνες που ο Πέτρος ήταν στη Λύδδα, η Δορκάς να αρρωστήσει. Και λέγουν οι Πατέρες, ότι οι χριστιανοί της Ιόππης δεν έστειλαν αμέσως άνθρωπο να καλέσουν από την Λύδδα τον Πέτρο να έλθει να θεραπεύσει την Δορκάδα, για να μην τον ανακόψουν από το ιεραποστολικό του έργο, το οποίο είναι σοβαρό, έχει μια προτεραιότητα και αξίζει πάνω από την σωματική υγεία και από κάθε άλλη προσφορά. Ωστόσο μετά την ασθένειά της η Ταβιθά πέθανε και αφού την έλουσαν την έβαλαν στο υπερώο. Το να λούζουν τον νεκρό ήταν συνήθεια των ελλήνων. Οι Εβραίοι δεν είχαν τέτοια συνήθεια, διότι δεν το βλέπουμε πουθενά στην Παλαιά Διαθήκη. Φρόντιζαν να θάβουν αμέσως μετά τον θάνατο το νεκρό, όπως στην περίπτωση του Ανανία και την Σαπφείρας, αλλά εδώ στην προκειμένη περίπτωση τήρησαν το ελληνικό έθιμο, που ίσως να το συνήθιζαν στα μέρη αυτά. Και αφού την έλουσαν, την έβαλαν στο υπερώο δηλαδή στην ταράτσα του σπιτιού. Εκεί συνήθιζαν λόγω της ευρυχωρίας να συγκεντρώνονται, για να κάνουν τις προσευχές τους, τις εορτές τους κ.λ.π. Την έβαλαν δε στην ταράτσα και δεν την έθαψαν αμέσως, διότι σκέφθηκαν να καλέσουν τον Πέτρο. Αυτή η απόφασή τους κρύβει την θερμή πίστη τους προς τον Χριστό και την πεποίθησή τους, ότι ο Πέτρος μπορεί με την δύναμη του Χριστού να την αναστήσει.
   «Εγγύς δε ούσης Λύδδης τη  Ιόππῃ οι μαθηταί ακούσαντες, ότι Πετρος εστίν εν αυτή, απέστειλαν δύο άνδρας προς αυτόν παρακαλούντες μη οκνήσαι διελθείν έως αυτών (38).Αναστάς δε Πέτρος συνήλθεν αυτοίς, ον παραγενόμενον ανήγαγον εις το υπερώον, και παρέστησαν αυτώ πάσαι αι χήραι κλαίουσαι και επιδεικνύμεναι χιτώνας και ιμάτια όσα εποίει μετ  αυτών ούσα η Δορκάς» (39). Επειδή δε η Λύδδα ήταν κοντά στην Ιόππη, (απείχε μόλις 15 χιλιόμετρα), έστειλαν δύο άνδρες να τον παρακαλέσουν να μην αμελήσει, να μην καθυστερήσει, να έλθει μέχρις αυτών. Ήταν ανάγκη να έλθει αμέσως, διότι αν όλες οι υποθέσεις σηκώνουν αναμονή, το πτώμα δεν σηκώνει αναμονή. Σε λίγο θα αρχίσει να αποσυντίθεται και να μυρίζει με αφόρητη δυσοσμία. Πράγματι δε ο Πέτρος δεν αμέλησε αλλά αμέσως σηκώθηκε και ήρθε στην Ιόππη, συνοδευόμενος από τους δύο αυτούς άνδρες. Και όταν έφθασε τον οδήγησαν στο υπερώο, όπου βρισκόταν το σκήνωμα της Δορκάδος. Εκεί βρέθηκε μπροστά σ’ ένα πλήθος πιστών, ανάμεσα στους οποίους ήταν πολλές χήρες, προφανώς μέλη της τοπικής εκκλησίας της Ιόππης, οι οποίες έκλαιγαν, όχι βέβαια με απαρηγόρητο κλάμα, όπως κλαίνε σήμερα πολλοί άπιστοι και άθεοι, «οι μη έχοντες ελπίδα» (Α΄ Θεσαλ. 4,13), όταν χάσουν τα αγαπητά τους πρόσωπα. Ήταν  ένα κλάμα αγάπης και ευγνωμοσύνης, διότι αποχωρίσθηκαν, έστω πρόσκαιρα, από ένα πρόσωπο που ήταν αγαπητό σ’ αυτές, και γενικότερα σ’ όλη την τοπική εκκλησία της Ιόππης. Και ήταν αγαπητό διότι, όπως λέγει παρά κάτω, έδειχναν στον Πέτρο χιτώνες και ιμάτια, που κατασκεύαζε η Δορκάδα και τα χάριζε στις φτωχές αυτές γυναίκες. Βέβαια τα ρούχα αυτά δεν τα κρατούσαν στα χέρια τους, αλλά τα φορούσαν στο σώμα τους. Ο χιτώνας, είναι το εσωτερικό ένδυμα που φορούσαν την εποχή εκείνη, ενώ το ιμάτιο, το εξωτερικό. Η Δορκάδα λοιπόν ήταν ένας άνθρωπος, που είχε το χάρισμα της έμπρακτης αγάπης και φιλανθρωπίας. Είχε ευεργετήσει πολλούς ανθρώπους και με πολλούς τρόπους, είτε προσφέροντας χρήματα, είτε είδη ρουχισμού, είτε είδη διατροφής, ιδιαίτερα όμως φρόντιζε τις χήρες και τα ορφανά, διότι αυτές έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Οι ταπεινές αυτές γυναίκες τόσο με το κλάμα τους όσο και με τα ιμάτια που δείχνουν, διαλαλούν με τον καλύτερο τρόπο τον πλούτο της αγάπης της Δορκάδος, και εκφωνούν τον καλύτερο επικήδειο λόγο προς αυτήν. Τα καλά έργα που κάνουμε εμείς, δεν πρέπει να τα διαλαλούμε, επιβάλλεται όμως να μιλούμε για τα καλά έργα και τις ευεργεσίες των άλλων, διότι έτσι οικοδομείται ο πιστός λαός του Θεού. Τα πρόσωπα αυτά γίνονται παράδειγμα προς μίμηση για όλους μας.
 «Εκβαλών δε έξω πάντας ο Πέτρος θεις τα γόνατα προσηύξατο, και επιστρέψας προς το σώμα είπε, Ταβιθά, ανάστηθι. Η δε ήνοιξε τους οφθαλμούς αυτής και ιδούσα τον Πέτρονανεκάθισε» (40). Ο Πέτρος τους έβγαλε όλους έξω από το υπερώο. Γιατί άραγε; Όπως ερμηνεύουν οι Πατέρες, πρώτον μεν για να μιμηθεί τον Κύριο, ο οποίος σε παρόμοια περίπτωση, στην ανάσταση της θυγατρός του Ιαείρου, έκαμε το ίδιο. Επίσης διότι ήθελε να αφοσιωθεί στην προσευχή, να επικοινωνήσει απερίσπαστα με τον Θεό. Χρειαζόταν ένα ήσυχο χώρο, μακρυά από τα κλάματα και τις φωνές, προκειμένου να ζητήσει από τον Κύριο την επέμβασή του. Η ανάσταση δεν είναι έργο του Πέτρου, αλλά του Χριστού. Ο Πέτρος ενεργεί όχι αυτόνομα, αλλά κατευθυνόμενος και εξαρτώμενος από τον Κύριο και ό,τι κάνει, το κάνει με την δύναμη του Κυρίου. «Θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο». Προσεύχεται γονατιστός, μιμούμενος και εδώ τον Κύριο, ο οποίος στον κήπο της Γεθσημανή, ολίγον πρό του πάθους, προσευχήθηκε γονατιστός στον Πατέρα του. Και ο απ. Παύλος πολλές φορές προσευχόταν γονατιστός, όπως αναφέρει στις επιστολές του. Η γονυκλισία είναι η ωραιότερη και ιερότερη στάση προσευχής. Η στάση αυτή μας βοηθάει να συγκεντρωθούμε καλύτερα και να αφοσιωθούμε απερίσπαστα στα λόγια της προσευχής. Στη συνάφεια αυτή καλό είναι, να πούμε λίγα λόγια για το θέμα της γονυκλισίας στη Θεία Λειτουργία της Κυριακής. Υπάρχουν Ιεροί κανόνες (20ος της Α΄ και 90ος της Πενθέκτης), που λέγουν ότι δεν επιτρέπεται η γονυκλισία κατά την ημέρα της Κυριακής. Το ορθό είναι λοιπόν, να μην γονατίζουμε στα «σα εκ των σών», εκτός αν γίνεται χειροτονία κληρικού, ή στον εσπερινό της Πεντηκοστής. «Καὶ επιστρέψαςπρὸςτὸ σώμα…». Αφού τελείωσε την προσευχή, με την βεβαιότητα ότι ο Κύριος θα κάνει το θαύμα, επιστρέφει στο νεκρό σώμα και λέγει «Ταβιθά ανάστηθι». Και αμέσως έγινε το θαύμα. Όπως γυρίζουμε  τον διακόπτη και αμέσως έρχεται το ρεύμα, έτσι ήρθε η ψυχή της Ταβιθά πίσω στο σώμα της και επανήλθαν όλες οι λειτουργίες της ζωής στο σώμα της. Άνοιξε τα μάτια της σαν να βρισκόταν σε κατάσταση ύπνου και αφού είδε τον Πέτρο ανεκάθισε.
«Δους δε αυτή χείρα ανέστησεν αυτήν, φωνήσας δε τους αγίους και τας χήρας παρέστησεν αυτήν ζώσαν (41). Γνωστόν δε εγένετο καθ  όλης της  Ιόππης, και πολλοί επίστευσαν επί τον Κύριον» (42). Στη συνέχεια ο Πέτρος της έδωσε το χέρι και την ανέστησε, δηλαδή την σήκωσε όρθια. Βέβαια μπορούσε να σηκωθεί και μόνη της, αλλά εδώ της έδωσε το χέρι για να την καλωσορίσει στη ζωή, για να την χαιρετίσει, όπως εμείς χαιρετούμε κάποιον που έρχεται από ένα μακρυνό τόπο. Στη συνέχεια φώναξε όλους τους αγίους, δηλαδή τους πιστούς και ιδιαίτερα τις χήρες, για να χαρούν όλοι το χαρμόσυνο γεγονός. Το θαύμα, όπως ήταν φυσικό, διαδόθηκε ταχύτατα σ’ όλη την Ιόππη και τα περίχωρα από στόμα σε στόμα. Έγινε δε αφορμή να πιστεύσουν στο  Χριστό πολλοί Εβραίοι, που κατοικούσαν στην περιοχή αυτή. Αυτός άλλωστε ήταν ο σκοπός του θαύματος και γενικά όλων των θαυμάτων, που έκαναν οι απόστολοι. Την εποχή εκείνη υπήρχε ανάγκη να γίνονται πολλά τέτοια θαύματα, για να βοηθηθούν οι άνθρωποι να πιστεύσουν στο Χριστό. Σήμερα δεν γίνονται παρόμοια θαύματα, τουλάχιστον όπως την εποχή εκείνη, παρά μόνον σε σπάνιες περιπτώσεις από οριμένους χαρισματούχους και αγίους γέροντες. Και τούτο διότι δεν υπάρχει ανάγκη θαυμάτων. Σήμερα κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος μπορεί να οδηγηθεί στην πίστη, έχοντας υπ’ όψη του όλα τα προηγηθέντα μέχρι σήμερα θαύματα, αλλά και το θαύμα της διαδόσεως και επεκτάσεως του Χριστιανισμού σ’ όλο τον κόσμο επί 2000 χρόνια, παρά τους μεγάλους διωγμούς και τους φοβερούς πόλεμους, που συνάντησε από τους εχθρούς της.