Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ

Αίρεση

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ

Αίρεση είναι η θρησκευτική διδασκαλία που παρεκκλίνει από τη γνήσια και αυθεντική χριστιανική πίστι και επομένως πλανεμένη, αντορθόδοξη και αντιχριστιανική.
 (Αιρέσεις, Αίρεση, Αίρεσις)

O Διάβολος, όταν είδε ότι πλέον η ισχύς του κυριολεκτικά κατερρακώθη με τον Σταυρό και την Ανάστασι του Χριστού, άρχισε να πολεμά την Εκκλησία με μίαν νέαν μέθοδον, με την μέθοδον της νοθείας. Δεν έρχεται να πη ότι ο Χριστός δεν είναι τίποτε γιατί ενικήθη∙ έρχεται όμως να μιλήση με την γλώσσα της νοθείας και να πη: «Ναι, βεβαίως! εγώ δέχομαι τον Ιησούν Χριστόν. Βεβαίως! Αλλά, ξέρετε, ο Ιησούς Χριστός - σπουδαίος άνθρωπος!- αλλά...δεν είναι Θεός»! Ή το άλλο: «Βεβαίως! είναι Θεός!... Αλλά δεν έγινε άνθρωπος ήτανε φαινομενικά άνθρωπος»! Και ούτω καθ΄ εξής. Δηλαδή με κάθε τρόπο επιδιώκει να δημιουργήση ο Διάβολος μίαν απόκλισιν από την αλήθεια. Κι αυτή η απόκλισης από την αλήθεια λέγεται αίρεσις.

Π. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ   ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Βασικά σημεία διαφοράς μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και Παπισμού (Σεβασμ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος Βλάχος)

  • Βασικά σημεία διαφοράς μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και Παπισμού (Σεβασμ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος Βλάχος)
alopsis
ΘΕΟΛΟΓΙΑ
1. Οι Επίσκοποι της Παλαιάς Ρώμης, παρά τις μικρές και μη ουσιαστικές διαφορές, είχαν πάντοτε κοινωνία με τους Επισκόπους της Νέας Ρώμης και τους Επισκόπους της Ανατολής μέχρι το 1009-1014, όταν για πρώτη φορά κατέλαβαν τον θρόνο της Παλαιάς Ρώμης οι Φράγκοι Επίσκοποι. Μέχρι το 1009 οι Πάπες της Ρώμης και οι Πατριάρχες της Κωνσταντινουπόλεως ήσαν ενωμένοι στον κοινό αγώνα εναντίον των Φράγκων Ηγεμόνων και Επισκόπων, αλλά και των κατά καιρούς αιρετικών.

2. Οι Φράγκοι στην Σύνοδο της Φραγκφούρτης το 794 κατεδίκασαν τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου και την τιμητική προσκύνηση των ιερών εικόνων. Επίσης το 809 οι Φράγκοι εισήγαγαν στο Σύμβολο της Πίστεως το Filioque, την διδασκαλία δηλαδή περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός και εκ του Υιού. Αυτήν την εισαγωγή κατεδίκασε τότε και ο ορθόδοξος Πάπας της Ρώμης. Στην Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως επί Μεγάλου Φωτίου, στην οποία συμμετείχαν και εκπρόσωποι του ορθοδόξου Πάπα της Ρώμης, κατεδίκασαν όσους είχαν καταδικάσει τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου και όσους προσέθεσαν στο Σύμβολο της Πίστεως το Filioque. Όμως για πρώτη φορά ο Φράγκος Πάπας Σέργιος Δ' το 1009 στην ενθρονιστήρια επιστολή του προσέθεσε στο Σύμβολο της Πίστεως το Filioque και ο Πάπας Βενέδικτος Η’ εισήγαγε το πιστεύω με το Filioque στην λατρεία της Εκκλησίας, οπότε ο Πάπας διεγράφη από τα δίπτυχα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.


3. Η βασική διαφορά μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Παπισμού βρίσκεται στην διδασκαλία περί της ακτίστου ουσίας και ακτίστου ενεργείας του Θεού. Ενώ οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι ο Θεός έχει άκτιστη ουσία και άκτιστη ενέργεια και ότι ο Θεός έρχεται σε κοινωνία με την κτίση και τον άνθρωπο με την άκτιστη ενέργειά Του, εν τούτοις οι Παπικοί πιστεύουν ότι στον Θεό η άκτιστη ουσία ταυτίζεται με την άκτιστη ενέργειά Του (actus purus) και ότι ο Θεός επικοινωνεί με την κτίση και τον άνθρωπο δια των κτιστών ενεργειών Του, δηλαδή ισχυρίζονται ότι στον Θεό υπάρχουν και κτιστές ενέργειες. Οπότε η Χάρη του Θεού δια της οποίας αγιάζεται ο άνθρωπος θεωρείται ως κτιστή ενέργεια. Αλλά έτσι δεν μπορεί να αγιασθή.

Από αυτήν την βασική διδασκαλία προέρχεται η διδασκαλία περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός και εκ του Υιού, το καθαρτήριο πύρ, το πρωτείο του Πάπα κλπ.


4. Εκτός από την θεμελιώδη διαφορά μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και του Παπισμού στο θέμα της ουσίας και ενεργείας στον Θεό, υπάρχουν άλλες μεγάλες διαφορές, που έγιναν κατά καιρούς αντικείμενα θεολογικών διαλόγων, ήτοι:

– το Filioque, ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό με αποτέλεσμα να μειώνεται η μοναρχία του Πατρός, να καταργήται η τέλεια ισότητα των προσώπων της Αγίας Τριάδος, να μειώνεται ο Υιός κατά την ιδιότητά Του να γεννά, εάν υπάρχει ενότητα μεταξύ Πατρός και Υιού, να υποτιμάται το Άγιον Πνεύμα ως μη ισοδύναμο και ομόδοξο με τα άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, αφού παρουσιάζεται ωσεί “πρόσωπο στείρο”,

– η χρησιμοποίηση αζύμου άρτου στην θεία Ευχαριστία που παραβαίνει τον τρόπο με τον οποίο ο Χριστός ετέλεσε το μυστικό δείπνο,

– ο καθαγιασμός των “τιμίων δώρων” που γίνεται όχι με την επίκληση, αλλά με την απαγγελία των ιδρυτικών λόγων του Χριστού “λάβετε φάγετε... πίετε εξ αυτού πάντες...”,

– η θεωρία ότι η σταυρική θυσία του Χριστού εξιλέωσε την θεία δικαιοσύνη, που παρουσιάζει τον Θεό Πατέρα ως φεουδάρχη και παραθεωρεί την Ανάσταση,

– η θεωρία περί της “περισσευούσης αξιομισθίας” του Χριστού και των αγίων που την διαχειρίζεται ο Πάπας,

– ο χωρισμός και η διάσπαση μεταξύ των μυστηρίων Βαπτίσματος, Χρίσματος, και θείας Ευχαριστίας,

– η διδασκαλία περί της κληρονομήσεως της ενοχής του προπατορικού αμαρτήματος,

– οι λειτουργικές καινοτομίες σε όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας (Βάπτισμα, Χρίσμα, Ιερωσύνη, Εξομολόγηση, Γάμος, Ευχέλαιον),

– η μη μετάληψη των λαϊκών από το “Αίμα” του Χριστού,

– το πρωτείο του Πάπα, κατά το οποίο ο Πάπας είναι “ο episcopus episcoporum και η πηγή της ιερατικής και της εκκλησιαστικής εξουσίας, είναι η αλάθητος κεφαλή και ο Καθηγεμών της Εκκλησίας, κυβερνών αυτήν μοναρχικώς ως τοποτηρητής του Χριστού επί της γής” (Ι. Καρμίρης). Με αυτήν την έννοια ο Πάπας θεωρεί τον εαυτό του διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου, στον οποίον υποτάσσονται οι άλλοι Απόστολοι, ακόμη και ο Απόστολος Παύλος,

– η μη ύπαρξη συλλειτουργίας κατά τις λατρευτικές πράξεις,

– το αλάθητο του Πάπα,

– το δόγμα της ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου και γενικά η μαριολατρεία, κατά την οποία η Παναγία ανυψώνεται στην Τριαδική θεότητα και μάλιστα γίνεται λόγος και για Αγία Τετράδα,

– οι θεωρίες της analogia entis και analogia fidei που επικράτησαν στον δυτικό χώρο.

– η συνεχής πρόοδος της Εκκλησίας στην ανακάλυψη των πτυχών της αποκαλυπτικής αλήθειας,

– η διδασκαλία περί του απολύτου προορισμού,

– η άποψη περί της ενιαίας μεθοδολογίας για την γνώση του Θεού και των κτισμάτων, η οποία οδήγησε στην σύγκρουση μεταξύ θεολογίας και επιστήμης.


5. Επίσης, η μεγάλη διαφοροποίηση, η οποία δείχνει τον τρόπο της θεολογίας βρίσκεται και στην διαφορά μεταξύ σχολαστικής και ησυχαστικής θεολογίας. Στην Δύση αναπτύχθηκε ο σχολαστικισμός, ως προσπάθεια διερεύνησης όλων των μυστηρίων της πίστεως με την λογική (Άνσελμος Καντερβουρίας, Θωμάς Ακινάτης), ενώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία επικρατεί ο ησυχασμός, δηλαδή η κάθαρση της καρδιάς και ο φωτισμός του νού, για την απόκτηση της γνώσης του Θεού. Ο διάλογος μεταξύ του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του σχολαστικού και ουνίτη Βαρλαάμ είναι χαρακτηριστικός και δείχνει την διαφορά.

6. Συνέπεια όλων των ανωτέρω είναι ότι στον Παπισμό έχουμε απόκλιση από την ορθόδοξη Εκκλησιολογία. Ενώ στην Ορθόδοξη Εκκλησία δίνεται μεγάλη σημασία στην θέωση που συνίσταται στην κοινωνία με τον Θεό, δια της οράσεως του ακτίστου Φωτός, οπότε οι θεούμενοι συνέρχονται σε Οικουμενική Σύνοδο και οριοθετούν ασφαλώς την αποκαλυπτική αλήθεια σε περιπτώσεις συγχύσεως, εν τούτοις στον Παπισμό δίνεται μεγάλη σημασία στον θεσμό του Πάπα, ο οποίος Πάπας υπέρκειται ακόμη και από αυτές τις Οικουμενικές Συνόδους. Σύμφωνα με την λατινική θεολογία “η αυθεντία της Εκκλησίας υπάρχει τότε μόνον όταν στηρίζεται και εναρμονίζεται με την θέληση του Πάπα. Σε αντίθετη περίπτωση εκμηδενίζεται”. Οι Οικουμενικές Σύνοδοι θεωρούνται ως “συνέδρια του Χριστιανισμού που συγκαλούνται υπό την αυθεντία και την εξουσία και την προεδρία του Πάπα”. Αρκεί να βγή ο Πάπας από την αίθουσα της Οικουμενικής Συνόδου, οπότε αυτή παύει να έχη κύρος. Ο Επίσκοπος Μαρέ έγραψε: “θά ήταν πιο ακριβείς οι ρωμαιοκαθολικοί αν εκφωνώντας το “Πιστεύω” έλεγαν: “καί εις έναν Πάπαν” παρά να λένε: “καί εις μίαν... Εκκλησίαν””.

Επίσης, “η σημασία και ο ρόλος των Επισκόπων μέσα στην ρωμαϊκή Εκκλησία δεν είναι παρά απλή εκπροσώπηση της παπικής εξουσίας, στην οποία και οι ίδιοι οι Επίσκοποι υποτάσσονται, όπως οι απλοί πιστοί”. Στην παπική εκκλησιολογία ουσιαστικά υποστηρίζεται ότι “η αποστολική εξουσία εξέλιπε με τους αποστόλους και δεν μετεδόθη στους διαδόχους τους επισκόπους. Μονάχα η παπική εξουσία του Πέτρου, υπό την οποίαν βρίσκονταν όλοι οι άλλοι, μετεδόθη στους διαδόχους του Πέτρου, δηλαδή στους Πάπες”. Μέσα σε αυτήν την προοπτική υποστηρίζεται από την παπική “Εκκλησία” ότι όλες οι Εκκλησίες της Ανατολής είναι διϊστάμενες και έχουν ελλείψεις και κατά οικονομίαν μας δέχονται σε κοινωνία, και βέβαια κατ’ οικονομίαν μας δέχονται ως αδελφάς Εκκλησίας, επειδή αυτή αυτοθεωρείται ως μητέρα Εκκλησία και εμάς μας θεωρούν θυγατέρες Εκκλησίες.


7. Το Βατικανό είναι κράτος και ο εκάστοτε Πάπας είναι ο ηγέτης του Κράτους του Βατικανού. Πρόκειται για μια ανθρωποκεντρική οργάνωση, για μια εκκοσμίκευση και μάλιστα θεσμοποιημένη εκκοσμίκευση. Το Κράτος του Βατικανού ιδρύθηκε το 755 από τον Πιπίνο τον Βραχύ, πατέρα του Καρλομάγνου και στην εποχή μας αναγνωρίσθηκε το 1929 από το Μουσολίνι. Είναι σημαντική η αιτιολογία της ανακηρύξεως του Παπικού Κράτους, όπως το υποστήριξε ο Πίος ΙΑ’: “ο επί της γης αντιπρόσωπος του Θεού δεν δύναται να είναι υπήκοος επιγείου κράτους”. Ο Χριστός ήταν υπήκοος επιγείου κράτους, ο Πάπας δεν μπορεί να είναι! Η παπική εξουσία συνιστά θεοκρατία, αφού η θεοκρατία ορίζεται ως ταύτιση κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας σε ένα πρόσωπο. Σήμερα θεοκρατικά κράτη είναι το Βατικανό και το Ιράν.

Είναι χαρακτηριστικά τα όσα υποστήριξε στον ενθρονιστήριο λόγο του ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ’ (1198-1216): “Αυτός που έχει τη νύμφη είναι ο νυμφίος. Αλλά η νύμφη αυτή (η Εκκλησία) δε συνεζεύχθη με κενά τα χέρια, αλλά πρόσφερε σε μένα ασύγκριτη πολύτιμη προίκα, δηλ. την πληρότητα των πνευματικών αγαθών και την ευρύτητα των κοσμικών, το μεγαλείο και την αφθονία αμφοτέρων... Σά σύμβολα των κοσμικών αγαθών μου έδωσε το Στέμμα, τη Μίτρα υπέρ της Ιερωσύνης, το Στέμμα για τη βασιλεία και με κατέστησε αντιπρόσωπο Εκείνου, στο ένδυμα και στο μηρό του οποίου γράφτηκε: ο Βασιλεύς των βασιλέων και Κύριος των κυρίων”.


Επομένως, υπάρχουν μεγάλες θεολογικές διαφορές, οι οποίες καταδικάσθηκαν από την Σύνοδο επί Μεγάλου Φωτίου και στην Σύνοδο επί αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπως φαίνεται και στο “Συνοδικό της Ορθοδοξίας”. Επί πλέον και οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι Τοπικές Σύνοδοι μέχρι τον 19ο αιώνα καταδίκαζαν όλες τις πλάνες του Παπισμού. Το πράγμα δεν θεραπεύεται ούτε βελτιώνεται από κάποια τυπική συγγνώμη που θα δώση ο Πάπας για ένα ιστορικό λάθος, όταν οι θεολογικές απόψεις του είναι εκτός της Αποκαλύψεως και η Εκκλησιολογία κινείται σε εσφαλμένο δρόμο, αφού μάλιστα ο Πάπας παρουσιάζεται ως ηγέτης του Χριστιανικού κόσμου, ως διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου και βικάριος - αντιπρόσωπος του Χριστού πάνω στην γή, ωσάν ο Χριστός να έδωσε την εξουσία του στον Πάπα και Εκείνος αναπαύεται ευδαίμων στους Ουρανούς.



Σημείωση (Πηγή: "Εκκλησιαστική Παρέμβαση" Απρίλιος 2001)

Εκκλησία και Δικαιοσύνη (Σεβασμ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος Βλάχος)

Εκκλησία και Δικαιοσύνη (Σεβασμ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος Βλάχος)
alopsis
ΘΕΟΛΟΓΙΑ

"...Οι μεν φορείς της Εκκλησίας πρέπει να περιορίζωνται στα πνευματικά τους καθήκοντα και να μη επεκτείνωνται σε εμπορικές δραστηριότητες, ιδιαιτέρως οι μοναχοί, και να γνωρίζουν ότι οφείλουν να υπόκεινται στους ελέγχους που επιβάλλονται από την εκκλησιαστική και την κοινή νομοθεσία, προπαντός δε δεν πρέπει να εκμεταλλεύωνται το θρησκευτικό συναίσθημα του λαού για εμπορικούς σκοπούς..."



Παρακολουθούμε με πόνο και στενοχωρία όλα τα γεγονότα που σχετίζονται με τη λεγόμενη εμπλοκή της Εκκλησίας με τη Δικαιοσύνη, τα οποία ήλθαν στο φως της δημοσιότητας. Και θα ήθελα στο θέμα αυτό να καταθέσω μερικές απόψεις.

Κατ' αρχάς θα πρέπει να τονισθή ότι η Εκκλησία και η Δικαιοσύνη είναι δύο από τους κορυφαίους θεσμούς της κοινωνίας μας, τους οποίους εμπιστεύονται οι πολίτες αυτής της χώρας, και αυτό υπήρξε αποτέλεσμα των μεγάλων προσπαθειών και των αξιόλογων προσώπων που εκόσμησαν και κοσμούν, στην διαδρομή του χρόνου, αυτούς τους θεσμούς. Οπότε θεωρώ ότι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για εμπλοκή και κυκλώματα στην Εκκλησία και την Δικαιοσύνη, αλλά για «πτώσεις» μερικών κακών και επιόρκων φορέων της Εκκλησίας και της Δικαιοσύνης, ήτοι αναξίων κληρικών και επιόρκων δικαστών.

Επειτα, ερχόμενος στο θέμα των ημερών αυτών, θα ήθελα να σημειώσω ότι δεν είμαι εκείνος που θα υποδείξη και θα στιγματίση τέτοια πρόσωπα, γιατί ήδη επελήφθη του θέματος η Δικαιοσύνη και πιστεύω ότι θα ξεκαθαρίση την υπόθεση αυτή, για να αποκατασταθούν οι τρωθέντες αυτοί θεσμοί. Θέλω να πιστεύω ότι, πέρα από εκείνες τις περιπτώσεις για τις οποίες εξοφθάλμως εκδίδονται μερικές «χαριστικές» αποφάσεις, υπέρ μερικών προσώπων της Εκκλησίας, ύστερα από πιέσεις και άλλες συναλλαγές, συγχρόνως εκδίδονται και μερικές άδικες και χαριστικές αποφάσεις που οφείλονται σε άλλα αίτια. Τρία από αυτά θα ήθελα να σημειώσω.

Το πρώτο είναι το αιώνιο πρόβλημα που έχει εντοπισθή και στην αρχαιότητα, να αποδίδεται η δικαιοσύνη κατ' ακρίβεια στους ανίσχυρους και αδυνάτους και κατ' οικονομία (με όλη την σημασία της λέξεως) στους έχοντες και κατέχοντες. Εδώ θα πρέπει να θυμηθώ το περιστατικό που περιγράφει ο Πλούταρχος στον βίο του Σόλωνος. Σύμφωνα με αυτήν την πληροφορία ο Σκύθης φιλόσοφος Ανάχαρσις, που επισκέφθηκε την Αθήνα και είδε τον Σόλωνα τον Αθηναίο να καταρτίζη νόμους, γέλασε γιατί θεώρησε μάταιη την προσπάθειά του να σταματήσει τις αδικίες των πολιτών με νόμους και είπε εκείνο το αμίμητο: «μηδέν των αραχνίων διαφέρειν των γραμμάτων», δηλαδή, οι νόμοι δεν διαφέρουν από τον ιστό της αράχνης. Γιατί, όπως ο ιστός της αράχνης συλλαμβάνει τα λεπτά και αδύναμα έντομα, αλλά διασπάται από τα μεγάλα, έτσι συμβαίνει και με τους νόμους, οι οποίοι συλλαμβάνουν τους πτωχούς και αδυνάτους, αλλά διασπώνται από τους δυνατούς και πλουσίους.

Το δεύτερο αίτιο είναι η άγνοια του εκκλησιαστικού δικαίου που παρατηρείται σε μερικούς δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι βλέπουν όλα τα θέματα που αναφύονται (οικονομικά, πειθαρχικά, κανονικά) μόνο μέσα από την συνήθη κοσμική-πολιτική δικαιοσύνη, με αποτέλεσμα να διαπράττονται σοβαρά κανονικά και εκκλησιαστικά λάθη και να ευνοούνται ποικίλες ανταρσίες μέσα στην Εκκλησία.

Το τρίτο αίτιο μη αποδόσεως δικαιοσύνης είναι ο κακώς νοούμενος σεβασμός που αισθάνονται μερικοί δικαστικοί λειτουργοί σε εκπροσώπους της Εκκλησίας (μοναχούς, κληρικούς παντός βαθμού) και γι' αυτό, ενώ αντιλαμβάνονται ότι υφίσταται πρόβλημα, τους καλύπτουν. Αυτός ο δήθεν σεβασμός λειτουργεί αρνητικά ως προς την ενότητα της Εκκλησίας, αφού ενθαρρύνει αυτούς τους εκκλησιαστικούς φορείς στο να εκμεταλλεύωνται το θρησκευτικό συναίσθημα του λαού, τους ωθεί σε ποικίλες εμπορικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες, τους καθιστά παράγοντες παραπολιτικής και παρεκκλησιαστιακής εξουσίας σε μια τοπική κοινωνία και γενικά μια τέτοια νοοτροπία υποθάλπει κάθε ανταρσία και παρανομία.

Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο νομίζω ότι η λύση του προβλήματος, τόσο για τους φορείς της Εκκλησίας όσο και για τους φορείς της Δικαιοσύνης, πρέπει να είναι η ακόλουθη.

Οι μεν φορείς της Εκκλησίας πρέπει να περιορίζωνται στα πνευματικά τους καθήκοντα και να μη επεκτείνωνται σε εμπορικές δραστηριότητες, ιδιαιτέρως οι μοναχοί, και να γνωρίζουν ότι οφείλουν να υπόκεινται στους ελέγχους που επιβάλλονται από την εκκλησιαστική και την κοινή νομοθεσία, προπαντός δε δεν πρέπει να εκμεταλλεύωνται το θρησκευτικό συναίσθημα του λαού για εμπορικούς σκοπούς.

Οι δε φορείς της Δικαιοσύνης πρέπει αφενός μεν να εγκύψουν στην γνώση του εκκλησιαστικού δικαίου, αφετέρου δε να μη χαρίζωνται σε τέτοιους κληρικούς, από ένα δήθεν σεβασμό στην Εκκλησία. Την Εκκλησία πρέπει να την σέβωνται, στο θεσμικό της πλαίσιο, όχι όμως και τους ανάξιους εκπροσώπους της. Γιατί κάθε κάλυψη αυτών των ανθρώπων δεν βοηθά, αλλά ταλανίζει την Εκκλησία, όταν προσφέρονται οι κατάλληλες ευκαιρίες, αφού το πύον που συγκεντρώνεται κάποτε σπάζει με αποτέλεσμα να σκανδαλίζονται οι πιστοί και οι πολίτες.

Οσον αφορά τα προβλήματα που αναφύονται στην Εκκλησία από επιπολαίους και αναξίους κληρικούς, πρέπει να σημειωθή ότι αυτά οφείλονται πρωτίστως στον τρόπο εισδοχής των λαϊκών στον Κλήρο και τον τρόπο αναδείξεως των Επισκόπων. Οταν καταργούνται οι κανονικές προϋποθέσεις εισόδου κάποιου λαϊκού στον Ιερό Κλήρο, ιδιαιτέρως για τους αγάμους, τότε ενός κακού δοθέντος μύρια έπονται. Οπότε στην περίπτωση αυτή ισχύει το γνωστό απόφθεγμα ότι το προλαμβάνειν είναι ισχυρότερο του θεραπεύειν, καθότι «επιμηθεύς προμηθέως καταδεέστερος». Επίσης πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στον τρόπο και τις προϋποθέσεις εκλογής ενός επισκόπου για μια επαρχία, επειδή η εκλογή και η χειροτονία κληρικών είναι δική του αρμοδιότητα, και μια κακή επιλογή λειτουργεί αρνητικά κατά γεωμετρική και όχι αριθμητική πρόοδο, οπότε θα πρέπει να ισχύει το του Ευριπόδου «τούτο σοι τ' ανδρείον, η προμηθία».

Για την έξοδο από την κρίση των ημερών μας, τόσο στην Εκκλησία όσο και στην Δικαιοσύνη, είναι απαραίτητο να επικρατήση η σύνεση για την πρόληψη και η ανδρεία για την θεραπεία, διότι κατά τον Πιττακό «συνετών ανδρών είναι, πριν γενέσθαι τα δυσχερή, προνοήσαι όπως μη γένηται· ανδρείων δε, γενόμενα εύ θέσθαι».


Σημείωση
(Πηγή: "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ" - 03/02/2005)

Χριστιανισμός και Ευρώπη (Σεβασμ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος Βλάχος)


Χριστιανισμός και Ευρώπη (Σεβασμ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος Βλάχος)
alopsis

ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Πολλοί κάνουν λόγο για τον αποχριστιανισμό της Ευρώπης, όπως φαίνεται τόσο στον τρόπο ζωής των ανθρώπων, όσο και στα νομικά και πολιτικά κείμενα, με τα οποία επιχειρείται η θεσμική εξέλιξη της Ευρώπης και η ενότητά της.

Θέλω να βλέπω το φαινόμενο αυτό, τον λεγόμενο αποχριστιανισμό της Ευρώπης, από μια άλλη οπτική γωνία. Δηλαδή θεωρώ ότι για τον λεγόμενο αποχριστιανισμό αυτόν έχει ευθύνη σε μεγάλο βαθμό ο Χριστιανισμός, όπως εκφραζόταν στον Ευρωπαϊκό χώρο.

Είναι γνωστόν ότι στην δημιουργία των ρευμάτων της αναγέννησης, του διαφωτισμού, του ρομαντισμού, της νεωτερικότητος και της μετανεωτερικότητος, που κέντρο έχουν τον άνθρωπο και την αυτοθεοποίησή του, συνετέλεσε πολύ η αποτυχία του δυτικού Χριστιανισμού. Ο σχολαστικισμός στηρίχθηκε στην λογική, η οποία προσπάθησε να κατασκευάση έναν θεό που δεν αναπαύει τον άνθρωπο, ένα θεό είδωλο της μεταφυσικής και της φιλοσοφικής οντολογίας. Με έναν τέτοιο θεό προσπάθησε ο σχολαστικισμός να κυριαρχήση στην κοινωνία. Είναι χαρακτηριστικό ότι προς τον σκοπό αυτόν χρησιμοποιήθηκε ο φεουδαλισμός στην πιο απάνθρωπη και ρατσιστική του μορφή. Αντίδραση στον σχολαστικισμό είναι η μεταρρύθμιση με τις ποικίλες εκφράσεις και εκφάνσεις της που και αυτή απλώς μετακινήθηκε από την λογική και προχώρησε στην εξωτερική επιδερμική ηθική.

Και οι δύο αυτές εκφράσεις του δυτικού Χριστιανισμού, ο σχολαστικισμός και ο ευσεβισμός, άφησαν πεινασμένο το ανθρώπινο πνεύμα, έρμαιο στην υπαρξιακή του αγωνία, εγκαταλελειμμένο στα δόντια του πειναλέου θηρίου του υπαρκτικού και ψυχολογικού θανάτου που γεννιέται από τον βιολογικό θάνατο και ο οποίος βρίσκεται μέσα στα ίδια τα γονίδιά μας.

Από την άλλη μεριά, όταν ο Χριστιανισμός γίνεται ιδεολογία, τότε κάνει τον άνθρωπο επιθετικό, φανατικό, φαντασιόπληκτο οραματιστή, πράγμα που έχει φοβερές κοινωνικές συνέπειες.

Έναν τέτοιο Χριστιανισμό, που συνδέεται με την ιδεολογία και την μεταφυσική, που αφήνει αλύτρωτο το πνεύμα του ανθρώπου δεν τον θέλουν οι δυτικοί και τον απεκήρυξαν με το σύνθημα του θανάτου του Θεού. Δεν μας χρειάζεται ένας θεός που είναι σκληρός και αδυσώπητος στον ανθρώπινο πόνο και τις υπαρκτικές και υπαρξιακές του ανησυχίες, που δεν μπορεί να πλησιάση τον άνθρωπο τρυφερά και στοργικά.

Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο δεν είναι σωστό εμείς οι Ορθόδοξοι να καταφερόμαστε μόνον εναντίον των Ευρωπαίων ότι ζουν τον «πνευματικό μηδενισμό» τους και το υπαρξιακό κενό, ούτε ακόμη να υπερασπιζόμαστε έναν Χριστιανισμό που πρέπει να τεθή στο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, όταν αυτός ο Χριστιανισμός αποτελεί πικρή και οδυνηρή ανάμνηση για τους ανθρώπους αυτούς, με τους ιδεολογοποιημένους θρησκευτικούς πολέμους και τις εξουσιαστικές τάσεις.

Άλλο είναι το χρέος των ορθοδόξων σήμερα στον ευρωπαϊκό χώρο. Έργο τους είναι να προσφέρουν την ησυχαστική θεολογία της ορθοδόξου παραδόσεως, που εκφράζει έναν Θεό αγάπης και φιλανθρωπίας, ο οποίος πλησιάζει στοργικά τον κουρασμένο άνθρωπο, χωρίς να τον ξεκουφαίνη με την σκληρότητα της ιδεολογικής και ηθικιστικής λογοπλοκίας και του μεταδίδει λόγο ζωής που εισέρχεται μέσα στα ερεβώδη σπήλαια του θανάτου, τον οποίο βιώνει καθημερινά μέσα στην ύπαρξή του. Ο δυτικός άνθρωπος χρειάζεται έναν λόγο που χρησιμοποιεί γιατρικά και όχι γιατροσόφια, χρησιμοποιεί δηλαδή λάδι για τις πληγές, μέλι για τον γλυκασμό, κερί για τον φωτισμό και λιβάνι για την ευώδη ανύψωση. Κάθε ορθόδοξος λόγος χωρίς το λάδι, το μέλι, το κερί και το λιβάνι είναι απνευμάτιστος και απονευρωμένος. Έναν τέτοιο λόγο είχαν οι κατά Χριστόν σαλοί, γι’ αυτό και αυτοί είναι απαραίτητοι στην σκληρή και λογικοκρατούμενη απάνθρωπη εποχή μας.


Ν.Ι.





Σημείωση (Πηγή: "Εκκλησιαστική Παρέμβαση" ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2004)