Ἡ Ζωὴ τοῦ Μεγάλου Μοναστηριοῦ (῞Αγιον ῎Ορος)- Ζαχαρίας Παπαντωνίου
Ἡ Ζωὴ τοῦ Μεγάλου Μοναστηριοῦ
Ἀπὸ τὸ «Ἅγιον Ὄρος». Ἀθήνα, Ἐκδόσεις Ἐστία, 1934.
Φτάσαμε στὸ Βατοπέδι τὴν ὥρα τοῦ ὕπνου, στὶς δυὸ τὸ ἀπόγεμα. Ἡ μονὴ ἡσυχάζει. Τὸ κῦμα τοῦ μεγάλου του κόλπου νανουρίζει τὴν ἀπραξία της, σβήνοντας ἀπάνω στὰ χαλίκια ρυθμικὸ καὶ ἤρεμο. Εἴμαστε μπροστὰ στὸ θολωτὸν πυλώνα, ποὺ κρύβει στὴν κοιλότητά του ζωγραφισμένη τὴν Παρθένο, καθὼς ὅλοι οἱ πυλῶνες τῶν μοναστηριῶν, καὶ περιμένομε νὰ προβάλη ὁ πορτάρης. Ἔρχεται μὲ τὴν ἀπροθυμία καὶ τὴν ἀπεριέργεια—δυὸ χαρακτηριστικὰ τοῦ καλόγερου. Τὸ πρόσωπὸ του τραχύ, τὰ γένεια του σὰ μοῦσκλα σὲ δέντρο, τὰ πολλὰ μαλλιά του στενοχωρημένα μέσα στὸ στενὸ κυλινδρικὸ καλυμαύχι. Οὔτε μᾶς κοιτάζει. Ἁπλώνει μόνο τὸ χέρι του γιὰ τὸ διαμονητήριο. Τὸ διαβάζει μὲ προσοχὴ καὶ μὲ δυσπιστία, ἔπειτα τὸ στέλνει στὸν ἀρχοντάρη γιὰ τὸν ἔλεγχο. Ὁ ἀρχοντάρης τὸ πηγαίνει στὴν ἐπιτροπή. Ἡ ἐπιτροπή μας δίνει τὴν ἄδεια. Ἀνεβαίνουμε μιὰ σκάλα ὁλόρθη, σχεδὸν κάθετη, καὶ πέφτομε κατάκοποι στὸ ἀρχονταρίκι. Αὐτὸ τὸ ἀρχονταρίκι δὲ διαψεύδει καθόλου τὴν ὀνομασία του. Δωμάτια ὕπνου ἄνετα, κρεβάτια ποὺ κοιμίζουν, καναπέδες ποὺ ξεκουράζουν, τὸ γαλάζιο τῆς θάλασσας κι ὁ ἀέρας της μέσα στὸν ξενώνα, ἠλεκτροφωτισμός,—νὰ ἡ νεωτεριστικὴ ἀνορθογραφία ποὺ κάνει τὸ Βατοπέδι μέσα στὴν παρελθοντικὴν αὐτὴ πολιτεία. Πῶς ἐπῆρε τέτοιο χαρακτήρα, δὲν τὸ ξέρει καὶ τὸ ἴδιο τὸ μοναστήρι. Ἕνας ὑπηρέτης λαϊκός, ξυρισμένος, μὲ τακουνάτες παντοῦφλες, σήκωσε τὰ πράγματά μας. Ἕνας νεαρὸς καλόγερος μὲ τὸν κοντὸ στρογγυλὸ θάμνο τῆς μαύρης του γενειάδας γύρω στὸ ροδαλὸ πρόσωπό του, μᾶς καλημέρισεν ἀγγλικὰ μὲ τέλεια προφορά. Ὅταν εἶδε πὼς ἔκαμε λάθος, μεταχειρίστηκε τὰ ἑλληνικά του. Ἦταν ὁ καλόγερος ποὺ ὁρίστηκε καμαριέρης μας. Δύσκολα στὰ ξενοδοχεῖα θὰ βρίσκαμε ἕναν τόσο γοργὸ καὶ ἐξασκημένον ὑπάλληλο. Εἶχε κάμει στρατιώτης στοὺς τελευταίους πολέμους, ὑπηρέτησε πέντε χρόνια στὸ Λονδΐνο σ' ἕνα διπλωμάτη, κι ὕστερα ἦρθε στὸ Βατοπέδι, ντύθηκε τὸ ράσο κι ἔγινε κωδωνοκρούστης. Τὴ δεύτερη φορὰ ποὺ ξαναπῆγα στὸ Ὄρος, δὲν τὸν ξαναβρῆκα. Εἶχε αὐτοκτονήσει. Ποιός, θὰ τὰ ἐξηγήση αὐτά;
Ἡ λέξη μοναστήρι φέρνει σ' ἐμᾶς τοὺς ὀρθόδοξους μιὰν ὁρισμένη ἀρχιτεκτονικὴν εἰκόνα: μεγάλο τετράγωνο ἀπὸ ἑνωμένα κελλιά, ἡ αὐλὴ κλεισμένη μέσα στὰ κελλιά, καὶ στὴ μέση τῆς αὐλῆς ἡ ἐκκλησία. Ἄν σ' αὐτὰ προσθέσωμε τὰ θεμελιώδη μοτίβα τοῦ μοναστηριοῦ, τὸν ξύλινο ἐξώστη ποὺ ἁπλώνεται ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη στὸ ἐξωτερικὸ τῶν κελλιῶν, τὰ τόξα καὶ τὸ κυπαρίσσι, ἔχομε τὸ μοναστῆρι, τὴν κοινὴ ἀντικειμενικὴν εἰκόνα, τὸ ρωμαντικὸ σκιαγράφημα ποὺ βρίσκεται μέσα στὸ νοῦ τῶν Ἑλλήνων. Πόσα ὅμως νέα σχήματα δημιουργεῖ ἐπάνω σ' αὐτὸν τὸ θεμελιώδη τύπο τοῦ μοναστηριοῦ ὁ καιρός, ποιοὺς πλουτισμοὺς μπορεῖ νὰ πάρη ὁ ρυθμός, τὸ βλέπομε στὸ Βατοπέδι. Ἐδῶ ὁ καιρὸς εἶχε φαντασία. Προσθέτοντας ἀνάλογα μὲ τὴν ἀνάγκη, ἔφτιασε μία πόλη ὁλόκληρη, ὅπου τίποτε δὲν εἶναι βαρύ, δυσαρμονικό, βιαστικὸ ἢ ξένο. Καμινάδες, μπαλκόνια, πύργοι, παρεκκλήσια, καμπαναριά, χαγιάτια, λιθόστρωτα, κολῶνες, χωνεύουν τὰ ἀνώμαλα σχήματά τους μέσα σὲ μιὰ γενικὴν ἁρμονία, σ' ἕναν, ἂς τὸν ποῦμε ἔτσι, ἁγιορειτικὸ ρυθμό. Ὁ Καιρὸς ἔχει τὴν αἰσθητική του. Καὶ τὴν ἐπιβάλλει. Πόσο αὐτὰ τὰ σχήματα βοηθοῦνε τὸ ἕνα τὸ ἄλλο! Πῶς βρίσκομε τὴν ἑνότητα σὲ τόσο πλῆθος μορφῶν! Πόσο ἄνετα, μέσα στὴν ἀπέραντην αὐλή, ὑψώνεται τὸ πάμπυκνο τοῦτο δάσος τῶν κτιρίων, καὶ πῶς ὅλὸ ἔξαφνα ζωντανεύει, ὅταν ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ ἀρχαίου καμπαναριοῦ ἡ μελωδικὴ κωδωνοκρουσία καλεῖ τοὺς μοναχοὺς στὴν προσευχή!
Εἶναι δειλινό. Κατεβαίνουν μέσα στὸν ἥλιο ἕνας-ἕνας καὶ πηγαίνουν στὸ Καθολικό, ποὺ στέκει μὲ τὸ βαθὺ κόκκινο χρῶμα του στὴν αὐλή. Ἡ πυκνὴ μοναστικὴ πόλη ξύπνησεν ἀπὸ τὴ νάρκη τοῦ μεσημεριοῦ. Ἑσπερινός. Πρῶτα, φαίνονται οἱ γέροι. Τοὺς χρειάζεται ὥρα νὰ φτάσουν, καὶ ξεκινοῦν νωρίς. Ἔπειτα ἀκούγεται τὸ στερεὸ καὶ γρήγορο βῆμα τῶν νέων. Τὰ νιάτα τους δὲν ξεχνοῦν τὸ λύγισμά τους μέσα στὸ ράσο. Μερικοὶ ἀπ' αὐτοὺς εἶναι ἀνήσυχες σερπαντίνες, ἄλλοι κρατοῦν τὸ παράστημα ὁλόϊσο, λεπτὸ καὶ σεμνὸ κιονίσκο βυζαντινοῦ τρούλλου. Ἡ φορεσιὰ τους περιποιημένη. Τὸ ράσο κατακαίνουργο. Τὸ ἐπανωκαλύμαυχον ἄψογο. Εἶναι αὐστηρὸ τὸ πρωτόκολλο στὸ Βατοπέδι. Ὅταν μπῆκα στὸ Καθολικὸ κι εἶδα τοὺς μαύρους των ἴσκιους νὰ γεμίζουν τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ κρυμμένοι στὰ στασίδια, ἐντοιχισμένοι, θἄλεγε κανείς, δίστασα νὰ πάρω τὴ θέση πού μοῦ ἔδωκαν σ’ ἕνα στασίδι. Ἐκτελοῦσαν τὴν ἀκολουθία τοῦ ἐσπερινοῦ μὲ σοβαρότητα, ὅπως ὁ καλὸς τεχνίτης τὸ ἔργο του. Ἔνιωθα λοιπὸν πὼς κανένας λαϊκὸς δὲν ἔχει δουλειὰ ἐκεῖ. Ἐζήτησα κάποια γωνιά. Ὅλες οἱ γωνιὲς ἦταν πιασμένες. Ὅλα τὰ σκοτάδια εἶχαν καλόγερους. Μὲ δυσκολία βρῆκα ἕνα ἀπόμακρο στασίδι γιὰ νὰ παρακολουθήσω ὅλην αὐτὴ τὴν τελετικὴν αὐστηρότητα. Οἱ καλόγεροι εἶναι τοποθετημένοι, ὅπως πάντα, κατὰ τάξιν ἱεραρχίας καὶ ἀξίας. Λάθη στὸ πρωτόκολλο δὲν ἐπιτρέπονται. Ὄρθιοι κρατοῦν τὰ στασίδια τους. Τὸ κανονάρχημα γίνεται σύμφωνα μὲ τὴ μοναστηριακὴ παράδοσή του. Ὁ κανονάρχης, ποὺ εἶναι πάντα καλόγερος, πηγαίνει ἀδιάκοπα ἀπὸ τὸ δεξιὸ στὸν ἀριστερὸ ψάλτη, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ κανοναρχήση καὶ στοὺς δυό. Ἥσυχα ἀνεμίζεται στὶς πλάτες του τὸ εἰδικό του ἔνδυμα, μαῦρος αὐλακωτὸς μανδύας, προωρισμένος μόνο γι' αὐτὴ τὴν ὑπηρεσία. Στὸν πρῶτο νάρθηκα, στὴ «λιτή», στέκουν οἱ κουρασμένοι, οἱ ὀλιγώτερο χρήσιμοι γιὰ τὴν ἀκολουθία. Στὸν ἐξωνάρθηκα, οἱ ἐντελῶς γέροι. Δὲ θέλω νὰ κρίνω τὴν ψαλμῳδία. Ἡ μουσικὴ αὐτή, μὲ τὴν ἀνατολική της τεχνοτροπία, ποὺ δὲν ὑπακούει σὲ κανόνα, ὅπως ὅλὲς οἱ ἀνατολικές, εἶναι μιὰ παράδοση καὶ ἔχει τὴν ἀξία τῶν παλιῶν πραγμάτων. Ἂς μὴ ζητοῦμε τὴ μουσικὴ ἀξία τῆς βυζαντινῆς ψαλμῳδίας, τουλάχιστον στὸ Ἅγιον Ὄρος. Περιπλεγμένη μὲ τὰ ἐλαττώματα ποὺ βλασταίνουν ἄφθονα μὲ τὸν καιρὸ γύρω στὶς ἀκαλλιέργητες παραδόσεις, ἔγινε μιὰ λαϊκὴ τέχνη, χωρὶς σχεδὸν μελωδικὴ γραμμή, φορτωμένη κεντήματα, ἐκτελεσμένη μὲ ἀτημελησία, ποὺ τὴν κάνει πιὸ ἄμορφη καὶ σκοτεινή. Δὲν παύει ὅμως νὰ εἶναι κάτι παλιό, καὶ σὰν παλιὸ νὰ ἔχη τὸ μοναστηριακό του χαρακτῆρα, ὁ ὁποῖος, μαζὶ μὲ τὶς μαῦρες σκιὲς τῶν καλογέρων, μὲ τὶς ἄσπρες γενειάδες, μὲ τὸ αὐστηρὸ τυπικό, συντελεῖ γιὰ νὰ διεγείρη τὸ μυστήριο. Ὅλα εἶναι μοναστηρήσια, ὅλα αὐστηρὰ καὶ θλιβερὰ ἐκεῖ μέσα. Δειλινό. Ἂς λάμπη ἔξω ὁ ἥλιος, ἂς πρασινίζουν οἱ ράχες, ἂς πηδάη τὸ κῦμα. Τὸ μοναστήρι ἔχει τὴν ἐργασία του. Ὁ ἑσπερινὸς κρατεῖ ὥρα πολλή. Ἐνῷ οἱ καλόγεροι διαβάζουν καὶ ψέλνουν, ὁ μετέωρος Παντοκράτορας, ἀπὸ τὸ ὕψος ὅπου τὸν ἀνέβασαν οἱ ἀρχιτέκτονες τῶν πεταχτῶν τρούλλων, ἀγρυπνεῖ σὲ ὅλην αὐτὴ τὴν τυπικότητα, ἀκούει, βλέπει, καὶ εἶναι αὐστηρὸς γιὰ κάθε παράλειψη, γιὰ κάθε μετάνοια ποὺ δὲν ἦταν τόσο βαθειὰ ὥστε νὰ πονέσουν τὰ κόκκαλα τῶν γονάτων!
Πηγή:http://ellas60.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου