Η πρόσφατη σύσκεψη μεταξύ Καθηγητών
Θεολογικών Σχολών και Μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά τον
καθιερωμένο εορτασμό της μνήμης του ιερού Φωτίου στη Μονή Πεντέλης στις 6
Φεβρουάριου 2017 με αφορμή τη θαυμάσια εισήγηση του Καθηγητού του
Τμήματος Ποιμαντικής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ Θεόδωρου Γιάγκου με
θέμα «Μ. Φώτιος και Αγιος Νικόδημος Αγιορείτης. Η συμβολή τους στην
αποτύπωση του Κανονικού συνειδότος» έδωσε βήμα για τη διατύπωση σοβαρών
παρατηρήσεων σχετικά με την ορθή ερμηνεία των Κανόνων που αφορούν τις
σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τους μη Ορθόδοξους Χριστιανούς και
ειδικά με τους Αρχαίους Ανατολικούς (Προχαλκηδονίους) που εξακολουθούν
να απομονώνονται εκκλησιαστικά, παρά τις πράγματι μαρτυρικές συνθήκες
του ιστορικού τους βίου και τους φοβερούς διωγμούς που υφίστανται, όπως
με διαύγεια και θάρρος επεσήμανε στη συζήτηση που ακολούθησε ο Ομότιμος
Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών Χρήστος Βούλγαρης.
Όμως, η στάση που διεφάνη κατά τη
συζήτηση αυτή, δεν είναι η εικόνα που εκπέμπεται στο ευρύ κοινό από την
Ελλαδική Εκκλησία εντός αλλά και εκτός Ελλάδος. Η αποσταλείσα λίγο καιρό
πριν, στις 9 Ιανουάριου 2017, επιστολή του Μητροπολίτου Πειραιώς
Σεραφείμ προς τον Πατριάρχη των Κοπτών Tawadros (Θεόδωρο) Β'
μεταφρασμένη, μάλιστα, σε αραβικά και κοπτικά[1] είχε θέσει με θορυβώδη
τρόπο ζητήματα θεολογικά, εκκλησιολογικά και εκκλησιαστικών σχέσεων.
Τόσο το εύλογο ερώτημα, αν μπορεί επίσκοπος-μέλος μιας ευρύτερης
εκκλησιαστικής αρχής (της Εκκλησίας της Ελλάδος εν προκειμένω) να
απευθύνεται απευθείας στην κεφαλή μιας άλλης εκκλησιαστικής αρχής, όσο
και το υπό τον μανδύα χριστιανικής αγάπης «πνέον απειλής» ύφος προς
ανθρώπους που ομολογούν κι εκείνοι Χριστό («θα μετανοήσετε στον Αδη...»)
προφανώς έδωσε την αφορμή ένα τέτοιο κείμενο να αντιμετωπισθεί τότε με
μια σιωπή, που όμως καταλήγει να είναι υποτιμητική, απέναντι στην ουσία
των ζητημάτων που θίγει, πέρα από τη διαδικασία και το ύφος. Πάνω σ’
αυτά τα ζητήματα ουσίας θα ήθελα ως ακαδημαϊκός δάσκαλος υπεύθυνος για
την κατάρτιση μελλοντικών στελεχών της Εκκλησίας και ταυτόχρονα
διακονώντας μέσα από το αντικείμενο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας το
μάθημα της Ιστορίας των Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών να κοινοποιήσω
κάποιες σκέψεις σχολιάζοντας αυτή την επιστολή, σε συνέχεια της
πρόσφατης συζήτησης στη Μονή Πεντέλης.
1. Κατ' αρχάς ο συγγραφέας της επιστολής καταφέρεται με βαρείς χαρακτηρισμούς κατά του διμερούς Διαλόγου Ορθοδόξων-Αρχαίων Ανατολικών («Μονοφυσιτών») ισχυριζόμενος ότι οι Ορθόδοξοι στο διάλογο αυτό εμφορούνται «δυστυχώς άπό τό παναιρετικό πνεύμα τού διαχριστιανικοΰ καί διαθρησκειακοΰ συγκρητιστικοΰ /οικουμενισμοΰ»[2] και ότι εξαπατούν την άλλη πλευρά καλλιεργώντας τους την ιδέα ότι είναι κι αυτοί Εκκλησία. Ο Μητροπολίτης Πειραιώς δείχνει ή θέλει να αγνοεί ότι ο Διάλογος αυτός ξεκίνησε τη δεκαετία του 60 με εκπροσώπους από την πλευρά των Ορθοδόξων, θεολόγους όπως τον Ιωάννη Καρμίρη, τον Γεράσιμο Κονιδάρη, το Γεώργιο Φλωρόφσκυ, τον Jean Meyendorff, ή τον Ιωάννη Ρωμανίδη! Ο τελευταίος διετύπωσε εμφαντικά την πεποίθησή του ότι οι Αρχαίοι Ανατολικοί και ο Διόσκορος έχουν ορθόδοξη θεολογία![3] Οικουμενιστής και ο Ρωμανίδης, λοιπόν;
2. Ο συγγραφέας της επιστολής εξηγεί την άρνησή του να παρευρεθεί στην τελευταία επίσκεψη του Κόπτη Πατριάρχη στην Αθήνα και να αποδεχθεί ότι οι Κόπτες Χριστιανοί (όπως και οι υπόλοιποι Αρχαίοι Ανατολικοί) είναι Εκκλησία, κάνοντας μια στοιχειώδη περίληψη των αποφάσεων της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου για να πει ότι, ενώ ο Χριστολογικός Όρος της Συνόδου μιλά για τις δύο φύσεις του Χριστού ενωμένες «άσυγχύτως, άδιαιρέτως, άτρέπτως και άχωρίστως» παραμένοντας ακέραιες η κάθε μία κλπ., οι Μονοφυσίτες υπό τον Ευτυχή μιλούν για «δύο φύσεις προ τής ένώσεως» και για μία φύση «μετά την ενωσιν». Αξιολογεί αυτή τη διαφορά από την κακόδοξη ερμηνεία της φράσεως του Κυρίλλου Αλεξανδρείας «μία φύσις Θεού Λόγου σεσαρκωμένη», την οποία οι Ορθόδοξοι ερμήνευσαν ορθά με τους συγγραφείς του 6ου αιώνα[4]. Ο Μητροπολίτης Πειραιώς δείχνει ή θέλει να αγνοεί ότι η πρώτη Κοινή Δήλωση που συντάχθηκε από την κοινή επιτροπή Διαλόγου στις 20-24 Ιουνίου 1989 στη μονή Anba Bishoy στη Νιτρία (και όχι στο Σαμπεζύ), αποδέχεται πλήρως τα τέσσερα επιρρήματα της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, που προαναφέρθηκαν, και από τους Αρχαίους Ανατολικούς με άξονα τη θεολογία του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας και καταδικάζει τον Ευτυχιανισμό[5]. Στη δεύτερη Κοινή Δήλωση τον Σεπτέμβριο 1990 στο Σαμπεζύ δηλώνεται ότι υιοθετείται η ερμηνεία της φράσης του αγίου Κυρίλλου από τον ίδιο στις Επιστολές του προς τον Ιωάννη Αντιόχειας, Ακάκιο Μελιτηνής, Ευλόγιο και Σούκενσο κυρίως για το ότι οι δύο φύσεις του Χριστού διακρίνονται «τη θεωρία μόνη»[6]. Προς τι λοιπόν η δημιουργία εντυπώσεων με παραπομπές σε κείμενα και επαναλήψεις γνωστών παλαιών πολεμικών θέσεων που δεν αντιστοιχούν στην τωρινή πραγματικότητα;
3. Ο συγγραφέας της επιστολής επιχειρηματολογεί επί της πολεμικής κατά του Σεβήρου Αντιόχειας και του Διοσκόρου Αλεξανδρείας. Ειδικά για τον τελευταίο μας πληροφορεί ότι καταδικάσθηκε από την Δ' Οικουμενική Σύνοδο «επειδή κλήθηκε τρεις φορές και δεν προσηλθε. Άλλά, και αν προσερχόταν, πάλι θά καταδικαζόταν ώς αιρετικός, επειδή άρνούταν τήν Έκθεση Πίστεως τών Διαλλαγών»[7]. Επίσης, μας πληροφορεί ότι χρησιμοποιούσε τον όρο «εκ δύο φύσεων», αντί του ξεκάθαρα αντιμονοφυσιτικού «εν δύο φύσεσιν». Ο Μητροπολίτης Πειραιώς γνωρίζει προφανώς με κάποια μυστική έλλαμψη τι θα είχε συμβεί αν παρουσιαζόταν ο Διόσκορος στη Σύνοδο, ωστόσο το γεγονός παραμένει και δεν μπορεί ν' αλλάξει ότι το πρόσωπο αυτό καταδικάσθηκε επειδή δεν παρουσιάσθηκε στη Σύνοδο. Αν καταδικάζαμε με βάση υποθέσεις τού τι θα γινόταν, η ιστορία της Ορθοδοξίας θα ήταν πολύ διαφορετική. Όσον αφορά το «εκ δύο φύσεων» μπορεί μεν στη συγκυρία εκείνη ν’ απορριπτόταν, αλλά ο Μητροπολίτης Πειραιώς δεν πρέπει ν’ αγνοεί ότι χρησιμοποιήθηκε με ορθόδοξο πνεύμα και στον Τόμο της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου (680), που τονίζει την ύπαρξη διπλής ενέργειας «τών εξ ών εστί φύσεων και εν αις το είαι έχει (άρα και «εκ» και «εν») ώς ό θεσπέσιος εφησε Κύριλλος»[8], ενώ και ο Ορθόδοξος (Χαλκηδόνειος) Πατριάρχης Αλεξανδρείας Ευλόγιος (581-608) χρησιμοποίησε τη διατύπωση αυτή («ενωσις καθ’ υπόστασιν εκ δύο φύσεων») σε εγκύκλιό του που σώζεται στο λεγόμενο παλίμψηστο της Γκρόττα-Φερράτα[9]. Προς τι, λοιπόν, κι εδώ η δημιουργία εντυπώσεων;
4. Όσον αφορά την περίπτωση του Σεβήρου, κανείς δεν αρνείται ότι η αποτίμηση του έργου του είναι ένα δύσκολο εγχείρημα. Ο Μητροπολίτης Πειραιώς, όμως, βασίζεται στην μέθοδο σχετικής γραμματείας που προέρχεται κυρίως από την, αναντίρρητα σεβάσμια, Μονή Γρηγορίου του Αγίου Όρους, όπου τριχοτομείται και πολυπραγμονείται κάθε εξεταζόμενο χωρίο από τα έργα του για να βρεθεί κάθε κρυπτόμενη ή μελλοντική υπόνοια μονοφυσιτισμού [10], μέθοδος που επαναλαμβάνεται και στον σχολιασμό των σύγχρονων Κοινών Δηλώσεων και από το σύνολο της Ιεράς Κοινότητος στα μέσα της δεκαετίας του 90[11]. Ο Μητροπολίτης Πειραιώς αγνοεί ή θέλει να αγνοεί και τις αναλυτικές εμπεριστατωμένες απαντήσεις από τον Μακαριστό Ελβετίας, είτα Αδριανουπόλεως, Δαμασκηνό[12]). Αναρωτιέμαι αν ζηλώνει την δόξαν του αντιμεταρρυθμιστικού Καθολικισμού του 16ου αιώνα, για να αναβιώσει τον Index librorum prohibitorum και, γιατί όχι, και την Ιερά Εξέταση, κατακρίνοντας τους Ορθοδόξους επισκόπους και ακαδημαϊκούς θεολόγους που «Προωθώντας ...τό σχέδιο της παναιρέσεως του διαχριστιανικού οικουμενισμού γιά ψευδοένωση μέ τούς Μονοφυσίτες έχουν προβεί σέ απαράδεκτες και καταδικαστέες άπό ορθοδόξου πλευράς οικουμενιστικές ενέργειες, όπως ή συγγραφή διδακτορικών διατριβών, μέ τις όποίες συμπερανεται έσφαλμένως ότι ή χριστολογία τών Διοσκόρου και Σεβήρου είναι όρθόδοξη»[13]. Χωρίς να υπεισέλθω εδώ στην ουσία, δηλ. στα ίδια τα έργα των ιδίων των συγγραφέων (αυτό θα ήταν ανεδαφικό στο πλαίσιο ενός άρθρου), φρονώ ότι η δέουσα θεολογική απάντηση και στην κακόπιστη ανάδειξη των δυνητικά ύποπτων θέσεων ενός συγγραφέα, όσο κατεγνωσμένος κι αν θεωρείται, αλλά και στη φίμωση που επιχειρεί να μας επιβάλει εδώ η επισκοπική γραφίδα, είναι η απροκατάληπτη έρευνα αφ' ενός και η προσπάθεια ερμηνευτικής εναρμόνισης με την πίστη του συνόλου της Εκκλησίας και όχι το αντίθετο. Με την κακόπιστη αναγωγή κάθε φράσης ή διατύπωσης σε αίρεση, και πολλοί μεγάλοι γνωστοί θεολογικοί συγγραφείς της Εκκλησίας θα είχαν αφορισθεί: ποιος δεν γνωρίζει π.χ. τις μονοφυσιτίζουσες ή και δοκητίζουσες αποστροφές των Αρεοπαγιτικών έργων (πρβλ. το περίφημο «Χριστός άνθρώπων επέκεινα»), που όμως δεν εμπόδισαν τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή και τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά να οικοδομήσουν μέσα από τα έργα αυτά περίφημα κεφάλαια της ορθόδοξης διδασκαλίας;
5. Ο συγγραφέας της επιστολής υπερτονίζει τα πραγματικά προβλήματα (που είναι η διαχείριση της μνήμης των Διοσκόρου και Σεβήρου μετά την άρση των αναθεμάτων και η αποδοχή των υπολοίπων Οικουμενικών Συνόδων) με σκοπό να καταστήσει το χάσμα αγεφύρωτο. Αγνοεί, όμως, ή θέλει να αγνοεί ότι και η διαδικασία για την άρση των αναθεμάτων έχει περιγράφει προσφυώς και με ουσιαστικά κανονικά ερείσματα που ανοίγει το δρόμο και για λύσεις στο θέμα των προσώπων αυτών, από τον δάσκαλό μας Βλάσιο Φειδά[14], αλλά και ότι οι Αρχαίοι Ανατολικοί «άνταποκρίνονται θετικώς» στη διαβεβαίωση των Ορθοδόξων ότι οι επόμενες Οικουμενικές Σύνοδοι μετά την Γ' πρεσβεύουν την ίδια πίστη με των τριών πρώτων[15]. Δεν πρόκειται, βέβαια, για πλήρη αναγνώριση, αλλά η πολύ σημαντική πρόοδος που επιτεύχθηκε από μεγάλους θεολόγους, απειλείται τώρα από την αμετροεπή γραφίδα του συντάκτη της εν λόγω επιστολής.
6. Βεβαίως, ο συγγραφέας της επιστολής προσπαθεί να ενισχύσει την πολεμική του επιχειρηματολογία και με σύγχρονα τεκμήρια, επικαλούμενος βιβλίο του προηγούμενου Κόπτη Πατριάρχη Σενούνταπου υιοθετεί ρωμαιοκαθολικές σωτηριολογικές απόψεις περί ικανοποιήσεως θείας δικαιοσύνης, ή άρθρο του Δαμιέττης Bishoy που κατ' αυτόν υποτιμά την ανθρώπινη φύση του Κυρίου[16]. Όμως, πείθει ελάχιστα, πρώτα-πρώτα επειδή και ο ίδιος και το περιώνυμο γραφείο αιρέσεων της Μητροπόλεώς του ανακαλύπτει συχνά απείρως περισσότερες «αιρέσεις» και σε γραπτά πολλών σύγχρονων Ορθοδόξων Ελλήνων θεολόγων - ανακαλύψεις που συνήθως δείχνουν την αδυναμία των συνεργατών του να διαβάσουν και να κατανοήσουν πλήρως τις θέσεις και τα επιχειρήματα ενός κειμένου[17]. Δεύτερον, επειδή ιδιωτικά κείμενα, αποσπασματικά διαβασμένα, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν επίσημα κοινά κείμενα, επισήμων εκπροσώπων Εκκλησιών.
7. Ο συγγραφέας της επιστολής, όμως, διατυπώνει και άλλες απόψεις που αφορούν το σήμερα. Πρώτον ερμηνεύει τη γένεση της θρησκείας του Ισλάμ από το υπόστρωμα του Μονοφυσιτισμού, ως ένα είδος «καρπού» της αίρεσης: «Αν, Έσείς καί οι πατέρες σας, Εκλαμπρότατε, δέν στρεβλώνατε τήν Χριστολογία της Δ' Αγίας καί Οικουμενικης Συνόδου καί δέν αναπτύσατε τήν αίρεσή σας τοΰ Μονοφυσιτισμού δογματίζουσα τόν Θεόν ώς απρόσιτον καί μή ουσιαστικώς ένανθρωπίσαντα άφοΰ ό Χριστός δέν είχε ανθρώπινη θέλησι καί ενέργεια τόν 5ο αιώνα, ούτε καί ό ψευδοπροφήτης Μωάμεθ, δύο αίώνες μετά από Σάς, τόν 7ο δηλ. αιώνα, θά δανείζονταν τήν αιρετική διδασκαλία σας»[18]. Η άποψη αυτή είναι απλοϊκή και τελείως αντιεπιστημονική, και επιδιώκει να μας γυρίσει σε μια ηθικοπλαστική θεώρηση της ιστορίας. Ως εκ τούτου κάνει κακό στο ευαγγελικό έργο γενικά. Ο Μητροπολίτης Πειραιώς αγνοεί ή θέλει να αγνοεί, ότι κι αν ακόμα δώσουμε ιστορική βάση στις σποραδικές μαρτυρίες επαφών του Μωάμεθ με Χριστιανούς ασκητές (βεβαίως, κυρίως Νεστοριανούς και όχι Μονοφυσίτες) δεν υπάρχει τρόπος να περιορίσουμε την εμφάνιση του Ισλάμ σε μια τέτοια ιστορικογενετική σχέση. Υπάρχει ένας ολόκληρος ερευνητικός κόσμος με διαφοροποιημένες σχολές, τάσεις κλπ. που προσπαθεί να εξετάσει την εμφάνιση του Ισλάμ υπό δύσκολες συνθήκες, καθώς κριτική έκδοση του Κορανίου δεν υπάρχει και οι πρώτες ιστορικές ειδήσεις είναι ασαφείς. Ανατολιστές, γλωσσολόγοι, θρησκειολόγοι, κ.ά. που χρησιμοποιούν Συριακά για να ερμηνεύσουν δυσνόητα σημεία του Κορανίου ή ανθρωπολογικά εργαλεία για να εντάξουν το Ισλάμ σ’ ένα κύμα αποκαλυπτικών τάσεων στη Μ. Ανατολή σε όλες τις εκεί θρησκείες, αποτελούν ένα δείγμα μόνο από τη σύγχρονη συζήτηση γύρω από τα ζητήματα αυτά. Το να τα χρησιμοποιούμε σε μια λογική αφελούς διδακτισμού για να διατυπώσουμε την ανωτερότητα της πίστης μας, μας διασύρει απέναντι σε κάθε λογικό άνθρωπο του σήμερα.
8. Ακόμη χειρότερος είναι ο ισχυρισμός του συντάκτη της επιστολής ότι «ότι ό Αγιος Τριαδικός Θεός χρησιμοποιεί τό αλλόθρησκο Ισλάμ ώς έσχατο παιδαγωγικό μέσο τιμωρίας, εξαιτίας της αποστασίας απo τήν ’Ορθόδοξη πίστη, καί ώς αφύπνιση γιά τόν έγκεντρισμό στήν Ορθόδοξη Εκκλησία Του»[19]. Μια τέτοια μυθική κατανόηση της ιστορίας είναι κατ’ αρχάς καταστροφική για την κριτική σκέψη κάθε πιστού και προαγωγός ιδεολογικής χειραγώγησης από κάθε πλευρά, αφού αρκεί να σκεφτούμε ότι επαναλαμβάνει τα ίδια παλιά πολεμικά μοτίβα των Λατίνων συγγραφέων του 16ου και 17ου αιώνα εναντίον των Ορθοδόξων, που κατ' αυτούς δοκιμάζονταν από το Ισλάμ... εξαιτίας της αποστασίας τους από τη ρωμαϊκή έδρα, αλλά κατά καιρούς και από το ίδιο το Ισλάμ. Πολύ περισσότερο, όμως, στη σημερινή συγκυρία δείχνει να μην κατανοεί ο Μητροπολίτης Πειραιώς και πόσο επικίνδυνη είναι αυτή η άποψη, καθώς έτσι φθάνει να στηρίζει ιδεολογικά τις πράξεις βίας του ριζοσπαστικού Ισλάμ ως οργάνου του Θεού προς παιδαγωγία, στοχοποιώντας έτσι τους ήδη απηνώς διωκόμενους Ανατολικούς Χριστιανούς.
1. Κατ' αρχάς ο συγγραφέας της επιστολής καταφέρεται με βαρείς χαρακτηρισμούς κατά του διμερούς Διαλόγου Ορθοδόξων-Αρχαίων Ανατολικών («Μονοφυσιτών») ισχυριζόμενος ότι οι Ορθόδοξοι στο διάλογο αυτό εμφορούνται «δυστυχώς άπό τό παναιρετικό πνεύμα τού διαχριστιανικοΰ καί διαθρησκειακοΰ συγκρητιστικοΰ /οικουμενισμοΰ»[2] και ότι εξαπατούν την άλλη πλευρά καλλιεργώντας τους την ιδέα ότι είναι κι αυτοί Εκκλησία. Ο Μητροπολίτης Πειραιώς δείχνει ή θέλει να αγνοεί ότι ο Διάλογος αυτός ξεκίνησε τη δεκαετία του 60 με εκπροσώπους από την πλευρά των Ορθοδόξων, θεολόγους όπως τον Ιωάννη Καρμίρη, τον Γεράσιμο Κονιδάρη, το Γεώργιο Φλωρόφσκυ, τον Jean Meyendorff, ή τον Ιωάννη Ρωμανίδη! Ο τελευταίος διετύπωσε εμφαντικά την πεποίθησή του ότι οι Αρχαίοι Ανατολικοί και ο Διόσκορος έχουν ορθόδοξη θεολογία![3] Οικουμενιστής και ο Ρωμανίδης, λοιπόν;
2. Ο συγγραφέας της επιστολής εξηγεί την άρνησή του να παρευρεθεί στην τελευταία επίσκεψη του Κόπτη Πατριάρχη στην Αθήνα και να αποδεχθεί ότι οι Κόπτες Χριστιανοί (όπως και οι υπόλοιποι Αρχαίοι Ανατολικοί) είναι Εκκλησία, κάνοντας μια στοιχειώδη περίληψη των αποφάσεων της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου για να πει ότι, ενώ ο Χριστολογικός Όρος της Συνόδου μιλά για τις δύο φύσεις του Χριστού ενωμένες «άσυγχύτως, άδιαιρέτως, άτρέπτως και άχωρίστως» παραμένοντας ακέραιες η κάθε μία κλπ., οι Μονοφυσίτες υπό τον Ευτυχή μιλούν για «δύο φύσεις προ τής ένώσεως» και για μία φύση «μετά την ενωσιν». Αξιολογεί αυτή τη διαφορά από την κακόδοξη ερμηνεία της φράσεως του Κυρίλλου Αλεξανδρείας «μία φύσις Θεού Λόγου σεσαρκωμένη», την οποία οι Ορθόδοξοι ερμήνευσαν ορθά με τους συγγραφείς του 6ου αιώνα[4]. Ο Μητροπολίτης Πειραιώς δείχνει ή θέλει να αγνοεί ότι η πρώτη Κοινή Δήλωση που συντάχθηκε από την κοινή επιτροπή Διαλόγου στις 20-24 Ιουνίου 1989 στη μονή Anba Bishoy στη Νιτρία (και όχι στο Σαμπεζύ), αποδέχεται πλήρως τα τέσσερα επιρρήματα της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, που προαναφέρθηκαν, και από τους Αρχαίους Ανατολικούς με άξονα τη θεολογία του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας και καταδικάζει τον Ευτυχιανισμό[5]. Στη δεύτερη Κοινή Δήλωση τον Σεπτέμβριο 1990 στο Σαμπεζύ δηλώνεται ότι υιοθετείται η ερμηνεία της φράσης του αγίου Κυρίλλου από τον ίδιο στις Επιστολές του προς τον Ιωάννη Αντιόχειας, Ακάκιο Μελιτηνής, Ευλόγιο και Σούκενσο κυρίως για το ότι οι δύο φύσεις του Χριστού διακρίνονται «τη θεωρία μόνη»[6]. Προς τι λοιπόν η δημιουργία εντυπώσεων με παραπομπές σε κείμενα και επαναλήψεις γνωστών παλαιών πολεμικών θέσεων που δεν αντιστοιχούν στην τωρινή πραγματικότητα;
3. Ο συγγραφέας της επιστολής επιχειρηματολογεί επί της πολεμικής κατά του Σεβήρου Αντιόχειας και του Διοσκόρου Αλεξανδρείας. Ειδικά για τον τελευταίο μας πληροφορεί ότι καταδικάσθηκε από την Δ' Οικουμενική Σύνοδο «επειδή κλήθηκε τρεις φορές και δεν προσηλθε. Άλλά, και αν προσερχόταν, πάλι θά καταδικαζόταν ώς αιρετικός, επειδή άρνούταν τήν Έκθεση Πίστεως τών Διαλλαγών»[7]. Επίσης, μας πληροφορεί ότι χρησιμοποιούσε τον όρο «εκ δύο φύσεων», αντί του ξεκάθαρα αντιμονοφυσιτικού «εν δύο φύσεσιν». Ο Μητροπολίτης Πειραιώς γνωρίζει προφανώς με κάποια μυστική έλλαμψη τι θα είχε συμβεί αν παρουσιαζόταν ο Διόσκορος στη Σύνοδο, ωστόσο το γεγονός παραμένει και δεν μπορεί ν' αλλάξει ότι το πρόσωπο αυτό καταδικάσθηκε επειδή δεν παρουσιάσθηκε στη Σύνοδο. Αν καταδικάζαμε με βάση υποθέσεις τού τι θα γινόταν, η ιστορία της Ορθοδοξίας θα ήταν πολύ διαφορετική. Όσον αφορά το «εκ δύο φύσεων» μπορεί μεν στη συγκυρία εκείνη ν’ απορριπτόταν, αλλά ο Μητροπολίτης Πειραιώς δεν πρέπει ν’ αγνοεί ότι χρησιμοποιήθηκε με ορθόδοξο πνεύμα και στον Τόμο της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου (680), που τονίζει την ύπαρξη διπλής ενέργειας «τών εξ ών εστί φύσεων και εν αις το είαι έχει (άρα και «εκ» και «εν») ώς ό θεσπέσιος εφησε Κύριλλος»[8], ενώ και ο Ορθόδοξος (Χαλκηδόνειος) Πατριάρχης Αλεξανδρείας Ευλόγιος (581-608) χρησιμοποίησε τη διατύπωση αυτή («ενωσις καθ’ υπόστασιν εκ δύο φύσεων») σε εγκύκλιό του που σώζεται στο λεγόμενο παλίμψηστο της Γκρόττα-Φερράτα[9]. Προς τι, λοιπόν, κι εδώ η δημιουργία εντυπώσεων;
4. Όσον αφορά την περίπτωση του Σεβήρου, κανείς δεν αρνείται ότι η αποτίμηση του έργου του είναι ένα δύσκολο εγχείρημα. Ο Μητροπολίτης Πειραιώς, όμως, βασίζεται στην μέθοδο σχετικής γραμματείας που προέρχεται κυρίως από την, αναντίρρητα σεβάσμια, Μονή Γρηγορίου του Αγίου Όρους, όπου τριχοτομείται και πολυπραγμονείται κάθε εξεταζόμενο χωρίο από τα έργα του για να βρεθεί κάθε κρυπτόμενη ή μελλοντική υπόνοια μονοφυσιτισμού [10], μέθοδος που επαναλαμβάνεται και στον σχολιασμό των σύγχρονων Κοινών Δηλώσεων και από το σύνολο της Ιεράς Κοινότητος στα μέσα της δεκαετίας του 90[11]. Ο Μητροπολίτης Πειραιώς αγνοεί ή θέλει να αγνοεί και τις αναλυτικές εμπεριστατωμένες απαντήσεις από τον Μακαριστό Ελβετίας, είτα Αδριανουπόλεως, Δαμασκηνό[12]). Αναρωτιέμαι αν ζηλώνει την δόξαν του αντιμεταρρυθμιστικού Καθολικισμού του 16ου αιώνα, για να αναβιώσει τον Index librorum prohibitorum και, γιατί όχι, και την Ιερά Εξέταση, κατακρίνοντας τους Ορθοδόξους επισκόπους και ακαδημαϊκούς θεολόγους που «Προωθώντας ...τό σχέδιο της παναιρέσεως του διαχριστιανικού οικουμενισμού γιά ψευδοένωση μέ τούς Μονοφυσίτες έχουν προβεί σέ απαράδεκτες και καταδικαστέες άπό ορθοδόξου πλευράς οικουμενιστικές ενέργειες, όπως ή συγγραφή διδακτορικών διατριβών, μέ τις όποίες συμπερανεται έσφαλμένως ότι ή χριστολογία τών Διοσκόρου και Σεβήρου είναι όρθόδοξη»[13]. Χωρίς να υπεισέλθω εδώ στην ουσία, δηλ. στα ίδια τα έργα των ιδίων των συγγραφέων (αυτό θα ήταν ανεδαφικό στο πλαίσιο ενός άρθρου), φρονώ ότι η δέουσα θεολογική απάντηση και στην κακόπιστη ανάδειξη των δυνητικά ύποπτων θέσεων ενός συγγραφέα, όσο κατεγνωσμένος κι αν θεωρείται, αλλά και στη φίμωση που επιχειρεί να μας επιβάλει εδώ η επισκοπική γραφίδα, είναι η απροκατάληπτη έρευνα αφ' ενός και η προσπάθεια ερμηνευτικής εναρμόνισης με την πίστη του συνόλου της Εκκλησίας και όχι το αντίθετο. Με την κακόπιστη αναγωγή κάθε φράσης ή διατύπωσης σε αίρεση, και πολλοί μεγάλοι γνωστοί θεολογικοί συγγραφείς της Εκκλησίας θα είχαν αφορισθεί: ποιος δεν γνωρίζει π.χ. τις μονοφυσιτίζουσες ή και δοκητίζουσες αποστροφές των Αρεοπαγιτικών έργων (πρβλ. το περίφημο «Χριστός άνθρώπων επέκεινα»), που όμως δεν εμπόδισαν τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή και τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά να οικοδομήσουν μέσα από τα έργα αυτά περίφημα κεφάλαια της ορθόδοξης διδασκαλίας;
5. Ο συγγραφέας της επιστολής υπερτονίζει τα πραγματικά προβλήματα (που είναι η διαχείριση της μνήμης των Διοσκόρου και Σεβήρου μετά την άρση των αναθεμάτων και η αποδοχή των υπολοίπων Οικουμενικών Συνόδων) με σκοπό να καταστήσει το χάσμα αγεφύρωτο. Αγνοεί, όμως, ή θέλει να αγνοεί ότι και η διαδικασία για την άρση των αναθεμάτων έχει περιγράφει προσφυώς και με ουσιαστικά κανονικά ερείσματα που ανοίγει το δρόμο και για λύσεις στο θέμα των προσώπων αυτών, από τον δάσκαλό μας Βλάσιο Φειδά[14], αλλά και ότι οι Αρχαίοι Ανατολικοί «άνταποκρίνονται θετικώς» στη διαβεβαίωση των Ορθοδόξων ότι οι επόμενες Οικουμενικές Σύνοδοι μετά την Γ' πρεσβεύουν την ίδια πίστη με των τριών πρώτων[15]. Δεν πρόκειται, βέβαια, για πλήρη αναγνώριση, αλλά η πολύ σημαντική πρόοδος που επιτεύχθηκε από μεγάλους θεολόγους, απειλείται τώρα από την αμετροεπή γραφίδα του συντάκτη της εν λόγω επιστολής.
6. Βεβαίως, ο συγγραφέας της επιστολής προσπαθεί να ενισχύσει την πολεμική του επιχειρηματολογία και με σύγχρονα τεκμήρια, επικαλούμενος βιβλίο του προηγούμενου Κόπτη Πατριάρχη Σενούνταπου υιοθετεί ρωμαιοκαθολικές σωτηριολογικές απόψεις περί ικανοποιήσεως θείας δικαιοσύνης, ή άρθρο του Δαμιέττης Bishoy που κατ' αυτόν υποτιμά την ανθρώπινη φύση του Κυρίου[16]. Όμως, πείθει ελάχιστα, πρώτα-πρώτα επειδή και ο ίδιος και το περιώνυμο γραφείο αιρέσεων της Μητροπόλεώς του ανακαλύπτει συχνά απείρως περισσότερες «αιρέσεις» και σε γραπτά πολλών σύγχρονων Ορθοδόξων Ελλήνων θεολόγων - ανακαλύψεις που συνήθως δείχνουν την αδυναμία των συνεργατών του να διαβάσουν και να κατανοήσουν πλήρως τις θέσεις και τα επιχειρήματα ενός κειμένου[17]. Δεύτερον, επειδή ιδιωτικά κείμενα, αποσπασματικά διαβασμένα, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν επίσημα κοινά κείμενα, επισήμων εκπροσώπων Εκκλησιών.
7. Ο συγγραφέας της επιστολής, όμως, διατυπώνει και άλλες απόψεις που αφορούν το σήμερα. Πρώτον ερμηνεύει τη γένεση της θρησκείας του Ισλάμ από το υπόστρωμα του Μονοφυσιτισμού, ως ένα είδος «καρπού» της αίρεσης: «Αν, Έσείς καί οι πατέρες σας, Εκλαμπρότατε, δέν στρεβλώνατε τήν Χριστολογία της Δ' Αγίας καί Οικουμενικης Συνόδου καί δέν αναπτύσατε τήν αίρεσή σας τοΰ Μονοφυσιτισμού δογματίζουσα τόν Θεόν ώς απρόσιτον καί μή ουσιαστικώς ένανθρωπίσαντα άφοΰ ό Χριστός δέν είχε ανθρώπινη θέλησι καί ενέργεια τόν 5ο αιώνα, ούτε καί ό ψευδοπροφήτης Μωάμεθ, δύο αίώνες μετά από Σάς, τόν 7ο δηλ. αιώνα, θά δανείζονταν τήν αιρετική διδασκαλία σας»[18]. Η άποψη αυτή είναι απλοϊκή και τελείως αντιεπιστημονική, και επιδιώκει να μας γυρίσει σε μια ηθικοπλαστική θεώρηση της ιστορίας. Ως εκ τούτου κάνει κακό στο ευαγγελικό έργο γενικά. Ο Μητροπολίτης Πειραιώς αγνοεί ή θέλει να αγνοεί, ότι κι αν ακόμα δώσουμε ιστορική βάση στις σποραδικές μαρτυρίες επαφών του Μωάμεθ με Χριστιανούς ασκητές (βεβαίως, κυρίως Νεστοριανούς και όχι Μονοφυσίτες) δεν υπάρχει τρόπος να περιορίσουμε την εμφάνιση του Ισλάμ σε μια τέτοια ιστορικογενετική σχέση. Υπάρχει ένας ολόκληρος ερευνητικός κόσμος με διαφοροποιημένες σχολές, τάσεις κλπ. που προσπαθεί να εξετάσει την εμφάνιση του Ισλάμ υπό δύσκολες συνθήκες, καθώς κριτική έκδοση του Κορανίου δεν υπάρχει και οι πρώτες ιστορικές ειδήσεις είναι ασαφείς. Ανατολιστές, γλωσσολόγοι, θρησκειολόγοι, κ.ά. που χρησιμοποιούν Συριακά για να ερμηνεύσουν δυσνόητα σημεία του Κορανίου ή ανθρωπολογικά εργαλεία για να εντάξουν το Ισλάμ σ’ ένα κύμα αποκαλυπτικών τάσεων στη Μ. Ανατολή σε όλες τις εκεί θρησκείες, αποτελούν ένα δείγμα μόνο από τη σύγχρονη συζήτηση γύρω από τα ζητήματα αυτά. Το να τα χρησιμοποιούμε σε μια λογική αφελούς διδακτισμού για να διατυπώσουμε την ανωτερότητα της πίστης μας, μας διασύρει απέναντι σε κάθε λογικό άνθρωπο του σήμερα.
8. Ακόμη χειρότερος είναι ο ισχυρισμός του συντάκτη της επιστολής ότι «ότι ό Αγιος Τριαδικός Θεός χρησιμοποιεί τό αλλόθρησκο Ισλάμ ώς έσχατο παιδαγωγικό μέσο τιμωρίας, εξαιτίας της αποστασίας απo τήν ’Ορθόδοξη πίστη, καί ώς αφύπνιση γιά τόν έγκεντρισμό στήν Ορθόδοξη Εκκλησία Του»[19]. Μια τέτοια μυθική κατανόηση της ιστορίας είναι κατ’ αρχάς καταστροφική για την κριτική σκέψη κάθε πιστού και προαγωγός ιδεολογικής χειραγώγησης από κάθε πλευρά, αφού αρκεί να σκεφτούμε ότι επαναλαμβάνει τα ίδια παλιά πολεμικά μοτίβα των Λατίνων συγγραφέων του 16ου και 17ου αιώνα εναντίον των Ορθοδόξων, που κατ' αυτούς δοκιμάζονταν από το Ισλάμ... εξαιτίας της αποστασίας τους από τη ρωμαϊκή έδρα, αλλά κατά καιρούς και από το ίδιο το Ισλάμ. Πολύ περισσότερο, όμως, στη σημερινή συγκυρία δείχνει να μην κατανοεί ο Μητροπολίτης Πειραιώς και πόσο επικίνδυνη είναι αυτή η άποψη, καθώς έτσι φθάνει να στηρίζει ιδεολογικά τις πράξεις βίας του ριζοσπαστικού Ισλάμ ως οργάνου του Θεού προς παιδαγωγία, στοχοποιώντας έτσι τους ήδη απηνώς διωκόμενους Ανατολικούς Χριστιανούς.
Απ' όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι
επικαλούμενος την αγάπη ο Μητροπολίτης Πειραιώς με την επιστολή αυτή
δίνει την εντύπωση να έχει στόχο όχι να απευθυνθεί στον «απέναντι», αλλά
να περιχαρακώσει ακόμη περισσότερο ένα φοβισμένο και ζαλισμένο «δικό
του» ακροατήριο ευσεβών ανθρώπων, που εκφράζονται μέσα από προτροπές
όπως «νά άναγνωρίσετε καί νά ομολογήσετε όλες τίς πλάνες, αιρέσεις καί
καινοτομίες, τις όποιες είσήγαγαν, άπό άρχής οι κατά καιρούς άρχηγοί
σας, άποσχισθέντες άπό τήν Ορθόδοξη Εκκλησία, νά μετανοήσετε, νά κλάψετε
πικρώς, νά ταπεινωθείτε, νά κατηχηθείτε καί νά βαπτισθεΐτε ορθόδοξα καί
τότε θά είστε άποδεκτός»[20].Μια τέτοια προσπάθεια για συσπείρωση του
ορθοδοξομανούς ακροατηρίου αγνοεί και την ίδια την Πενθέκτη Οικουμενική
Σύνοδο που ορίζει ρητά για την επιστροφή των Νεστοριανών, Ευτυχιανών και
Σεβηριανών στον 95ο Κανόνα της ότι θα γίνονται δεκτοί με λίβελλο (με
ομολογία πίστεως δηλαδή) χωρίς να απαιτείται βάπτισμα, ούτε καν
χρίσμα[21]! Από έναν συγγραφέα που κόπτεται για την κανονική ακρίβεια
αναδύεται τελικά ένας λόγος πολωτικός, που αγνοεί τη μελέτη του
Ευαγγελίου, την ελπίδα στη φιλανθρωπία του κρίνοντος Κυρίου, τη
θεολογική σπουδή, την άσκηση, αλλά αναδεύει τις χειρότερες φοβίες του
ταλαιπωρημένου και σαστισμένου Χριστιανού οδηγώντας τον στη θρησκοληψία,
την περιχαράκωση, τη μισαλλοδοξία.
Όμως, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν αποτελείται μόνο από τον Μητροπολίτη Πειραιώς. Δεν μπορώ να μην συγκρίνω την παραπάνω εικόνα με μια προσωπικότητα που βρέθηκε στον αντίποδα αυτού του ύφους και ήθους, δηλαδή τον Μακαριστό Μητροπολίτη Νικοπόλεως και Πρεβέζης κυρο Μελέτιο, που συμμετείχε κι ο ίδιος στους θεολογικούς διαλόγους με τη ματιά του στοχαστικού και ασκητικού ποιμένα λογικών και όχι άλογων προβάτων. Θα είναι ένας πραγματικός φόρος τιμής σ’ εκείνον, αν κλείσουμε αυτό το κείμενο προσπαθώντας να βρούμε ένα θετικό στην επιστολή Σεραφείμ, κι αυτό είναι η ευκαιρία που μας δίνει να συνεχίσουμε από κει που σταμάτησε και να ολοκληρώσουμε τον Θεολογικό Διάλογο με τους Αρχαίους Ανατολικούς πάνω στο θεολογικό οικοδόμημα που έστησαν οι προηγούμενοι, όπως εθίγη και στην πρόσφατη σύσκεψη του ιερού Φωτίου, που προαναφέρθηκε. Μια πρωτοβουλία που θα κινούσε τα πράγματα θα ήταν η αναγνώριση και από τους Ορθοδόξους του μαρτυρίου των πρόσφατα δολοφονηθέντων Κοπτών Χριστιανών στη Λιβύη. Αλλωστε οι ίδιοι οι Κόπτες έχουν ήδη ένα ομόλογο προηγούμενο, ανακηρύσσοντας τον «δικό μας» Πατριάρχη Αλεξανδρείας Ιωάννη Ελεήμονα μετά την κοίμησή του το 619 και άγιο της Κοπτικής Εκκλησίας[22], ενώ την ίδια εποχή υπήρχε ήδη και Κόπτης Πατριάρχης. Ο λόγος ήταν η φιλανθρωπία του που εκτεινόταν σε όλα τα θύματα των περσικών επιθέσεων και τους πρόσφυγες, όχι μόνο στους Ορθόδοξους. Αυτή η πραγματική φιλανθρωπία είναι, ας μην το ξεχνάμε, το κριτήριο σωτηρίας κατά τη μέλλουσα κρίση και είναι καιρός να δούμε την πραγματική εικόνα των Κοπτών και άλλων Ανατολικών Χριστιανών στη Μέση Ανατολή και όχι την κατασκευασμένη από τα είδωλα του φόβου και του μίσους που μας στέλνουν στον Αδη για να μετανοήσουμε.
Δημήτριος Ν. Μόσχος, επίκουρος καθηγητής Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Τμήματος Θεολογίας Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Όμως, η Εκκλησία της Ελλάδος δεν αποτελείται μόνο από τον Μητροπολίτη Πειραιώς. Δεν μπορώ να μην συγκρίνω την παραπάνω εικόνα με μια προσωπικότητα που βρέθηκε στον αντίποδα αυτού του ύφους και ήθους, δηλαδή τον Μακαριστό Μητροπολίτη Νικοπόλεως και Πρεβέζης κυρο Μελέτιο, που συμμετείχε κι ο ίδιος στους θεολογικούς διαλόγους με τη ματιά του στοχαστικού και ασκητικού ποιμένα λογικών και όχι άλογων προβάτων. Θα είναι ένας πραγματικός φόρος τιμής σ’ εκείνον, αν κλείσουμε αυτό το κείμενο προσπαθώντας να βρούμε ένα θετικό στην επιστολή Σεραφείμ, κι αυτό είναι η ευκαιρία που μας δίνει να συνεχίσουμε από κει που σταμάτησε και να ολοκληρώσουμε τον Θεολογικό Διάλογο με τους Αρχαίους Ανατολικούς πάνω στο θεολογικό οικοδόμημα που έστησαν οι προηγούμενοι, όπως εθίγη και στην πρόσφατη σύσκεψη του ιερού Φωτίου, που προαναφέρθηκε. Μια πρωτοβουλία που θα κινούσε τα πράγματα θα ήταν η αναγνώριση και από τους Ορθοδόξους του μαρτυρίου των πρόσφατα δολοφονηθέντων Κοπτών Χριστιανών στη Λιβύη. Αλλωστε οι ίδιοι οι Κόπτες έχουν ήδη ένα ομόλογο προηγούμενο, ανακηρύσσοντας τον «δικό μας» Πατριάρχη Αλεξανδρείας Ιωάννη Ελεήμονα μετά την κοίμησή του το 619 και άγιο της Κοπτικής Εκκλησίας[22], ενώ την ίδια εποχή υπήρχε ήδη και Κόπτης Πατριάρχης. Ο λόγος ήταν η φιλανθρωπία του που εκτεινόταν σε όλα τα θύματα των περσικών επιθέσεων και τους πρόσφυγες, όχι μόνο στους Ορθόδοξους. Αυτή η πραγματική φιλανθρωπία είναι, ας μην το ξεχνάμε, το κριτήριο σωτηρίας κατά τη μέλλουσα κρίση και είναι καιρός να δούμε την πραγματική εικόνα των Κοπτών και άλλων Ανατολικών Χριστιανών στη Μέση Ανατολή και όχι την κατασκευασμένη από τα είδωλα του φόβου και του μίσους που μας στέλνουν στον Αδη για να μετανοήσουμε.
Δημήτριος Ν. Μόσχος, επίκουρος καθηγητής Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Τμήματος Θεολογίας Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
[1] Βλ. την ιστοσελίδα της I. Μ.
Πειραιώς στο
https://imp.gr/2012-03-27-20-22-23/1127-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BB%CE%AE-%CF%80%CF%81
%CF%8C%CF%82-%CF%84%CF%8C%CE%BD-%CE%BA%CF%8C%CF%80%CF%84%CE%B7-%CF%80%CE%B1
%CF%84%CF%81 %CE%B9%CE%AC%CF%81 %CF%87%CE%B7-%CE%B8
%CE%B5%CF%8C%CE%B4%CF%89%CF%81%CE%BF-%CF%84%CF%8C%CE%BD-%CE%B2.html
(https://imp.gr/2012-03-27-20-22-23/1127-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84
%CE%BF%CEo/oBBo/oCE%AE-%CF%80%CF%81%CFo/o8C%CF%82-%CF%84%CF%8C%CE%BD-%CE%BA°/oCF%8C%CF%80%CF%84%CE%B7-%CF%80%CE%B1
%CF%84%CF%81 %CE%B9
%CE%AC%CF%81%CF%87%CE%B7-%CE%B8%CE%B5%CF%8C%CE%B4%CF%89%CF%81
%CE%BF-%CF%84%CF%8C%CE%BD-%CE%B2.html). Οι παραπομπές θα γίνονται σε
στίχους.
[2] Επιστολή, στ. 18-20.
[3] J. Romanides, Leo of Rome's support of Theodoret, Dioscorus of Alexandria’s support of Eutyches and the lifting of the Anathemas, Θεολογία 65/3 (1994) 479. Είναι θλιβερό πόσο «λησμονούν» τη βασική αυτή γραμμή της σκέψης του π. I. Ρωμανίδη και άλλοι σημερινοί «πρόμαχοι» της θεολογίας του.
[4] Επιστολή, στ. 80-117.
[5] Όλο το κείμενο στο Επίσκεψις, 422 (1.7.1989), ο. 6-8.
[6] Όλο το κείμενο στο Επίσκεψις, 446 (1.10.1990), ο. 19-22.
[7] Επιστολή, στ. 120-123
[8] Βλ. π.χ. Β. Γιαννόπουλου, Οικουμενικές Σύνοδοι και η διδασκαλία τους Αθήνα 1996, ο. 81.
[9] Βλ. A. Camplani, Coptic fragments from a festal Letter of the late sixth century (John Rylands Library, Coptic suppl. N. 47-48): Damian or Eulogius στο Immerzeel, M./ van der Vliet J. (επιμ.), Proceedings of the Seventh International Congress of Coptic Studies Leiden 2000, Louvain u.a. 2004, o. 317-327.
[10] Διόσκορος καί Σεβήρος'oi Άντιχ^κηδόνιοι αίρεσιάρχαι. Κριτική δύο διδακτορικών διατριβών, εκδ. 'I. Μ. Όσιου Γρηγορίου, ΆγιονΌρος 2003.
[11] Είναι οί Άντιχαλκηδόνειοι ορθόδοξοι; Κείμενα τής Ίερας Κοινότητος του Άγιου Όρους καί άλλων αγιορειτών Πατέρων περί του διαλόγου Ορθοδόξων καί Άντιχαλκηδονίων (Μονοφυσιτών), εκδ. Ί. Μ. Όσιου Γρηγορίου, ΆγιονΌρος 1995
[12] Δαμασκηνού Παπανδρέου, 0 Θεολογικός Διάλογος της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Ανατολικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Σκέψεις και προοπτικοί, Επίσκεψις 516 (31.3.1995) και νέα απάντηση στο γενικό ανακοινωθέν της Ιεράς Κοινότητος στο Επίσκεψις 521 (31.8.1995) 7-18.
[13] Επιστολή στ. 211-216.
[2] Επιστολή, στ. 18-20.
[3] J. Romanides, Leo of Rome's support of Theodoret, Dioscorus of Alexandria’s support of Eutyches and the lifting of the Anathemas, Θεολογία 65/3 (1994) 479. Είναι θλιβερό πόσο «λησμονούν» τη βασική αυτή γραμμή της σκέψης του π. I. Ρωμανίδη και άλλοι σημερινοί «πρόμαχοι» της θεολογίας του.
[4] Επιστολή, στ. 80-117.
[5] Όλο το κείμενο στο Επίσκεψις, 422 (1.7.1989), ο. 6-8.
[6] Όλο το κείμενο στο Επίσκεψις, 446 (1.10.1990), ο. 19-22.
[7] Επιστολή, στ. 120-123
[8] Βλ. π.χ. Β. Γιαννόπουλου, Οικουμενικές Σύνοδοι και η διδασκαλία τους Αθήνα 1996, ο. 81.
[9] Βλ. A. Camplani, Coptic fragments from a festal Letter of the late sixth century (John Rylands Library, Coptic suppl. N. 47-48): Damian or Eulogius στο Immerzeel, M./ van der Vliet J. (επιμ.), Proceedings of the Seventh International Congress of Coptic Studies Leiden 2000, Louvain u.a. 2004, o. 317-327.
[10] Διόσκορος καί Σεβήρος'oi Άντιχ^κηδόνιοι αίρεσιάρχαι. Κριτική δύο διδακτορικών διατριβών, εκδ. 'I. Μ. Όσιου Γρηγορίου, ΆγιονΌρος 2003.
[11] Είναι οί Άντιχαλκηδόνειοι ορθόδοξοι; Κείμενα τής Ίερας Κοινότητος του Άγιου Όρους καί άλλων αγιορειτών Πατέρων περί του διαλόγου Ορθοδόξων καί Άντιχαλκηδονίων (Μονοφυσιτών), εκδ. Ί. Μ. Όσιου Γρηγορίου, ΆγιονΌρος 1995
[12] Δαμασκηνού Παπανδρέου, 0 Θεολογικός Διάλογος της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Ανατολικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Σκέψεις και προοπτικοί, Επίσκεψις 516 (31.3.1995) και νέα απάντηση στο γενικό ανακοινωθέν της Ιεράς Κοινότητος στο Επίσκεψις 521 (31.8.1995) 7-18.
[13] Επιστολή στ. 211-216.
[14] Βλ. Φειδά, Αρμόδια εκκλησιαστική
αρχή δια την άρσιν των αναθεμάτων και προϋποθέσεις αποκαταστάσεως της
εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας και Αρχαίων
Ανατολικών, Αθήναι 1994.
[15] Β’ Κοινή Δήλωση, σημ. 8, Επίσκεψις 446 (1.10.1990), ο. 19. Σύμφωνα με τα γραφόμενά του υπεύθυνος για το άρθρο αυτό είναι ο ίδιος π. I. Ρωμανίδης. Βλ. επιστολή του το 1990 στον τότε Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ στο http://www.romanity.org /htm/rom.e.20.orthodoksoi_kai_anatolikoi.01.htm
[16] Επιστολή στ. 140-184.
[17] Βλ. π.χ. τις κατηγορίες που απηύθυναν κατά θέσεων του γνωστού θεολόγου Θ. Παπαθανασίου και την κριτική που δέχθηκαν στο http://panagiotisandriopoulos.blogspot.gr /2014/06/blog-post_6.html.
[18] Επιστολή, στ. 245-249.
[19] Επιστολή, στ. 255-257.
[20] Επιστολή, ο. 331-334.
[21] Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος, Κανών 95: Γ. Α. Ράλλη - Μ. Ποτλή Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων, Αθήνησιν 1852, τ. Β', ο. 530-531.
[22] W.H.C. Frend, The rise of the Monophysite Movement, Cambridge 1972, o. 340.
[15] Β’ Κοινή Δήλωση, σημ. 8, Επίσκεψις 446 (1.10.1990), ο. 19. Σύμφωνα με τα γραφόμενά του υπεύθυνος για το άρθρο αυτό είναι ο ίδιος π. I. Ρωμανίδης. Βλ. επιστολή του το 1990 στον τότε Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ στο http://www.romanity.org /htm/rom.e.20.orthodoksoi_kai_anatolikoi.01.htm
[16] Επιστολή στ. 140-184.
[17] Βλ. π.χ. τις κατηγορίες που απηύθυναν κατά θέσεων του γνωστού θεολόγου Θ. Παπαθανασίου και την κριτική που δέχθηκαν στο http://panagiotisandriopoulos.blogspot.gr /2014/06/blog-post_6.html.
[18] Επιστολή, στ. 245-249.
[19] Επιστολή, στ. 255-257.
[20] Επιστολή, ο. 331-334.
[21] Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος, Κανών 95: Γ. Α. Ράλλη - Μ. Ποτλή Σύνταγμα Θείων και Ιερών Κανόνων, Αθήνησιν 1852, τ. Β', ο. 530-531.
[22] W.H.C. Frend, The rise of the Monophysite Movement, Cambridge 1972, o. 340.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου