Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Μοναχός Μωυσής, Αγιορείτης, Δίχως πνευματικότητα

Μοναχός Μωυσής, Αγιορείτης, Δίχως πνευματικότητα

Δίχως πνευματικότητα
 
 
Η Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία μάλλον δεν είχε ποτέ αγαθές σχέσεις με το κράτος. Το κράτος πάντοτε την υποψιαζόταν, τη φοβόταν, τη ζήλευε.
Ήθελε να κυριαρχεί, να την κατευθύνει και να το χειροκροτεί για τις αποφάσεις του. Η Εκκλησία είχε πλήρη εξάρτηση από το κράτος και είχε τοποθετήσει ανθρώπους δικούς του, για να την επηρεάζουν και να πληροφορούνται τις όποιες κινήσεις. Στα μέσα του 19ου αιώνος ο εναγκαλισμός του κράτους ήταν σφιχτός, ορισμένες φορές και ασφυκτικός. Συν τω χρόνω, ορισμένα πράγματα κάμφθηκαν. Η κεντρική όμως κρατική εξουσία, δυστυχώς μέχρι σήμερα, συνεχίζει να της φέρεται ως μητριά και όχι ως μητέρα.
Αρκετοί έχουν γράψει αρκετά, περί του συστήματος «της νόμω κρατούσης πολιτείας» και της δυσπραγίας των σχέσεών τους. Υπάρχουν βέβαια, εκατέρωθεν παρεμβάσεις. Η ελεύθερη και ζώσα Εκκλησία δεν έχει ακόμη αφεθεί να επικρατήσει. Φωνές ηρωικών ιεραρχών και άλλων κληρικών έμειναν στη σιωπή και τη λήθη. Η πολιτεία, μερικές φορές, έδωσε μία, για τα μάτια του κόσμου, χαλάρωση των δεσμών. Όμως η χαλαρή, χλιαρή και χλομή απελευθέρωση δεν χάρισε όλη την ελευθερώτρια χάρη στην Εκκλησία. Αλλά, κι εντός της Εκκλησίας υπήρξαν τάσεις αφόρητου δεσποτισμού και απολυταρχίας. Ο επίσκοπος αποφάσιζε και διέταζε δίχως γνώμης του πρεσβυτερίου, κατά τον Άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, τον οποίο επικαλούνται συνεχώς ορισμένοι μόνο για να πουν ότι ο κάθε επίσκοπος είναι σε τύπο και τόπο Χριστού.
Πολύς λόγος γίνεται σήμερα για κάποιους διακριτούς ρόλους, τους οποίους επικαλούνται διάφοροι αδαείς. Θέλουν την Εκκλησία να σιωπά, να είναι στην άκρη άπραγη, να δίνει μόνο λίγο ψωμί. Από τη μία το επιθετικό κράτος και από την άλλη το εκκλησιαστικό σώμα να ματώνει από εμφύλιους σπαραγμούς, δεν προχωρά στο διασάλπισμα του νικηφόρου μηνύματος της θανατώσεως του θανάτου, της προγεύσεως του παραδείσου, της ανακαινιστικής μεταμορφώσεως του ανθρώπου.
Κάποιοι μοντέρνοι χτυπούν βάναυσα την Εκκλησία, συχνά με αναλήθειες, ότι δήθεν περιορίζει, δεσμεύει, δημιουργεί ενοχές και ταλαιπωρεί τα πρόσωπα. Τι προτείνουν; Συνθήματα ανταρσίας, ακηδεμονίας, ακυβερνησίας, αδιαφάνειας και χειρότερης αιχμαλωσίας. Η έπαρση, η κακή συνήθεια, η εύκολη ζωή, δεν αφήνουν τον άνθρωπο να αγωνισθεί για αξίες, αρετές και ήθη. Λησμονείται ο πλούσιος και ωραίος εγχώριος πολιτισμός και εισάγονται ξενόφερτα νούμερα, που έξω απορρίφθηκαν από καιρό. Αγαπά καθυστερημένα ο Νεοέλληνας κάτι που μισήθηκε από τους ξένους. Τρέχουν στους διδασκάλους της Άπω Ανατολής για εσωτερικό διαλογισμό, όταν οι άγιοί μας τα είπαν ξεκάθαρα πριν εκατοντάδες χρόνια.
Αν βρεθεί ένας να πει ή να γράψει κάτι διαφορετικό, θα κυνηγηθεί χαιρέκακα. Είναι δύσκολο σήμερα να διαφέρεις, να μην κάνεις ό,τι κάνουν οι πολλοί, να μη λες ό,τι λένε όλοι. Η Εκκλησία θεωρείται από κάποιους μειονεκτικούς και αθεόφοβους σκοταδιστική, μαύρος μεσαίωνας, αγκυλωμένη στο παρελθόν, γηρασμένη και άρρωστη. Δεν της επιτρέπεται λοιπόν, να εκφέρει σύγχρονη γνώμη, κρίση, παρατήρηση και πρόταση.
Σπάνιες πια στα τηλεοπτικά παράθυρα οι σεμνές φωνές, οι νηφάλιες σκέψεις, οι αντικειμενικές γνώμες. Όσοι φωνάζουν κατά της διαφθοράς, εν πολλοίς υποκρίνονται. Δεν λένε, γιατί να υπάρχει διαφάνεια και πώς θα εμπνευστεί. Η απουσία της ορθόδοξης πνευματικότητος έδωσε όλο το βάρος στο ίδιον συμφέρον, το οικονομικό. Ζωή δίχως πνευματικότητα είναι νύχτα δίχως αναμονή χρυσοπόρφυρης ανατολής...

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Ύμνοι Θείων Ερώτων, Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου



Ὁ Ἀρραβώνας
   ΤΩΡΑ ΔΑ, σκοτάδι στὴν καρδιά μου κι ἀνέτειλες Ἐσύ.
Ἔδειξες θαύματα ποὺ ὀφθαλμοὶ δὲν ἔχουν δεῖ.
Καὶ σὲ μένα κατέβηκες, τὸν πιὸ τελευταῖο ἀπ’ ὅλους,
Μ’ ἔκανες μαθητή Σου καὶ γιὸ Ἀπόστολου,
κι ἂς μὲ κρατοῦσε φοβερὸς
ὁ δράκος, ὁ θάνατος τῶν θνητῶν,
ὣς τώρα νὰ ἐργάζομαι κάθε ἁμαρτία.

   Στὸν ἅδη ἔλαμψες ὁ προαιώνιος ἥλιος,
ὕστερα φώτισες καὶ τὴ δική μου ψυχὴ στὰ σκοτάδια της,
μοῦ χάρισες μέρα χωρὶς δύση,
αὐτὸ ποὺ δὲν πιστεύουν, μόνο ὅσοι τεμπέληδες εἶναι καὶ ἀδιάφοροι, νομίζω.
Τὴ φτώχια ποὺ ἔχω μέσα μου πλημμύρισες μὲ τὸ Ἀγαθὸ ὁλόκληρο.
Ἐσὺ ποὺ ἔκανες αὐτά, ὁ ἴδιος στεῖλε δῶρο Σου τὰ λόγια μου, δῶσε τὶς λέξεις,
νὰ πῶ σὲ ὅλους τὰ θαυμάσιά Σου,
ὅλα ὅσα κάνεις σήμερα μὲ τοὺς δούλους Σου,
κι ὅσοι δὲν νοιάζονται νὰ μάθουν, ἀλλὰ κοιμῶνται στὰ σκοτάδια,
καὶ λένε, ‘νὰ σωθοῦν ἀδύνατο ὅσοι ἔχουν ἁμαρτίες’,
ἂς πάρουν Ἔλεος κι αὐτοὶ ὅπως ὁ Πέτρος
καὶ οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, Ἅγιοι, Ὅσιοι καὶ Δίκαιοι,
ἔτσι κι αὐτοί, ἂς μάθουν : δὲν εἶναι ἀδύνατο, οὔτε κἂν δύσκολο,
γιὰ τὴ δική Σου ἀγαθότητα, καί ἦταν καί εἶναι καί θὰ εἶναι εὔκολο!
Ὅσοι νομίζουν ὅτι Σ’ ἔχουν, τὸ Φῶς τοῦ κόσμου,
λένε ὅμως δὲν Σὲ βλέπουν, δὲν εἶναι ὁ βίος τους μέσα στὸ Φῶς,
ἡ λάμψη Σου δὲν τοὺς κυκλώνει, καθαρὰ δὲν Σὲ κοιτάζουν καὶ ἀδιάκοπα, Σωτήρα,
ἂς μάθουν : στὴ σκέψη τους ποτὲ δὲν ἔλλαμψες,
τὸ σπίτι Σου στὴ βρώμικη ψυχή τους δὲν τὸ ἔφτιαξες,
μάταια ἐπιχαίρουν, κενὲς οἱ ἐλπίδες,
ὅσοι νομίζουν μετὰ θάνατον, τάχα, θὰ δοῦν τὸ Φῶς Σου.
Εἶναι τώρα ὁ Ἀρραβώνας, ἀπὸ Σένα πάντως τώρα ἐδῶ, Σωτήρα,
χαράζεται ἡ Σφραγίδα Σου στὰ πρόβατά Σου.
Καθένα κλείνει ὁ θάνατός του.
Στὸ τέλος καὶ μετά, ὅλοι τὸ ἴδιο ἄπραγοι,
οὔτε κακὸ οὔτε καλὸ κανείς δὲν ἔχει δύναμη νὰ κάνει τότε,
Σωτήρα μου, εἶναι βέβαιο, ὅπως βρεθεῖ καθένας, ἔτσι θὰ μείνει.
Κύριε, μὲ φοβίζει αὐτό, μὲ κάνει καὶ τρέμω αὐτό,
τὶς αἰσθήσεις μου ὅλες τὶς λιώνει αὐτό.
Ἂν πεθάνει ἕνας τυφλὸς καὶ διαβεῖ ἐκεῖ,
τὸν ἥλιο αὐτὸ πιὰ δὲν θὰ δοῦν τὰ μάτια του,
ἀκόμη κι ἂν τὸ φῶς του πάλι βρεῖ μὲ τὴν Ἀνάσταση.
Ἔτσι ὅποιος στὸν νοῦ εἶναι τυφλός : ἂν πεθάνει,
τὸν νοητὸ ἥλιο, Θεέ μου, Ἐσένα, δὲν πρόκειται νὰ δεῖ,
μὰ ἀπὸ σκοτάδι βγαίνοντας σὲ σκοτάδι θὰ πάει,
καὶ στοὺς αἰῶνες χωρισμένος θὰ εἶναι ἀπὸ Σένα.
Κανένας Κύριέ μου, σὲ Σένα ὅποιος πιστεύει,
στὸ δικό Σου ὄνομα ὅποιος βαφτίστηκε, δὲν θ’ ἀντέξει
τὸ μεγάλο βάρος καὶ φρικτὸ τοῦ χωρισμοῦ Σου, Εὔσπλαχνε.
Εἶναι ἡ λύπη αὐτὴ φοβερή,
φρικτή, ἀβάσταχτη, αἰώνια θλίψη.
Σωτήρα, τί χειρότερο νὰ πάθει ἀπ’ τὸν χωρισμό Σου;
Ποιά ὀδύνη μεγαλύτερη, ἂν χάσει τὴ ζωή,
νὰ ὑπάρχει γιὰ πάντα ὅπως νεκρός, στερημένος ἀπ’ τὴ ζωή,
καὶ μαζὶ ὅλα τ’ ἀγαθὰ τὸ ἴδιο νὰ στερεῖται;
Ἀπὸ σένα φεύγοντας, ἀπὸ κάθε καλὸ φεύγει καὶ τὸ στερεῖται.
Δὲν θὰ εἶναι τότε ὅπως στὴ γῆ αὐτή,
γιατὶ ὅσοι τώρα δὲν Σὲ γνώρισαν,
ἀπόλαυση ἔχουν μιὰ σωματική, ἐδῶ,
μιὰ τρυφή, σκιρτώντας ὅπως ἄλογα.
Ὅσα χαρίζεις δὲν τὰ ἔχουν
παρὰ μόνο τὴ ζωούλα τους νὰ κάνουν
κι αὐτὰ μόνα βλέποντας, νομίζουν τὸ ἴδιο θὰ εἶναι ἐκεῖ
μετὰ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ βίου.
Στραβὰ λογαριάζουν, στραβὰ ζυγιάζουν
ποὺ λένε πὼς δὲν εἶναι μαζί Σου, κι ὅμως ἔχουν τὴν ἄνεσή τους,
τόπο ἑτοιμάζοντας κάποιο —τέτοια βλακεία!—
μακριὰ ἀπ’ τὸ Φῶς, κι ὅμως χωρὶς σκοτάδι
ἀπ’ τὴ Βασιλεία Σου ἔξω, ἀλλὰ κι ἀπ’ τὴ γέεννα
ἀπ’ τὸν Νυμφῶνα πολὺ μακριά, κι ἀπ’ τῆς δικαιοσύνης τὴ φωτιὰ ἐπίσης,
ὅπου νὰ καταλήξουν θέλουν, οἱ ταλαίπωροι,
καὶ λένε, δὲν Σὲ χρειάζονται, αἰώνια Δόξα
καὶ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἔχουν τὴν ἄνεσή τους!
Τὸ σκοτάδι τοὺς κυριεύει, ἡ ἄγνοια,
ἡ ταλαιπωρία, ἀλίμονο, οἱ κούφιες ἐλπίδες.
Πουθενὰ δὲν ἔχει γραφεῖ αὐτὸ οὔτε θὰ ὑπάρχει… Χριστέ, ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἡ γῆ τῶν πράων, Ἐσύ εἶσαι.
Ἐσύ ὁ παράδεισος μὲ τὶς φυλλωσιές,
ὁ θεῖος νυμφῶνας, ὁ ἀνείπωτος γαμήλιος θάλαμος,
Ἐσύ τραπέζι γιὰ ὅλους, ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς, παράξενο νερό,
καί τὸ ποτήρι καί τὸ νερὸ τῆς ζωῆς, Ἐσύ εἶσαι,
Ἐσύ καὶ ἡ λαμπάδα ἡ ἀναμμένη στοὺς αἰῶνες γιὰ τοὺς ἅγιους,
Ἐσύ καὶ χιτῶνας καὶ στέφανος, κι ὁ ἴδιος μοιράζεις τοὺς στεφάνους,
Ἐσύ ὁ ἴδιος ἡ χαρά, ἡ ἄνεση, ἡ τρυφὴ καὶ ἡ δόξα,
Ἐσύ ἡ ἀγαλλίαση, Ἐσύ ἡ εὐφροσύνη.
Ὅπως ἥλιος θὰ λάμψει, Θεέ μου, ἡ Χάρη
τοῦ πανάγιου Πνεύματος σ’ ὅλους τοὺς ἅγιους,
ἀνάμεσά τους θὰ λάμψεις ὁ ἀπρόσιτος ἥλιος,
καθένας μέσα του, ὅλοι, τὴ λάμψη Σου θὰ ἔχουν,
ὅση εἶναι ἡ πίστη τους, τὰ ἔργα τους, ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ ἀγάπη τους,
ὅσο ἔχουν καθαρίσει, ὅσο φωτίστηκαν ἀπὸ τὸ Πνεῦμα Σου.
Θεέ, μόνε μακρόθυμε, ποὺ ὅλα διακρίνεις,
θὰ τοὺς ὁρίσεις μονὲς διάφορες καὶ τόπους,
τὰ μέτρα τῆς λαμπρότητας, τὰ μέτρα τῆς ἀγάπης,
τῆς ὅρασής Σου, τὸ πόση θὰ τοὺς εἶναι
ἡ δόξα τῆς μεγαλωσύνης Σου, ἡ τρυφὴ καὶ τὸ κλέος,
σὲ μοιρασιὰ οἴκων, παράξενων διαμονῶν.
Ἐκεῖ σκηνὲς διάφορες, οἴκοι πολλοί,
στολὲς ὁλόφωτες πλήθους ἀξιωμάτων,
στέφανοι παμποίκιλοι, πετράδια καὶ μαργαριτάρια,
ἄνθη ἄφθαρτα μὲ παράξενη ὀμορφιά.
Ἐκεῖ κλίνες, στρώματα, τραπέζια, θρόνοι,
καὶ τὸ μεγάλο, τὸ πιὸ ἡδονικό, ἡ μεγάλη τρυφή,
ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι, ὅτι Ἐσένα θὰ βλέπουν καὶ μόνο. …
Στὸ πρόσωπό Σου μαζὶ θὰ κατοικοῦν οἱ εὐθεῖς.
Στὴν εὐθύτητα μέσα τῆς καρδιᾶς τους ἔχεις πάρει Μορφή,
κατοικοῦν μὲ τὴ Μορφή Σου μέσα Σου, Χριστέ μου.
Εἶναι θαυμαστό, παράδοξο δῶρο καλωσύνης!
Στὴ Μορφὴ τοῦ Θεοῦ νὰ φτάσουν οἱ ἄνθρωποι,
νὰ πάρει μέσα τους Μορφή, αὐτὸς ποὺ δὲν τὸν χωράει τὸ σύμπαν,
ὁ ἀναλλοίωτος Θεός, μὲ ἀναλλοίωτη φύση.
Θέλει σὲ ὅλους τοὺς ἄξιους νὰ κατοικεῖ
Ὁλόκληρο νὰ ἔχει μέσα του καθένας τὸν Βασιλιᾶ,
τὴν ἴδια τὴ Βασιλεία καὶ ὅλα τὰ δικά της,
καὶ νὰ λάμπουν, ὅπως ἔλαμψε ὁ Θεός μου ὅταν ἀναστήθηκε.
Πάνω ἀπ’ τὶς βολὲς τοῦ ἥλιου αὐτοῦ ποὺ βλέπουμε,
ἔχουν ἔτσι σταθεῖ σ’ Ἐκεῖνον ποὺ τοὺς δόξασε,
ἔκθαμβοι, ἔχουν τὴ διαμονή τους στὴ μεγάλη δόξα,
στὸ μεγάλωμα χωρὶς τέλος τῆς θείας λαμπρότητας,
γιατὶ δὲν παύει, στοὺς αἰῶνες, ἡ προκοπή. …
Τὸ πλήρωμά Του καὶ ἡ δόξα τοῦ Φωτὸς
θὰ εἶναι ἄβυσσος τῆς προκοπῆς : χωρὶς τέλος ἀρχή,
κι ὅπως μέσα τους Μορφὴ θὰ ἔχει πάρει ὁ Χριστός,
στὸν ἴδιο Αὐτὸν θὰ στέκονται ποὺ ἀπρόσιτα θὰ λάμπει, κι ἔτσι
τὸ τέλος μέσα τους γίνεται ἀρχὴ τῆς δόξας,
καὶ πιὸ καθαρὰ γιὰ νὰ στὸ πῶ,
στὸ τέλος θὰ ἔχουν τὴν ἀρχὴ καὶ στὴν ἀρχὴ τὸ τέλος. …
Ἀλλὰ ὅσοι πέφτουν ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπορῶ, ποῦ θὰ σταθοῦν,
ἔχοντας βρεθεῖ μακριὰ ἀπ’ Αὐτὸν ποὺ εἶναι παντοῦ;
Ἀδέλφια, ἡ ἀπορία μου εἶναι γεμάτη, πραγματικά, μεγάλη φρίκη,
χρειάζεται λογισμὸ νοῦ φωτισμένου
νὰ καταλάβει αὐτὸ κανεὶς σωστά,
νὰ μὴ ξεπέσει σὲ σφάλμα κι ἀθετήσει τὰ λόγια τοῦ ἅγιου Πνεύματος.
Μέσα βέβαια στὸ πᾶν θὰ ὑπάρχουν κι αὐτοί,
ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ τὸ ἅγιο Φῶς καὶ στ’ ἀλήθεια ἔξω ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὅπως οἱ τυφλοὶ ὅταν λάμπει ὁ ἥλιος,
κι ἂν ὁλόκληροι δέχονται φῶς, ὅμως ἔξω ἀπὸ τὸ φῶς ἡ ζωή τους,
χωρισμένοι ἀπὸ τὴν αἴσθηση καὶ τὴν ὅρασή του,
ἔτσι εἶναι στὰ πάντα τὸ θεῖο Φῶς τῆς Τριάδας.
Ἂν καὶ μέσα Του βρίσκονται ὅλοι,
ὅσοι ἔμειναν στὴν ἁμαρτία τους, σὲ σκοτάδι φυλακίστηκαν,
χωρὶς νὰ βλέπουν, χωρὶς καμμιὰ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ νὰ ἔχουν,
καιγόμενοι στὴ συνείδησή τους,
κατακρινόμενοι, τὴ θλίψη καὶ τὴν ὀδύνη
ἀπερίγραπτη θὰ ἔχουν στοὺς αἰῶνες.
Ὕμνος Α’, (στ. 46-115, 132-159, 165-180, 184-190, 215-231) μετάφραση, Γ. Βαλσάμης
Επιμέλεια θέματος, Ιωάννης Λέων