Παρασκευή 24 Μαΐου 2019

"Τό πνευματικό ὑπόβαθρο τοῦ μακεδονικοῦ ἀγῶνος καί οἱ σύγχρονες ἐξελίξεις" κ. Κων/νου Χολέβα



Ἀπόσπασμα τῆς ὁμιλίας τοῦ κ. Κων/νου Χολέβα, Πολιτικοῦ Ἐπιστήμονα,
"Τό πνευματικό ὑπόβαθρο τοῦ μακεδονικοῦ ἀγῶνος καί οἱ σύγχρονες ἐξελίξεις"
στό Δημαρχεῖο Ἀμαρουσίου τήν 21η Ὀκτωβρίου 2018 ἐπί τῇ εὐκαιρίᾳ τῆς ἐκδηλώσεως τῆς ΕΣΤΙΑΣ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ
¨γιά τήν Μακεδονία μας¨.

 (Ἡ ἐκδήλωση ἄνοιξε μέ τροπάρια ἀπό τή χορωδία «Ἐν Ψαλτηρίῳ» τῆς Βυζαντινῆς Σχολῆς ¨Σχολεῖο Ψαλτικῆς¨ ὑπό τήν διεύθυνση τῶν Κωννου Φωτοπούλου καί Κωννου Μπουσδέκη. Ἀκολούθησε θεατρική παράσταση ἀπό μαθητές τοῦ 5ου Γυμνασίου Ἀμαρουσίου ὑπό τήν ἐποπτεία τῆς ἐκπ/κοῦ κ. Εὐανθίας Στεφάνου καί πλαισιώθηκε τέλος μέ σχετικά παραδοσιακά τραγούδια ἀπό τήν Ἑλένη Δαμανάκη, τήν ὁποία συνόδευσαν δάσκαλοι τοῦ ¨Σχολείου Ψαλτικῆς¨, Ἀντώνης Καλλιούρης στό κλαρίνο καί Κυριάκος Ταπάκης στό λαοῦτο).

Ὁ μακεδονικός ἀγώνας εἶναι ἀγώνας ὅλου τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ κατά τοῦ Τούρκου, κατά τοῦ Βουλγάρου, κατά τοῦ ἐθνικισμοῦ, κατά τῆς ἐξαρχίας, κατά τῶν κομιτατζήδων.

Τά ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα καταδικάζουν τόν ἐθνοφυλετισμό.

«...Κάθε χρόνο στίς 7 Ἰουνίου ἄς γονατίζουμε καί ἐμεῖς νοερά μπροστά στήν καρυδιά πού κράτησε τά ἄψυχα σώματα τῶν δύο ἡρώων. Ὁ Ἄγρας ὡς ἐθελοντής πού ἦλθε ἀπό τήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα γιά νά μεταδώσει τήν στρατιωτική ἐμπειρία του. Ὁ Μίγγας ὡς ἐντόπιος πού ἀγωνίσθηκε γιά τήν ἑλληνικότητα τῆς Μακεδονίας ἔστω κι ἄν διάφορες ἱστορικές περιπέτειες τόν εἶχαν ἀναγκάσει νά χρησιμοποιεῖ ἕνα ἑλληνοσλαβικό γλωσσικό ἰδίωμα.

Ἄς δώσουμε στά παιδιά μας νά ξαναδιαβάσουν τό βιβλίο «Στά μυστικά τοῦ Βάλτου». Ἄς τούς μιλήσουμε γιά τήν Ἱστορία μας, ἡ ὁποία σήμερα διαστρεβλώνεται καί ἀφελληνίζεται. Ἄς βοηθήσουμε τή νέα γενιά νά καταλάβει γιατί ἀρνούμαστε νά παραχωρήσουμε στά Σκόπια τό ὄνομα τῆς Μακεδονίας. Καί ἄς προσευχηθοῦμε στόν Ἅγιο Δημήτριο νά φυλάττει πάντοτε τή Βόρειο Ἑλλάδα ἀπό κάθε ἐπιβουλή.

Ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί θέλουμε νά ζοῦμε εἰρηνικά μέ ὅλους τούς γείτονες καί μέ ὅλους τούς λαούς τῆς Ὑφηλίου. Θέλουμε νά ἀξιοποιήσουμε τήν κληρονομιά τῶν Θεσσαλονικέων Ἁγίων Κυρίλλου καί Μεθοδίου, πού μᾶς συνδέει μέ τούς Ὀρθοδόξους τῶν Βαλκανίων καί τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Αὐτό, ὅμως, δέν σημαίνει ὅτι θά λησμονήσουμε τούς ἥρωες καί τούς Ἐθνομάρτυρες. Δέν θά δεχθοῦμε νά σβήσουμε ὁλόκληρα κεφάλαια τῆς Ἱστορίας μας γιά νά ὑπηρετηθοῦν πρόσκαιρες σκοπιμότητες. Ὁ Καπετάν Ἄγρας τῶν παιδικῶν μας χρόνων ἄς μᾶς καθοδηγεῖ καί τώρα πού μεγαλώσαμε. Στήν ἐποχή τῆς πνευματικῆς καί οἰκονομικῆς πτωχεύσεως τέτοιες ἁγνές μορφές μᾶς θυμίζουν τό χρέος μας πρός τήν Πατρίδα.

...

...Αὐτή ἡ συμφωνία τῶν Πρεσπῶν προσβάλλει τήν Ἱστορία μας καί τήν ἐθνική μας ἀξιοπρέπεια. Περιφρονώντας τό αἷμα χιλιάδων Ἑλλήνων πού ἀγωνίσθηκαν γιά τήν ἑλληνικότητα τῆς Μακεδονίας καί ἀγνοώντας τή βούληση τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν Ἑλλήνων, ἡ κυβέρνηση παραχωρεῖ ὄνομα, ταυτότητα, γλῶσσα στούς Σκοπιανούς. Ἕνα πολυεθνικό κράτος, τοῦ ὁποίου ὁ Πρωθυπουργός ἔχει δηλώσει ὅτι εἶναι ἀλβανικῆς καταγωγῆς καί ἕνας πρώην Πρωθυπουργός δηλώνει Βούλγαρος, ἀποκτᾶ μέ ἑλληνική ὑπογραφή - ὅ μή γένοιτο- τό δικαίωμα νά ἐμφανίζεται διεθνῶς ὡς τό κράτος τῶν Μακεδόνων.

...Ὅσο θά ὑπάρχει ὁ προσδιορισμός Βόρεια θά δίδεται ἡ ἐντύπωση ὅτι κάποια στιγμή πρέπει νά ἑνωθεῖ μέ τή Νότια Μακεδονία...

Ἡ σημερινή γλῶσσα τῶν Σκοπίων εἶναι μεῖγμα σερβικῶν καί βουλγαρικῶν. Καμία σχέση μέ τόν μακεδονικό πολιτισμό....

                Καλλιεργεῖται τό ἔδαφος γιά τόν ἀναγεννώμενο βουλγαρικό ἐθνικισμό....

                Παραμένει ἀμφίβολο ἄν θά μποροῦν τά ἑλληνικά προϊόντα νά ὀνομάζονται μακεδονικά (πχ κρασιά).

...

Τόν Αὔγουστο 1944 στό μοναστήρι τοῦ Προχόρ Πιτσίνσκι ὁ ἡγέτης τῶν ἀριστερῶν Παρτιζάνων (ἀντιστασιακῶν) τῆς Γιουγκοσλαβίας, ὁ Κροάτης Τίτο, ἀποφασίζει τήν ἵδρυση τῆς Λαϊκῆς (μετέπειτα Σοσιαλιστικῆς) Δημοκρατίας τῆς «Μακεδονίας» μέσα στά ὅρια τῆς νέας κομμουνιστικῆς Γιουγκοσλαβίας. Σκέφθηκε πονηρά ὅτι μέ αὐτό τό ὄνομα θά διεκδικεῖ ἐδάφη καί «μειονότητες» ἀπό τήν Ἑλλάδα καί τή Βουλγαρία. Ἡ ἐπίσημη γραμμή τοῦ Τίτο εἶναι ὅτι ἡ «Μακεδονία» του Βαρδάρη μέ ἕδρα τά Σκόπια, πρέπει νά ἀπελευθερώσει τή Μακεδονία του Αἰγαίου ἀπό τήν Ἑλλάδα καί τή Μακεδονία του Πιρίν ἀπό τή Βουλγαρία.

Μέ ἐντολή τοῦ Τίτο κατασκευάσθηκε «Μακεδονική» Ἀκαδημία Ἐπιστημῶν, «Μακεδονική» γλῶσσα μέ ἀνάμιξη βουλγαρικῶν καί σερβικῶν στοιχείων, «Μακεδονική» Ἱστορία γιά νά κατακλυσθοῦν οἱ βιβλιοθῆκες ἀνά τόν κόσμο καί... «Μακεδονική» Ἐκκλησία. Μάλιστα! Πρώτη φορά στήν ἱστορία εἴδαμε ἕναν ἄθεο κομμουνιστή   νά ἱδρύει ...Ἐκκλησία.

Τό 1958 ὁ Τίτο ὑποχρέωσε τρεῖς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους ἀπό τήν περιοχή Σκοπίων νά ἀποσχισθοῦν ἀντικανονικῶς ἀπό τό Πατριαρχεῖο Σερβίας. Τό 1967 πάλι ὁ Τίτο τούς ὤθησε νά ἀνακηρύξουν τήν Αὐτοκεφαλία τους μέ τόν τίτλο «Μακεδονική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία». Οὔτε τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, οὔτε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, οὔτε ὁποιαδήποτε ἄλλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τούς ἀνεγνώρισε. Πρό μιᾶς δεκαετίας μία ὁμάδα μετριοπαθῶν Σκοπιανῶν ἐπανῆλθε ὑπό τό Πατριαρχεῖο Σερβίας καί ἀκολουθεῖ σήμερα τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀχρίδος καί Μητροπολίτη Σκοπίων Ἰωάννη. Ὅσοι Ἐπίσκοποι παραμένουν δέσμιοι τοῦ «μακεδονισμοῦ» καί στηρίζονται ἀπό τό κράτος ἀποφάσισαν τόν Νοέμβριο τοῦ 2017 νά ζητήσουν προστασία ἀπό τή Βουλγαρική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Δέν πρέπει σήμερα, ὅταν ἔχουν πλέον καταρρεύσει τά κομμουνιστικά καθεστῶτα, νά νομιμοποιήσουμε μέ τήν ὑπογραφή μας τό τεχνητό «μακεδονικό» ἔθνος πού κατασκεύασε ὁ Τίτο. Γι’ αὐτό θά πρέπει μέ κάθε τρόπο νά ἀποφύγουμε τήν παραχώρηση τοῦ ὅρου Μακεδονία στήν ὀνομασία τοῦ γειτονικοῦ μας κράτους. Οὔτε ὄνομα οὔτε ταυτότητα οὔτε γλῶσσα οὔτε ἐθνότητα. Δέν παραχωροῦμε ἀπολύτως τίποτα!

Ἡ ἐξέγερση τῶν Μακεδόνων ἐπικεφαλῆς εἶχε τόν κλῆρο.

Ὅ Ἕλληνας ὅταν ἔχει σκοπό τήν Μεγάλη Ἰδέα τῆς ἑνωμένης Ἑλλάδος, συντονίζεται, ὀργανώνεται.

Ἡ Ἑλλάδα τότε, τήν ἐποχή τῶν Μακεδονομάχων βρισκόταν σέ χειρότερη κατάσταση ἀπό σήμερα ( Τρόϊκα, Μνημόνια...). Εἶχε ὅμως πνευματικό έκκλησιαστικό ὑπόβαθρο καί θριάμβευσε. Λεφτά δέν ὑπῆρχαν, μόνο οἱ ἐθνικοί εὐεργέτες. Ὑπῆρχε ὅμως ἑλληνορθόδοξη παράδοση καί παιδεία, ἐκτίμηση τῆς προσφορᾶς τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, Χριστός, ἀγάπη στήν πατρίδα, καί αἴσθηση τῆς ἱστορικῆς συνέχειας.

Χριστός καί ψυχή χρειάζονται. Προσευχή ἀπ’τήν ἀρχή ὡς τό τέλος.

Τό προοίμιο τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος ¨Εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος¨ εἶναι ἡ ψυχή τοῦ Ἕλληνα.

Τί μέ διώκεις; σκληρόν σοι πρός κέντρα λακτίζειν»

Ἡρακλῆ Ρεράκη,
Καθηγητῆ Παιδαγωγικῆς–Χριστιανικῆς Παιδαγωγικῆς
τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ

[ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ" ΣΤΙΣ 10-04-2018]
Ἡ ἀπαξίωση καί ἀλλοίωση τῶν προτύπων, τῶν ἀρετῶν τῶν ἀρχῶν, τῶν ἀξιῶν καί τῶν νοημάτων τῶν Ἑλλήνων, πού γίνεται ἰδιαίτερα αἰσθητή κατά τά τελευταῖα χρόνια, μέ πρωταγωνιστές ἐκείνους πού, ἐκ τῆς θέσεως ἤ τοῦ ρόλου τους, εἶναι ταγμένοι γιά νά τά διαφυλάττουν, νά τά ὑπερασπίζουν καί νά τά καλλιεργοῦν ὡς πολιτισμικούς θησαυρούς τῆς πατρίδας μας, δημιουργεῖ δικαιολογημένες ἀνησυχίες στό μεγάλο κομμάτι τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, πού κρατάει σταθερά τίς πατροπαράδοτες Θερμοπύλες τοῦ γένους.
Αὐτή ἡ ἀλλοίωση καί παραμόρφωση, στήν οὐσία, στοχεύει στή φθορά καί στόν ἀφανισμό τῶν ἠθικοκοινωνικῶν πνευματικῶν καί χριστιανικῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐκεῖνος, πού στεγάζει στούς κόλπους του ὅλα τά διδακτικά στοιχεῖα τῆς κληρονομιᾶς τοῦ γένους, πού ἀξίζει καί μποροῦν νά μετατραποῦν σέ ζωή καί συμπεριφορά ἀπό τή σύγχρονη γενιά.
Δυστυχῶς, οἱ ἐχθροί τῆς παραδόσεως εἶναι τρεῖς: Ἀπό τή μία πλευρά, εἶναι ἡ Νέα Τάξη, πού εἰσβάλλει, μέ τά γνωστά ὁμογενοποιητικά της σχέδια στή χώρα μας, ἔχοντας ὡς ἀποδομητικούς στόχους, κάποιες δῆθεν προοδευτικές καί ἐκσυγχρονιστικές ἰδέες καί φιλοσοφίες, ὅπως εἶναι ἐκεῖνες τῆς νεωτερικότητας καί τῆς μετανεωτερικότητας.
Ἀπό τήν ἄλλη, εἶναι ἡ ἀλλόκοτη βούληση τῆς πολιτικῆς ἡγεσίας καί τῶν κυβερνώντων, πού κατευθύνεται ἤ πιέζεται, συνήθως, γιά πολιτικούς, ἰδεολογικούς  ἤ οἰκονομικούς λόγους, ἀπό ἐξωτερικούς ἤ ἐσωτερικούς παράγοντες. 
Ἡ τρίτη κατηγορία εἶναι ἡ μερίδα ἐκείνων, πού, ὄχι μόνον δέν ἀντιδροῦν καί δέν ὑπερασπίζονται τά πολιτισμικά μας πρότυπα, ἀλλά, ἀντίθετα, συνδράμουν, εἴτε μέ τήν ἀδράνεια καί τήν ἀνοχή τους εἴτε μέ τήν συνδρομή τους, στήν κατασκευή τῆς κατάλληλης ἀφηγηματικῆς νομιμοποιητικῆς βάσης πού νά μπορεῖ νά ὑπερασπίζεται, προπαγανδιστικά, τήν πολιτισμική ἀλλοίωση καί νά μετατρέπει τό ψέμα σέ ἀλήθεια καί τό σκότος σέ φῶς.
Ὡς παράδειγμα, μνημονεύουμε τήν δῆθεν ἐπιστημονική - ἱστορική ἐπιχειρηματολογία, πού πρόθυμα προσφέρθηκε ὡς ἀφήγημα στήν ἐξουσία τόν τελευταῖο καιρό, ἀπό κάποιους, γιά νά στηρίξει ἐκείνη μέ τή σειρά της, τό ἐθνικό, κατά τή γνώμη μας, ἔγκλημα παραχωρήσεως στούς βόρειους γείτονές μας τῆς  Μακεδονικῆς ἐθνότητας, γλώσσας καί φυσικά τοῦ ὀνόματος τῆς Μακεδονίας καί τῶν Μακεδόνων καί ὅ, τι ἄλλο πρόκειται νά ἀκολουθήσει, μέ βάση τή συμφωνία –κόλαφος- σέ βάρος τῆς Ἑλλάδος καί τῶν κατοίκων τῆς Μακεδονίας μας.
Ἕνα δεύτερο παράδειγμα εἶναι ἡ περίεργη δράση ὁρισμένων κληρικῶν καί λαϊκῶν, πού ἀνήκουν στήν κατηγορία τῶν θεωρούμενων «πνευματικῶν» ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι, ὅμως, μέ τήν «πνευματική» τους αὐθεντία προσφέρουν στούς ἀποδομητές τῆς ἐξουσίας, ἀφενός στήριξη καί, ἀφετέρου, τό ἀπαιτούμενο «θεολογικό» ὁπλοστάσιο. 
Πῶς ἀλλιῶς, ἄλλωστε, μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει κάποιος τό γεγονός ὅτι, γιά τό πολύ σημαντικό καί πρώτιστο σέ σπουδαιότητα θέμα τῆς χριστιανικῆς παιδείας, πού σχετίζεται, ἄμεσα, μέ τήν πολιτισμική συνέχεια τοῦ τόπου μας, ἡ ὡς ἄνω ὁμάδα στηρίζει τό κυβερνόν κόμμα καί τό Ὑπουργεῖο Παιδείας στήν παράνομη, ἀντισυνταγματική καί ἀντορθόδοξη ἐπιβολή ἑνός νέου Προγράμματος καί βιβλίων θρησκευτικῶν, πού ἐπιβάλλουν ἕνα μάθημα πολυθρησκειακό, πού, ἀποδεδειγμένα, μέ τή σύγχυση καί τόν συγκρητισμό ποῦ ἐπιφέρει, ἐπιδιώκει τήν ἀλλαξοπιστία τῶν ὀρθοδόξων μαθητῶν τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου;
Ὅμως τόσο οἱ προσπάθειες ὅσο καί οἱ συμμαχίες πού κάνουν ὅλοι οἱ προηγούμενοι, δέν μπόρεσαν, δέν μποροῦν, οὔτε θά μπορέσουν, νά πετύχουν τή συντριβή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας, πού εἶναι μία καί μοναδική, δηλαδή, ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός.
Εἶναι πολύ σημαντικό νά κατανοηθεῖ ἡ φράση πού εἶπε ὁ Ἰησοῦς Χριστός στόν Ἀπόστολο Παῦλο, λίγο πρίν τή μεταστροφή του στή Χριστιανική πίστη: «Σαούλ, Σαούλ, τί μέ διώκεις; σκληρόν σοι πρός κέντρα λακτίζειν» (Σαούλ, Τί μέ καταδιώκεις; Εἶναι σκληρό γιά σένα νά κλωτσᾶς στά καρφιά) (Πράξ 26, 14).  Οἱ προσπάθειες πού γίνονται, ἀπό ὁρισμένους, νά πολεμηθεῖ ὁ Χριστός, ἡ μοναδική Ἀλήθεια τοῦ κόσμου, εἴτε μέ ἰδεοληψίες εἴτε μέ νομικές παρεμβάσεις καί ἀλλαγές, εἴτε μέ συμμαχίες πού πραγματοποιοῦνται μέ τίς δυνάμεις καί τίς ἐξουσίες τοῦ κόσμου τούτου, ἀποτελοῦν διωκτικούς ἀγῶνες τοῦ σκότους  ἐναντίον τοῦ φωτός, τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων καί ἐξουσιῶν ἐναντίον τοῦ Θεανθρώπου, πού, μέσω τῆς ἔσχατης καί μέχρι Σταυροῦ ταπεινώσεως καί Θυσίας Του, νίκησε καί νικᾶ τό σκότος τό ὁποῖο προσπαθεῖ, ἄν καί μάταια, νά σβήσει τό αἰώνιο Φῶς τῆς Ἀλήθειας, πού ἔλαμψε καί φωτίζει τόν κόσμο διά τῆς Ἁγίας Ἀναστάσεώς Του.
Στήν ἐποχή μας, Συνέδρια, Ἡμερίδες,  Συμπόσια, ψευτοδιδάσκαλοι, ἀκαδημαϊκά ἱδρύματα, «σπουδαῖα» ὀνόματα, μέ τίτλους  ἱερατικούς, ἀρχιερατικούς ἤ ἀκαδημαϊκούς, δυνάμεις καί ἐξουσίες, «ἐπιστήμονες»  μέ περγαμηνές, στρατευμένοι συγγραφεῖς, μέ ἐπιστημονικοφανῆ ἤ θεολογικοφανῆ ἐπιχειρήματα, ἔχουν ἐπιστρατευθεῖ γιά νά νικήσουν ἤ νά ἀλλοιώσουν τό Φῶς καί τήν Ἀλήθεια, πού ἔφερε ὁ Ἰησοῦς στόν κόσμο, ἀλλά οὐδείς καί τίποτα, ἕως τώρα, μπόρεσε νά νικήσει.
Στό παρελθόν, ἐπίσης,  πολλοί ἐπιχείρησαν καί πειραματίστηκαν νά στήσουν, διά τῆς κρατικῆς βίας καί αὐθαιρεσίας καί μέσα ἀπό ψεύτικες ἰδεοληψίες, πολιτισμούς μακράν καί ἐναντίον τοῦ Θεανθρώπου! Ὅμως, ὅλοι ἀπέτυχαν οἰκτρά, εἴτε στή φιλελεύθερη Δύση εἴτε στήν (κομμουνιστική) Ἀνατολή.
Ἱστορικό παράδειγμα ἀποτελεῖ, στά τέλη τοῦ 20οῦ αἰώνα, ἡ μαρτυρία τοῦ τότε ἀρχηγοῦ τοῦ Κομμουνιστικοῦ Κόμματος τῆς Ρωσίας Γ. Ζιουγκάνωφ. Σέ μία, παρόμοια μέ ἐκείνη τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη παραδοχή ὅτι ἡ Θεία Δύναμη δέν νικιέται ἀπό τήν ἀνθρώπινη,  ὁ Ζιουγκάνωφ καταδίκασε ἀπερίφραστα, τούς διωγμούς κατά τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐπί τῶν ἡμερῶν τῆς παντοδυναμίας τοῦ «ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ», λέγοντας ὅτι «Ἦταν μεγάλο λάθος τῶν προκατόχων μου, ἐπί ΕΣΣΔ, ὅταν ἦρθαν σέ ἀντίθεση μέ τή Ρωσική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἐδίωκαν τούς πιστούς της». Ὁμολόγησε ἐπίσης ὅτι: «Τό κόμμα μας πιστεύει στίς ἀρχές τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἔχει ἰδεολογικό ἀρχηγό του τόν Ἰησοῦ Χριστό» (Ἐφημ. “ΤΑ ΝΕΑ" 11/12/98).
Ὅσο γιά τούς σύμμαχους καί συνοδοιπόρους τῆς σύγχρονης Χριστομάχου ἐξουσίας, κυρίως ἐκείνους, μέ τίς θεολογικές περγαμηνές καί τούς θεολογικούς συλλόγους, ποῦ, προσχηματικά, συνασπίσθηκαν γιά νά ἀναμορφώσουν τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν, τελικά τί κατάφεραν; Νά τό παραμορφώσουν καί νά τό ἐκτρέψουν ἀπό τόν σκοπό καί τόν προσανατολισμό του, μέ ἀποτέλεσμα νά δηλητηριάζουν, μέ τά πολυθεϊστικά τους Προγράμματα καί Βιβλία, ἀπό τό 2016 καί μετά, τίς ἀθῶες ψυχές τῶν ὀρθοδόξων μαθητῶν.
Νά θυμίσουμε αὐτά πού ἔγραφε ὁ Φώτης Κόντογλου γι’ αὐτές τίς περιπτώσεις: «Αὐτοί οἱ ἐπιστημονικοί θεολόγοι καί νεορθόδοξοι καταξεράνανε μέ τήν ἄπιστη σοφία τούς τό δροσόφυλλο δέντρο τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ… Ἀφήσανε τά ἡφαίστεια τῆς Ὀρθοδοξίας, πού πυρπολήσανε τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων καί πήγανε στά παγόβουνα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί τῆς ἀπιστίας, γιά νά φέρουνε σ’ ἐμᾶς, πού μας ἔθρεψε ἐπί αἰῶνες τό μάνα τῆς παράδοσης, τήν ψύχρα τῆς πονηρῆς γνώσης… Τόσο ἀφιονισθήκανε, πού διαφημίζουνε πώς φέρνουνε μία εὐρωπαϊκή Ὀρθοδοξία, μαζί μέ τά εὐρωπαϊκά σπίτια καί τά εὐρωπαϊκά προϊόντα… Ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ, πού μας ἔφερε τήν ἀλήθεια ἁπλή καί καθαρή  καί πού γλύτωσε τήν ἀνθρώπινη ψυχή ἀπό τήν πολύπλοκη καί μπερδεμένη ψευτιά τῆς γνώσης, ἔπεσε πάλι στά πονηρά συστήματα ἐκείνων, γιά τούς ὁποίους εἶπε ὁ Χριστός πώς εἶναι κλέφτες καί ληστές, πού ληστεύουνε τίς ψυχές. Αὐτοί δέν μπαίνουνε στήν αὐλή τῶν προβάτων ἀπό τή θύρα, δηλαδή ἀπό τό Εὐαγγέλιο, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, ἀλλά πηδᾶνε ἀπάνω ἀπό τή μάντρα καί παρουσιάζονται, σάν ποιμένες, ἐνῶ εἶναι ληστές καί κλέφτες… Εἶναι τοῦτοι οἱ λαοπλάνοι, πού ἔρχονται ἀπό τά Πανεπιστήμια τῆς ἀπιστίας, βαστώντας στά χέρια τούς διπλώματα καί πιστοποιητικά τῆς θεολογίας… καί χαλᾶνε, μέ τήν πονηρή διδασκαλία τους, τά ἁπλοϊκά πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, λέγοντάς τους πώς ἡ ἱερή παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας τήν ἐμποδίζει νά συγχρονισθεῖ… Καί θέλουνε νά ξεγελάσουνε τά ἀθώα πρόβατα πού ζοῦνε τήν πατροπαράδοτη εὐσέβεια καί πού γνωρίζουνε καλά τόν Χριστό καί Ἐκεῖνος τά γνωρίζει».
Ὅμως, ὅπως ἐπιβεβαιώνει καί ὁ Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Ἔτσι συνέβαινε πάντα στήν Ἱστορία: Πάντοτε οἱ προσπάθειες τοῦ ἑνός ἤ τοῦ ἄλλου χριστιανομάχου ἐκμηδενίζονται, διαλύονται σάν καπνός. Σκληρόν σοί πρός κέντρα λακτίζειν. Ὤ, πόσο μάταιη καί χαμένη εἶναι κάθε μάχη ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ!».
Η απαξίωση και αλλοίωση των προτύπων, των αρετών των αρχών, των αξιών και των νοημάτων των Ελλήνων, που γίνεται ιδιαίτερα αισθητή κατά τα τελευταία χρόνια, με πρωταγωνιστές εκείνους που, εκ της θέσεως ή του ρόλου τους, είναι ταγμένοι για να τα διαφυλάττουν, να τα υπερασπίζουν και να τα καλλιεργούν ως πολιτισμικούς θησαυρούς της πατρίδας μας, δημιουργεί δικαιολογημένες ανησυχίες στο μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού, που κρατάει σταθερά τις πατροπαράδοτες Θερμοπύλες του γένους.
Αυτή η αλλοίωση και παραμόρφωση, στην ουσία, στοχεύει στη φθορά και στον αφανισμό των ηθικοκοινωνικών πνευματικών και χριστιανικών χαρακτηριστικών του ελληνικού πολιτισμού, ο οποίος είναι εκείνος, που στεγάζει στους κόλπους του όλα τα διδακτικά στοιχεία της κληρονομιάς του γένους, που αξίζει και μπορούν να μετατραπούν σε ζωή και συμπεριφορά από τη σύγχρονη γενιά.
Δυστυχώς, οι εχθροί της παραδόσεως είναι τρεις: Από τη μια πλευρά, είναι η Νέα Τάξη, που εισβάλλει, με τα γνωστά ομογενοποιητικά της σχέδια, στη χώρα μας έχοντας ως αποδομητικούς στόχους, κάποιες δήθεν προοδευτικές και εκσυγχρονιστικές ιδέες και φιλοσοφίες, όπως είναι εκείνες της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας. 
Από την άλλη, είναι η αλλόκοτη βούληση της πολιτικής ηγεσίας και των κυβερνώντων, που κατευθύνεται ή πιέζεται, συνήθως, για πολιτικούς, ιδεολογικούς  ή οικονομικούς λόγους, από εξωτερικούς ή εσωτερικούς παράγοντες.  
Η Τρίτη κατηγορία είναι η μερίδα εκείνων, που, όχι μόνον δεν αντιδρούν και δεν υπερασπίζονται τα πολιτισμικά μας πρότυπα, αλλά, αντίθετα, συνδράμουν, είτε με την αδράνειά και την ανοχή τους είτε με την συνδρομή τους, στην κατασκευή της κατάλληλης αφηγηματικής νομιμοποιητικής βάσης που να μπορεί να υπερασπίζεται, προπαγανδιστικά, την πολιτισμική αλλοίωση και να μετατρέπει το ψέμα σε αλήθεια και το σκότος σε φως.
Ως παράδειγμα, μνημονεύουμε την δήθεν επιστημονική - ιστορική επιχειρηματολογία, που πρόθυμα προσφέρθηκε, ως αφήγημα, στη εξουσία τον τελευταίο καιρό, από κάποιους, για να στηρίξει εκείνη, με τη σειρά της, το εθνικό, κατά τη γνώμη μας, έγκλημα παραχωρήσεως στους βόρειους γείτονές μας, της  Μακεδονικής εθνότητας, γλώσσας και φυσικά του ονόματος της Μακεδονίας και των Μακεδόνων και ό, τι άλλο πρόκειται να ακολουθήσει, με βάση τη συμφωνία –κόλαφος- σε βάρος της Ελλάδος και των κατοίκων της Μακεδονίας μας.
Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι η περίεργη δράση ορισμένων κληρικών και λαϊκών, που ανήκουν στην κατηγορία των θεωρούμενων «πνευματικών» ανθρώπων, οι οποίοι, όμως, με την «πνευματική» τους αυθεντία προσφέρουν στους αποδομητές της εξουσίας, αφενός στήριξη και, αφετέρου, το απαιτούμενο «θεολογικό» οπλοστάσιο.  
Πώς αλλιώς, άλλωστε, μπορεί να ερμηνεύσει κάποιος το γεγονός ότι, για το πολύ σημαντικό και πρώτιστο σε σπουδαιότητα θέμα της χριστιανικής παιδείας, που σχετίζεται, άμεσα, με την πολιτισμική συνέχεια του τόπου μας, η ως άνω ομάδα στηρίζει το κυβερνόν κόμμα και το Υπουργείο Παιδείας στην παράνομη, αντισυνταγματική και αντορθόδοξη επιβολή ενός νέου Προγράμματος και βιβλίων θρησκευτικών, που επιβάλλουν ένα μάθημα πολυθρησκειακό, που, αποδεδειγμένα, με τη σύγχυση και τον συγκρητισμό που επιφέρει, επιδιώκει την αλλαξοπιστία των ορθοδόξων μαθητών του ελληνικού σχολείου;
Όμως τόσο οι προσπάθειες όσο και οι συμμαχίες που κάνουν όλοι οι προηγούμενοι, δεν μπόρεσαν, δεν μπορούν, ούτε θα μπορέσουν, να πετύχουν τη συντριβή της εκκλησιαστικής αλήθειας, που είναι μία και μοναδική, δηλαδή, ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός.
Είναι πολύ σημαντικό να κατανοηθεί η φράση που είπε ο Ιησούς Χριστός στον Απ. Παύλο, λίγο πριν τη μεταστροφή του στη Χριστιανική πίστη: «Σαούλ, Σαούλ, τι με διώκεις; σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν» (Σαούλ, Τι με καταδιώκεις; Είναι σκληρό για σένα να κλωτσάς στα καρφιά) (Πράξ 26, 14).  Οι προσπάθειες που γίνονται, από ορισμένους, να πολεμηθεί ο Χριστός, η μοναδική Αλήθεια του κόσμου, είτε με ιδεοληψίες είτε με νομικές παρεμβάσεις και αλλαγές, είτε με συμμαχίες που πραγματοποιούνται με τις δυνάμεις και τις εξουσίες του κόσμου τούτου, αποτελούν διωκτικούς αγώνες του σκότους  εναντίον του φωτός, των δαιμονικών δυνάμεων και εξουσιών εναντίον του Θεανθρώπου, που, μέσω της έσχατης και μέχρι Σταυρού ταπεινώσεως και Θυσίας Του, νίκησε και νικά το σκότος το οποίο προσπαθεί, αν και μάταια, να σβήσει το αιώνιο Φως της Αλήθειας, που έλαμψε και φωτίζει τον κόσμο διά της Αγίας Αναστάσεώς Του.
Στην εποχή μας, Συνέδρια, Ημερίδες,  Συμπόσια, ψευτοδιδάσκαλοι, ακαδημαϊκά ιδρύματα, «σπουδαία» ονόματα, με τίτλους  ιερατικούς, αρχιερατικούς ή ακαδημαϊκούς, δυνάμεις και εξουσίες, «επιστήμονες»  με περγαμηνές, στρατευμένοι συγγραφείς, με επιστημονικοφανή ή θεολογικοφανή επιχειρήματα, έχουν επιστρατευθεί για να νικήσουν ή να αλλοιώσουν το Φως και την Αλήθεια, που έφερε ο Ιησούς στον κόσμο, αλλά ουδείς και τίποτα, έως τώρα, μπόρεσε να νικήσει.
Στο παρελθόν, επίσης,  πολλοί επιχείρησαν και πειραματίστηκαν να στήσουν, διά της κρατικής βίας και αυθαιρεσίας και μέσα από ψεύτικες ιδεοληψίες, πολιτισμούς μακράν και εναντίον του Θεανθρώπου! Όμως, όλοι απέτυχαν οικτρά, είτε στη φιλελεύθερη Δύση είτε στην (κομμουνιστική) Ανατολή.
Ιστορικό παράδειγμα αποτελεί, στα τέλη του 20ού αιώνα, η μαρτυρία του τότε αρχηγού του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσίας Γ. Ζιουγκάνωφ. Σε μια, παρόμοια με εκείνη του Ιουλιανού του Παραβάτη παραδοχή ότι η Θεία Δύναμη δεν νικιέται από την ανθρώπινη,  ο Ζιουγκάνωφ καταδίκασε, απερίφραστα, τους διωγμούς κατά της Ορθοδοξίας, επί των ημερών της παντοδυναμίας του «υπαρκτού σοσιαλισμού», λέγοντας ότι «Ήταν μεγάλο λάθος των προκατόχων μου, επί ΕΣΣΔ, όταν ήρθαν σε αντίθεση με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και εδίωκαν τους πιστούς της». Ομολόγησε, επίσης ότι: «Το κόμμα μας πιστεύει στις αρχές της Ορθοδοξίας και έχει ιδεολογικό αρχηγό του τον Ιησού Χριστό» (Εφημ. “ΤΑ ΝΕΑ" 11/12/98).
Όσο για τους σύμμαχους και συνοδοιπόρους της σύγχρονης Χριστομάχου εξουσίας, κυρίως εκείνους, με τις θεολογικές περγαμηνές και τους θεολογικούς συλλόγους, που, προσχηματικά, συνασπίσθηκαν για να αναμορφώσουν το μάθημα των θρησκευτικών, τελικά τι κατάφεραν; Να το παραμορφώσουν και να το εκτρέψουν από τον σκοπό και τον προσανατολισμό του, με αποτέλεσμα να δηλητηριάζουν, με τα πολυθεϊστικά τους Προγράμματα και Βιβλία, από το 2016 και μετά, τις αθώες ψυχές των ορθοδόξων μαθητών.
Να θυμίσουμε αυτά που έγραφε ο Φώτης Κόντογλου γι’ αυτές τις περιπτώσεις: «Αυτοί οι επιστημονικοί θεολόγοι και νεορθόδοξοι καταξεράνανε με την άπιστη σοφία τους το δροσόφυλλο δέντρο της πίστεως του Χριστού… Αφήσανε τα ηφαίστεια της Ορθοδοξίας, που πυρπολήσανε τις ψυχές των ανθρώπων και πήγανε στα παγόβουνα του ορθολογισμού και της απιστίας, για να φέρουνε σ’ εμάς, που μας έθρεψε επί αιώνες το μάνα της παράδοσης, την ψύχρα της πονηρής γνώσης… Τόσο αφιονισθήκανε, που διαφημίζουνε πως φέρνουνε μια ευρωπαϊκή Ορθοδοξία, μαζί με τα ευρωπαϊκά σπίτια και τα ευρωπαϊκά προϊόντα… Η πίστη του Χριστού, που μας έφερε την αλήθεια απλή και καθαρή  και που γλύτωσε την ανθρώπινη ψυχή από την πολύπλοκη και μπερδεμένη ψευτιά της γνώσης, έπεσε πάλι στα πονηρά συστήματα εκείνων, για τους οποίους είπε ο Χριστός πως είναι κλέφτες και ληστές, που ληστεύουνε τις ψυχές. Αυτοί δεν μπαίνουνε στην αυλή των προβάτων από τη θύρα, δηλαδή από το Ευαγγέλιο, όπως είπε ο Χριστός, αλλά πηδάνε απάνω από τη μάντρα και παρουσιάζονται, σαν ποιμένες, ενώ είναι ληστές και κλέφτες… Είναι τούτοι οι λαοπλάνοι, που έρχονται από τα Πανεπιστήμια της απιστίας, βαστώντας στα χέρια τους διπλώματα και πιστοποιητικά της θεολογίας… και χαλάνε, με την πονηρή διδασκαλία τους, τα απλοϊκά πρόβατα του Χριστού, λέγοντάς τους πως η ιερή παράδοση της Εκκλησίας μας την εμποδίζει να συγχρονισθεί… Και θέλουνε να ξεγελάσουνε τα αθώα πρόβατα που ζούνε την πατροπαράδοτη ευσέβεια και που γνωρίζουνε καλά τον Χριστό και Εκείνος τα γνωρίζει».
Όμως, όπως επιβεβαιώνει και ο Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Έτσι συνέβαινε πάντα στην Ιστορία: Πάντοτε οι προσπάθειες του ενός ή του άλλου χριστιανομάχου εκμηδενίζονται, διαλύονται σαν καπνός. Σκληρόν σοι προς κέντρα λακτίζειν. Ω, πόσο μάταιη και χαμένη είναι κάθε μάχη εναντίον του Χριστού!».

Πέμπτη 23 Μαΐου 2019

Τι είναι αυτό που καθιστά την ορθοδοξία μοναδική;

Ερωτήσεις - Απαντήσεις » 
Ας δούμε κάποια ιστορικά στοιχεία και μια σύντομη αναδρομή του Χριστιανισμού:
Ιστορικά στοιχεία.
Η ιστορία του Ιουδαϊσμού αρχίζει από τον Πατριάρχη Αβραάμ, ο οποίος γύρω στο 1750 π.Χ. ύστερα από υπόδειξη του Θεού, στον οποίο ήταν πιστός, εγκατέλειψε το πολυθεϊστικό περιβάλλον της Μεσοποταμίας και εγκαταστάθηκε στη Γη Χαναάν. Από τον Αβραάμ προήλθε ο λαός του Ισραήλ, ο οποίος μετανάστευσε στην Αίγυπτο και τον οποίο ανέλαβε να επαναφέρει στη γη των προγόνων του ο Μωϋσής το 1220 π.Χ. Ο λαός του Ισραήλ μετά τον 6. αιώνα π.Χ. περιορίστηκε στη φυλή του Ιούδα, από την οποία πήρε και το όνομα του ο Ιουδαϊσμός.
Διδασκαλία του Ιουδαϊσμού.
Σταθμός στη διαμόρφωση της Ιουδαϊκής θρησκείας είναι οι προφήτες, οι οποίοι μετέφεραν στο λαό το θέλημα του Θεού και προανάγγειλαν τον ερχομό του Μεσσία.
Ο νόμος του Μωϋσή και η υπόλοιπη διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης, αποτελούν το κύριο πλαίσιο της πίστης και της λατρείας του Ιουδαϊκού λαού. Το πρώτο και βασικό σημείο του Ιουδαϊσμού είναι η πίστη σε ένα μόνο Θεό τον Αληθινό. Υπάρχουν ιεροί τόποι για τη λατρεία του Θεού. Η μετάνοια αποτελεί βασικό μέσο για τη συμφιλίωση του λαού με το Θεό. Για την καταπολέμηση των αμαρτιών, έχουν καθιερωθεί ορισμένες τυπικές πράξεις, όπως είναι οι θυσίες, οι τελετές, η νηστεία κ.λ.π. Η αγάπη προς τον πλησίον προσφέρεται μόνο στους συγγενείς και στους ομοεθνείς.
Ένα άλλο βασικό σημείο της διδασκαλίας του Ιουδαϊσμού είναι ο Μεσσιανισμός, η αναμονή δηλαδή του Μεσσία ο οποίος θα κατάγεται από το γένος του Δαβίδ, θα είναι Υιός του Θεού και θα είναι προικισμένος με εξαίρετα χαρίσματα και θεία δύναμη. Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους,ο Ιουδαϊκός λαός παρουσίασε θρησκευτική κατάπτωση, με αποτέλεσμα να παρερμηνεύσει την πνευματική και παγκόσμια αποστολή του Μεσσία, αλλά συνεχίζει να περιμένει κάποιο επίγειο μεσσία που θα καταστήσει το Ιουδαϊκό έθνος κυρίαρχο στον κόσμο.
Συμπέρασμα.
Ο Ιουδαϊσμός είναι μονοθεϊστική θρησκεία και αποτελεί την πρώτη αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο. Έχει προπαρασκευαστικό χαρακτήρα. Υπήρξε «παιδαγωγός εις Χριστόν» (Γαλ. 3, 24). Με την εμφάνιση του Χριστιανισμού λήγει η αποστολή του Ιουδαϊσμού.
β. Χριστιανισμός
Ιστορικά στοιχεία. Ι
ιδρυτής του Χριστιανισμού είναι ο Ιησούς Χριστός. Ο ερχομός του Χριστού στον κόσμο είχε προαναγγελθεί από ιερά πρόσωπα της Ιουδαϊκής θρησκείας, τους προφήτες. Επίσημη βεβαίωση και επαλήθευση των προφητειών, για τον ερχομό του Μεσσία, έχουμε από τον ίδιο το Χριστό στη συνομιλία Του με τη Σαμαρείτιδα. Όταν εκείνη του είπε «Οίδα ότι Μεσσίας έρχεται, ο λεγόμενος Χριστός», ο Ιησούς της φανέρωσε «Εγώ ειμί ο λάλων σοι» (Ιωάν. 4, 25 – 26).
Ο Χριστιανισμός αποδεσμεύτηκε από τον Ιουδαϊσμό το 49 μ.Χ. με απόφαση της Αποστολικής Συνόδου των Ιεροσολύμων. Έτσι, ενώ ο Ιουδαϊσμός δε δέχτηκε τον ερχομό του Χριστού και συνεχίζει να τον αναμένει, ο Χριστιανισμός ως «καινή κτίσις» ακολούθησε το δρόμο που χάραξε ο Θεάνθρωπος Χριστός.
Ο αριθμός των Χριστιανών •από τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού μέχρι σήμερα βρίσκεται σε συνεχή ανοδική πορεία. Σύμφωνα με υπάρχοντα στοιχεία, το 33 μ.Χ. την ημέρα της Πεντηκοστής πίστεψαν στο κήρυγμα του Αποστόλου Πέτρου και βαπτίστηκαν Χριστιανοί τρεις χιλιάδες Ιουδαίοι. Το 100 μ.Χ. οι Χριστιανοί είχαν γίνει πέντε εκατομμύρια, το 1000 μ.Χ. είχαν φτάσει τα πενήντα εκατομμύρια και σήμερα ξεπερνούν το ένα δισεκατομμύριο.
Διαχωρισμός του Χριστιανισμού.
Από τότε που αποδεσμεύτηκε ο Χριστιανισμός από τον Ιουδαϊσμό (49 μ.Χ.) μέχρι το έτος 858 μ.Χ. δεν αντιμετωπίστηκαν σοβαρά προβλήματα, αν και υπήρχαν ορισμένες αντιθέσεις λόγω της νοοτροπίας των διάφορων Χριστιανικών λαών. Τους πρώτους αιώνες, επειδή στη Δύση μιλούσαν την Ελληνική γλώσσα, οι αντιθέσεις τακτοποιούνταν. Όταν όμως στη Δύση επικράτησε σαν Θεολογική και Εκκλησιαστική γλώσσα η λατινική, οι διαφορές έγιναν βαθύτερες, επειδή τα έργα των πατέρων της Εκκλησίας (Βασιλείου, Χρυσοστόμου κ.λ.π.) έπαψαν να μελετούνται από άγνοια της Ελληνικής γλώσσας. Έτσι άρχισαν οι Δυτικοί να απομακρύνονται σιγά – σιγά από τους Ανατολικούς. Η έκτη Οικουμενική Σύνοδος υπέδειξε στη Δυτική Εκκλησία ορισμένες καινοτομίες της, αλλά αυτή δεν έδωσε σημασία και συνέχισε να προχωρεί στο χωρισμό.

Τέλος το 1054, έγινε οριστικά ο χωρισμός της Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, όταν τριμελής αντιπροσωπεία της Δυτικής Εκκλησίας υπό τον Καρδινάλιο Ουβέρτο προσήλθε στην Κωνσταντινούπολη και εισήλθε στο ναό της Αγίας Σοφίας την ώρα της θείας Λατρείας και άφησε πάνω στην Αγία Τράπεζα έγγραφο με το οποίο αναθεμάτιζε τον τότε Πατριάρχη Κωνσταντίνο Μιχαήλ Κηρουλάριο και όλους τους Ορθοδόξους σαν αιρετικούς. Η Δυτική Εκκλησία έκτοτε έπαψε να έχει επικοινωνία με την Ανατολική και με τα τέσσερα άλλα Πατριαρχεία.
Συμπέρασμα.
Ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός είναι η μοναδική αληθινή Θρησκεία στον κόσμο, η οποία αποκαλύφθηκε στον άνθρωπο από τον ίδιο τον «ενανθρωπήσαντα» Θεό και η οποία έχει διατηρήσει τη διδασκαλία του Χριστού εντελώς αναλλοίωτη και όπως ακριβώς της παραδόθηκε από τους Αποστόλους.
Η Μοναδικότητα του Χριστιανισμού
Ο Χριστιανισμός αντλεί τη Μοναδικότητα του, έναντι των άλλων θρησκειών από τις μεγάλες και ουσιαστικές διαφορές του απ’ αυτές. Μερικές τέτοιες διαφορές είναι:
α. Ο ιδρυτής
Στα εξωχριστιανικά θρησκεύματα έχουμε συνήθως ιδρυτή κάποιο άνθρωπο χωρίς θείο κύρος, ή κάποια απρόσωπη παράδοση. Στο Χριστιανισμό ιδρυτής είναι ο ίδιος ο θεός στο πρόσωπο του Χριστού. Ο θεός έγινε άνθρωπος για να ανεβάσει τον άνθρωπο στο θεό.
β. Η λύτρωση
Στα άλλα θρησκεύματα δεν υπάρχει λυτρωτής. Η λύτρωση σ’ αυτά αποτελεί αναζήτηση και νοσταλγία της ψυχής, που δεν εκπληρώνεται. Υπόσχονται λύτρωση χωρίς να είναι σε θέση να την προσφέρουν. Στο Χριστιανισμό υπάρχει λύτρωση του ανθρώπου, η οποία πραγματοποιείται στο Πρόσωπο του Χριστού. Ο Χριστός είναι ο Μοναδικός Λυτρωτής, γιατί ενώνει στον εαυτό Του, το Θεό και τον άνθρωπο. Έτσι συνδέεται και πάλι ο άνθρωπος με το Θεό και σώζεται.

γ. Η αντοχή στο χρόνο

Η διδασκαλία του Χριστιανισμού είναι η μόνη που διατηρείται άφθαρτη, αναλλοίωτη και ζωντανή χωρίς να επηρεάζεται από το πέρασμα των αιώνων. Τούτο συμβαίνει, γιατί είναι η μόνη που προσφέρει την αληθινή γνώση του Θεού. Στις εξωχριστιανικές θρησκείες, οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν τον αληθινό Θεό, αλλά τον νοσταλγούν και γι’ αυτό επηρεάζονται από το χρόνο και αναπροσαρμόζονται συνήθως για να εξυπηρετούν τις τωρινές ανάγκες των οπαδών τους.

δ. Η εκδήλωση της αγάπης

Στο Χριστιανισμό η αγάπη εκδηλώνεται χωρίς διάκριση προς όλους τους ανθρώπους, φίλους και εχθρούς. Στις άλλες θρησκείες ή δεν υπάρχει η αγάπη ούτε σαν λέξη, ή αν υπάρχει, εκδηλώνεται μόνο προς συγκεκριμένα πρόσωπα.
ε. Οι Άγιοι
Στα άλλα θρησκεύματα δε συναντούμε Αγίους. Ορισμένα έχουν να παρουσιάσουν ανθρώπους με αρετές και καλοσύνη, Αγίους όμως δεν έχουν. Στο Χριστιανισμό ένα πλήθος ανθρώπων εμπνεύστηκαν από το Θεϊκό μεγαλείο του Χριστού και αφού έφτασαν σε μεγάλο βαθμό πνευματικότητας ανακηρύχτηκαν Άγιοι.
στ. Η λατρεία
Στη Χριστιανική Θρησκεία, η λατρεία είναι πνευματική και η ψυχή επικοινωνεί με το Θεό. Στις άλλες θρησκείες η λατρεία είναι υλική και πραγματοποιείται με εξωτερικούς τύπους όπως είναι οι θυσίες ζώων κ.ά.

ζ. Ο Τριαδικός θεός

Στα εξωχριστιανικά θρησκεύματα συναντούμε το μονοθεϊσμό ή τον πολυθεΐσμό, γιατί έτσι ο ανθρώπινος νους φαντάστηκε τη θεία αλήθεια. Στο Χριστιανισμό υπάρχει κατ’ αποκάλυψη του Ίδιου του θεού, ο Τριαδικός θεός, ο Μόνος αληθινός θεός.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Mόνο στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό έχουμε πραγματική θεογνωσία γιατί είναι η μοναδική «θρησκεία» η οποία αποκαλύφθηκε στον άνθρωπο από τον ίδιο τον ενανθρωπήσαντα θεό και η οποία διατηρεί τη διδασκαλία της, από της ιδρύσεως της μέχρι σήμερα, εντελώς αναλλοίωτη και όπως ακριβώς μας την παρέδωσε ο Χριστός μέσω των Αποστόλων.
Αντισυνταγματάρχη (ΤΧ) ΜΙΧΑΗΛ ΒΟΥΡΕΞΑΚΗ

Ποιά η διαφορά της εορτής της Πεντηκοστής με την εορτή του Αγίου Πνεύματος;

» Ερωτήσεις - Απαντήσεις

Ποιά η διαφορά της εορτής της Πεντηκοστής με την εορτή του Αγίου Πνεύματος;

Ουσιαστικά δεν υπάρχει καμία διαφορά.Η εορτή της Πεντηκοστής είναι εορτή της Αγίας Τριάδος, αφού με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος μαθαίνουμε ότι ο Θεός είναι Τριαδικός. Η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος έγινε κατά την ημέρα της Κυριακής. Την ήμερα αυτή,  ήλθε το Άγιο Πνεύμα στους Μαθητές του Χριστού. Ο ιερός υμνογράφος αποκαλεί την Πεντηκοστή τελευταία εορτή από πλευράς αναπλάσεως και ανακαινίσεως του ανθρώπου: «Την μεθέορτον πιστοί και τελευταίαν εορτήν εορτάσωμεν φαιδρώς, αύτη εστί Πεντηκοστή, επαγγελίας συμπλήρωσις και προθεσμία».
Οι άγιοι Πατέρες μας λοιπόν, πού έβαλαν σε άριστη σειρά και τάξη όλα τα θέματα της πίστεως μας, για να δώσουν τιμή στο Άγιο Πνεύμα, όρισαν να το εορτάζουμε και κατά την Πεντηκοστή, αλλά και ξεχωριστά την επόμενη ημερα την Δευτέρα.
Βέβαια,  όπως διδαχθήκαμε και πιστεύουμε, κοινή είναι η ενέργεια του Τριαδικού Θεού και ποτέ δεν μπορεί να χωρισθή και να απομονωθή ένα Πρόσωπο από τα άλλα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Το Άγιον Πνεύμα είναι ομοούσιο με τον Υιό και τον Πατέρα, γιατί και τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν κοινή ουσία ή φύση, και κοινή ενέργεια.Το υπόμνημα του Πεντηκοσταρίου της Δευτέρας του Αγίου Πνέυματος είναι χαρακτηριστικό:
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Δευτέρᾳ τῆς Πεντηκοστῆς, αὐτὸ τὸ πανάγιον, καὶ ζωοποιόν, καὶ παντοδύναμον ἑορτάζομεν Πνεῦμα, τὸν ἕνα τῆς Τριάδος Θεόν, τὸ Ὁμότιμον, καὶ Ὁμοούσιον, καὶ Ὁμόδοξον τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ.
Στίχοι
Πᾶσα πνοή, δόξαζε Πνεῦμα Κυρίου,
Δι’ οὗ πονηρῶν πνευμάτων φροῦδα θράση.
 Τῇ ἐπιφοιτήσει τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πρεσβείαις τῶν Ἀποστόλων σου, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Και της Κυριακής της Πεντηκοστής αναφέρει:
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακῇ ὀγδόῃ ἀπὸ τοῦ Πάσχα, τὴν ἁγίαν Πεντηκοστὴν ἑορτάζομεν.
Στίχοι
Πνοῇ βιαίᾳ γλωσσοπυρσεύτως νέμει,
Χριστὸς τὸ θεῖον Πνεῦμα τοῖς Ἀποστόλοις.
Ἐκκέχυται μεγάλῳ ἑνὶ ἤματι Πνεῦμ’ ἁλιεῦσι.
Ταῖς τῶν ἁγίων Ἀποστόλων πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Συμπερασματικά:
Οι άγιοι Πατέρες μας πού έβαλαν σε άριστη σειρά και τάξη όλα τα θέματα της πίστεως μας, για να δώσουν τιμή στο Άγιο Πνεύμα, όρισαν να το εορτάζουμε και κατά την Πεντηκοστή, αλλά και ξεχωριστά την επόμενη ημέρα. Εμείς, πρέπει να γνωρίζουμε ότι την ήμερα αυτή, όταν εορταζόταν η Πεντηκοστή των Εβραίων, ήλθε το Άγιο Πνεύμα στους Μαθητές του Χριστού. Επειδή, λοιπόν, οι Άγιοι Πατέρες θεώρησαν καλό να ξεχωρίσουν τις γιορτές για να τιμήσουν με τον τρόπο αυτό το μεγαλείο του Παναγίου και Ζωοποιού Πνεύματος, γι’ αυτό εορτάζουμε το Πανάγιο Πνεύμα, πού είναι μία υπόσταση της Αγίας Τριάδος.
πηγές: Συναξάριον Πεντηκοσταρίου, «Δεσποτικές Εορτές» Μητροπολίτου Ναυπάκτου κκ Ιεροθέου, «τί γιορτάζουμε από το Τριώδιο έως την Πεντηκοστή, ιερομ. Ιερωνύμου Δελημάρη
Ορθόδοξες Απαντήσεις, Ιούνιος 2007

Πῶς μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπισθεῖ τὸ ἄγχος; Κορναράκης 'Ιωάννης (Ὅμότιμος Καθηγητής Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας καὶ Ἐξομολογητικῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν)




Τὸ ἄγχος εἶναι ἀναμφιβόλως ἕνα πληθωρικὸ ψυχολογικὸ χαρακτηριστικό τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἐποχῆς μας. Οἱ χαρακτηρισμοί: ἀγχώδης ἀντίδραση, ἀγχογόνος κατάσταση ἀνθρώπινης ζωῆς, ἀγχωτικὸς τύπος καὶ ἄλλοι παρόμοιοι καὶ σχετικοὶ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἄγχους χαρακτηρισμοί, ἀκούγονται συχνὰ στὴν καθημερινή μας ζωή.

Στὸ ἐπίπεδο τῆς ἐπιστημονικῆς ψυχολογικῆς ἔρευνας τὸ ἄγχος ἐντοπίσθηκε ὡς νοσογόνο σύμπτωμα ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς, κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 19ου αἰῶνος, στὸ πλαίσιο τῆς ἀναπτύξεως τῶν διαφόρων θεωριῶν τῆς Ψυχολογίας τοῦ Βάθους (τοῦ ἀσυνειδήτου).

Ἀλλὰ τὸ ἄγχος ὑπῆρχε πάντοτε στὴν ἀνθρώπινη ψυχή, ἀπὸ κάποια χρονικὴ στιγμὴ καὶ ἑξῆς, ὡς λανθάνον αἴτιο ἐνδεχόμενης ψυχικῆς διαταραχῆς, μικρῆς ἢ μεγάλης ἐκτάσεως. Ἁπλῶς κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 20ου αἰῶνος οἱ συνεχεῖς, μεγάλες καὶ συχνὰ ἐκπληκτικὲς ἀλλαγὲς συνθηκῶν καὶ ὅρων ἀνθρώπινης ζωῆς, ὀφειλόμενες στὴν ταχεία ἐξέλιξη τῶν ἐπιστημῶν καὶ μάλιστα τῆς τεχνολογίας, ὅπως καὶ στὴ σχετικὴ συνεργία λοιπῶν κοινωνικῶν, ἰδεολογικῶν καὶ πολιτισμικῶν παραγόντων, συνετέλεσαν στὴν ἔντονη διέγερση τοῦ ἀνθρώπινου ψυχισμοῦ, μὲ συνέπεια τὴν ἐκδήλωση ψυχολογικῶν προβλημάτων ἀλλὰ καὶ ψυχοπαθολογικῶν συμπτωμάτων μὲ κορυφαῖο, συχνά, χαρακτηριστικὸ τὸ ἄγχος.

Τὸ ἄγχος γεννήθηκε στὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ στὸν παράδεισο ἀμέσως μὲ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου στὴν ἁμαρτία. Ἡ παράβαση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴ θανατηφόρο παρακοὴ τοῦ Ἀδάμ, βιώθηκε καὶ ἐκδηλώθηκε ἤδη μέσα στὸν παράδεισο ὡς ἀγχογόνος ἀντίδραση στὰ ἀποτελέσματα τῆς παρακοῆς αὐτῆς, ἐπὶ τοῦ ψυχοσωματικοῦ ὀργανισμοῦ τοῦ ἀδαμικοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ πρώτη ἀγχωτικὴ ἀντίδραση τοῦ ἀδαμικοῦ ζεύγους σχετίζεται μὲ τὴν μεταπτωτικὴ αὐτοσυνειδησία τοῦ ζεύγους αὐτοῦ· «καὶ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔρραψαν φύλλα συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα» (Γεν. γ’ 7).

Ἡ προσεκτικὴ μελέτη τοῦ στίχου αὐτοῦ δείχνει ὅτι οἱ παραβάτες τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, μόλις ἔφαγαν τὸν ἀπαγορευμένο καρπό, βρέθηκαν μπροστὰ σὲ μία εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ τους, τόσον ἀποκρουστικὴ στὰ μάτια τῆς αὐτοσυνειδησίας τους, ὥστε ἀμέσως, χωρὶς τὴν παραμικρὴ χρονοτριβή, προσπάθησαν νὰ καλύψουν τὴν ἀσχημοσύνη τῆς ψυχικῆς, ἀπαράδεκτης γι’ αὐτούς, εἰκόνας τους.

Ἔτσι στὸ Γεν. 3,7 ἔχουμε δύο σημαντικὰ ὑπαρξιακὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τῶν παραβατῶν αὐτῶν τὴν ἀπαράδεκτη γι’ αὐτοὺς μεταπτωτικὴ αὐτοσυνειδησία τους καὶ τὴν κάλυψη τῆς εἰκόνας τῆς αὐτοσυνειδησίας τους αὐτῆς, μὲ τέτοια συνάφεια μεταξύ τους, ὥστε νὰ μαρτυρεῖται ἐντυπωσιακὰ ὁ ἀγχώδης χαρακτήρας τῆς ἀμεσότητος μὲ τὴν ὁποία ἔσπευσαν, εὐθὺς ἀμέσως, νὰ πραγματοποιήσουν τὴν κάλυψη αὐτή, τῆς κακοποιημένης ἀπὸ τὴν ἁμαρτία προσωπικῆς τους εἰκόνας.

Ἐξάλλου ἡ δεύτερη ἀγχώδης ἀντίδραση τοῦ ἀδαμικοῦ ζεύγους στὴν ἀποτρόπαια αὐτὴ εἰκόνα τους, ἦταν ἡ ἄμεση, ἐσπευσμένη, ἀπόκρυψή τους πίσω ἀπὸ τὰ δέντρα τοῦ παραδείσου, ὅταν «ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινὸν» (Γεν. 3, 8). Τὸ ἠχητικὸ ἐρέθισμα τῆς φωνῆς τοῦ Θεοῦ τοὺς προκάλεσε ἔντρομη φυγὴ καὶ κρύψιμο. Ἔτσι «ἐκρύβησαν ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου».

Ὅταν ὅμως ὁ Θεὸς ἐκάλεσε ὀνομαστικῶς τὸν Ἀδάμ, μὲ τὴν ἐρώτηση· «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;», ἐκεῖνος ἀπήντησε ὁμολογώντας καὶ δικαιολογώντας συγχρόνως τὸ κρύψιμό του πίσω ἀπὸ τὰ δέντρα τοῦ παραδείσου· «τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθην, ὅτι γυμνὸς εἰμί, καὶ ἐκρύβην». Ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς γυμνότητος τῆς εἰκόνας τους ἀπὸ τὰ θεουργὰ χαρίσματα τοῦ «κατ’ εἰκόνα» λειτούργησε μὲ ἔντρομη ἀμεσότητα, γιὰ τὴν ἀπόκρυψή τους ἀπὸ τὴν ἐλεγκτικὴ παρουσία τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ. «Ἐφοβήθην» καὶ «ἐκρύβην»! Φόβος καὶ κρύψιμο, πρὸ τῆς ἐλεγκτικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ!

Ἂν θὰ θέλαμε νὰ συσχετίσουμε τὶς δύο αὐτὲς λέξεις ἢ ἀντιδράσεις τοῦ πεπτωκότος ἀδαμικοῦ ἀνθρώπου, φόβο καὶ κρύψιμο, μὲ βασικὲς ἔννοιες τῆς Ψυχολογίας τοῦ ἀσυνειδήτου (τοῦ Βάθους), θὰ διαπιστώναμε χωρὶς δυσκολία τὴ σύμπτωση τοῦ ἀδαμικοῦ φόβου μὲ τὸ ἄγχος, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ἐννοεῖ ἡ σύγχρονη Ψυχολογία στὴν ψυχοδυναμική του λειτουργία. Ἀλλὰ καὶ τὸ κρύψιμο θὰ μπορούσαμε ἄνετα νὰ τὸ παραλληλίσουμε καὶ μᾶλλον νὰ τὸ ταυτίσουμε μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀπωθήσεως τοῦ ἑαυτοῦ στὸ ἀσυνείδητό του, ὅπως ἀκριβῶς τὴν ἀντιλαμβάνεται τὴν ἔννοια αὐτή, στὴ σχέση της μὲ τὸ ἄγχος, ἡ ἴδια Ψυχολογία.

Σύμφωνα μὲ τέτοιες συσχετίσεις μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε ὅτι ἡ πτώση στὴν ἁμαρτία ἐπεσκότισε πράγματι καὶ ἀχρείωσε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴ χαρισματικὴ (θεουργὸ) δυναμική τοῦ «κατ’ εἰκόνα». Τὸ μεγάλο αὐτὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν πρωτόπλαστο, βυθίστηκε στὸ σκότος μιᾶς ψυχικῆς πραγματικότητας, ἄγνωστης πλέον καὶ ἀπρόσιτης στὸ σκοτισμένο λογικό του ἀνθρώπου. Θὰ λέγαμε μὲ τὴ γλώσσα τῆς σύγχρονης ψυχολογίας στὸν ἀσυνείδητο ψυχισμό του.

Ἔτσι, στὸ ἑξῆς, οἱ ψυχικὲς ἀντιδράσεις τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου εἶχαν πλέον ἀσυνείδητες ἀφετηρίες, ἐφόσον ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, βυθισμένος στὸ σκότος τῆς ἁμαρτίας, δὲν μπορεῖ πλέον νὰ κατόπτευση φωτιστικὰ τὸ ἀπύθμενο βάθος τῆς ἁμαρτίας αὐτῆς, στὴν ὁποία εἶχε ἤδη δουλωθῆ.

Ἑπομένως ὄχι μόνο τὸ ἄγχος ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπώθηση τοῦ ἑαυτοῦ στὸν ἀσυνείδητο ψυχισμό του, εἶναι συμπτώματα τῆς διαβρώσεως τοῦ «κατ’ εἰκόνα» ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία στὴν ἁμαρτία, μὲ κοινὴ ὅμως ἐσωτερικὴ ἁμαρτητικὴ σχέση, ποὺ οὐσιώνεται στὴ βίωση τῆς ἐνοχῆς γιὰ τὴν παράβαση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ ἄγχος ἔχει σαφῶς ἐνοχικὴ ἀφετηρία. Ἐκφράσθηκε ὡς φόβος μπροστὰ στὴν ἀπειλὴ τῆς ἐλεγκτικῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ.

Καὶ εἶναι ἰδιαίτερα ἀξιοπρόσεκτο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ σύγχρονη Ψυχολογία τοῦ ἀσυνειδήτου, κατανοεῖ τὸ ἄγχος ἐπίσης ὡς ἀσυνείδητη καὶ διάχυτη στὴ συνολικὴ ὕπαρξη τοῦ ἄνθρωπου ἐνοχικὴ ἀγωνία. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ τὸ ἰσχυρότερο πάθος τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς· τὸ βίωμα ἢ τὸ αἴσθημα τῆς ἐνοχῆς, ποὺ ἐξάλλου ἀποτελεῖ καὶ τὸν πυρήνα τοῦ νευρωτικοῦ γενικὰ φαινομένου.
 
*
 
Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ τὸ ἄγχος ὑποδηλώνει τὴν ἀόριστη, μὴ δυνάμενη νὰ προσδιορισθεῖ ἐξ ἀντικειμένου ἀγωνία ἐνώπιον κάποιας ἀπειλῆς κινδύνου. Τὸ δὲ ἔντονο κινητικὸ – ψυχοδυναμικὸ στοιχεῖο του, ποὺ προεκτείνεται συχνὰ στὴ συμπεριφορὰ τῆς ἀγχωτικῆς ἀντιδράσεως, μὲ μορφὴ ἐπιθετικότητος, ἀποτελεῖ ἀσφαλῶς μαρτυρία τῆς ἐνοχικῆς ἀφετηρίας του.
 
*
 
Ἀλλὰ τὸ ἄγχος, ὡς παθογόνος παράγοντας τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ὡς πάθος, εἶναι ὑπὸ ὡρισμένους ὅρους, ἐπιδεκτικὸ μιᾶς ἀξιοποιήσεώς του ὡς ἐργαλείου πνευματικῆς καὶ μάλιστα νηπτικῆς προκοπῆς. Κατὰ τὸν ἅγ. Μάξιμο, τὰ πάθη, ἂν καὶ δὲν «συνεκτίσθησαν προηγουμένως» στὴν ἀνθρώπινη φύση, εἶναι καλὰ γιὰ τοὺς προχωρημένους στὴν πνευματικὴ ζωή. Γιατί αὐτοὶ μποροῦν νὰ χρησιμοποιοῦν τὴν ἐμπειρία τῶν παθῶν ποὺ εἶχαν (καὶ τὰ ἐξέβαλαν ἀπὸ τὴ σαρκική τους ἀφετηρία) γιὰ τὴν ἀπόκτηση οὐρανίων ἀρετῶν. Ὅπως τὸ φόβο ὡς μέσο προφυλάξεως ἀπὸ τὴ μέλλουσα τιμωρία ἀλλὰ καὶ τὴ λύπη, ὡς διορθωτικὴ διάθεση, κατὰ τὴ μεταμέλεια γιὰ κάποιο κακό, ποὺ διαπράχθηκε κατὰ τὸν παρόντα βίο.

Πρόκειται ἐδῶ γιὰ μία μεταποιητικὴ «κατεργασία» τῆς δυναμικῆς ἑνὸς πάθους σὲ πνευματικὴ λειτουργία ἀρετῆς. Τὴ μεταποιητικὴ αὐτὴ μέθοδο μεταβολῆς μιᾶς ἀρνητικῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας σὲ θετικὴ καὶ ἐποικοδομητικὴ ἐνέργεια ἀνωτέρου ἐπιπέδου πνευματικῆς ζωῆς, ἐπισημαίνει καὶ ὁ ἅγ. Μάξιμος σὲ ὁρισμένα σημεῖα τοῦ συγγραφικοῦ του ἔργου.

Ἐφόσον· «Πᾶν πάθος κατὰ συμπλοκὴν πάντως αἰσθητοῦ τινός, καὶ αἰσθήσεως καὶ «φυσικῆς δυνάμεως», θυμοῦ λέγω τυχόν, ἢ ἐπιθυμίας, ἢ λόγου παρατραπέντος τοῦ κατὰ φύσιν συνίσταται», εἶναι δυνατὸν ἕνας «σπουδαῖος» πνευματικὸς ἀγωνιστής, κατὰ τὴν ἐπιδίωξη κάποιας ἀρετῆς νὰ «μεταποίησῃ ἢ νὰ «μεθορμήσῃ» ἢ νὰ «μετεργασθῇ» ἢ νὰ «ἐπαναγάγῃ» τὴ φυσικὴ αὐτὴ δυναμική τοῦ πάθους σὲ βιωματικὴ ποιότητα ἀρετῆς.

Εἶναι λοιπὸν δυνατὸν ἕνας ἀγωνιζόμενος χριστιανός, ποὺ ἀνήκει σ’ ἕνα ἀγχώδη τύπο, νὰ προσπαθήσει νὰ «μεθορμήσῃ» τὴν ἀγχωτική του δυναμικὴ σὲ ὑψηλὰ πεδία πνευματικῆς ζωῆς, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι ἡ νήψη, ἡ ἐγρήγορση, ἡ πατερικὴ προσοχὴ καὶ ἄλλες παρόμοιες πνευματικὲς ἐμπειρίες καὶ ἐνέργειες. Στὴν ἁγιογραφικὴ ἀλλὰ καὶ στὴν πατερικὴ διδαχὴ συναντοῦμε προτροπὲς ποὺ μᾶς προσανατολίζουν στὴν πνευματικὴ ἀξιοποίηση μιᾶς «ἀγχωτικῆς» ἢ «φοβικῆς» δυναμικῆς. Ὅπως ἐνδεικτικῶς•

α) Στὴν Π. Δ. «δουλεύσατε τῷ Κυρίῳ ἐν φόβῳ καὶ ἀγαλλιάσθε αὐτῷ ἐν τρόμῳ» (Ψαλμ β’ 11).

β) Στὴν Κ.Δ. «Γρηγορεῖτε οὖν ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται». «Γρηγορεῖτε οὖν· οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ κύριος τῆς οἰκίας ἔρχεται… μὴ ἐλθὼν ἐξαίφνης εὕρῃ ὑμᾶς καθεύδοντας».

«Μετὰ φόβου καὶ τρόμου τὴν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε». «Νήψατε, γρηγορήσατε· ὁ ἀντίδικος ὑμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίη.

γ) Κατὰ τὸν ἅγ. Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο, αὐτὸς ποὺ θέλει πραγματικὰ νὰ εὐχαρίστησει τὸ Θεὸ καὶ νὰ δεχθεῖ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πρέπει νὰ βιάζει τὸν ἑαυτό του στὴν τήρηση ὅλων τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ… ὅπως ἀκριβῶς αὐτὸς ποὺ προσπαθεῖ νὰ μάθει τὴν εὐχὴ καὶ «βιάζεται καὶ ἄγχει». Κι’ αὐτὸς λοιπὸν ποὺ θέλει νὰ ἐφαρμόσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ «βιάζεται καὶ ἄγχει καὶ ἐθίζει ἔθος ἀγαθόν… Καὶ ἐμεῖς λοιπὸν βιασώμεθα καὶ ἄγξωμεν ἑαυτοὺς εἰς τὴν κατόρθωσιν τῶν ἀρετῶν».

Ὁ ἴδιος ἅγιος συνιστᾶ «Πάντοτε ο»=υν ἐν τῇ συνειδήσει ὀφείλεις ἔχειν τὴν μέριμναν καὶ τὸν φόβον…. τὸν φόβον καὶ τὸν πόνον, ὡς φυσικὸν καὶ ἄτρεπτον, τὸν συντριμμὸν τῆς καρδίας πάντοτε πεπηγμένον».

Ἐπίσης, κατὰ τὸν ἀββᾶ Δωρόθεο, ὁ ἀδιαλείπτως προσευχόμενος ἄνθρωπος, ἂν ἀξιωθεῖ νὰ ἀπόκτησει κάποιο χάρισμα γνωρίζει πῶς τὸ κατόρθωσε καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπερηφανευθεῖ γιὰ τὸ χάρισμα αὐτό, ὅτι μὲ τὴ δική του δύναμη τὸ ἀπέκτησε ἀλλὰ τὸ ἀποδίδει στὸ Θεὸ καὶ συνεχῶς τὸν παρακαλεῖ «τρέμων» νὰ μὴ ἀποδειχθεῖ ἀνάξιος αὐτοῦ τοῦ χαρίσματος καὶ στερηθεῖ τῆς βοηθείας του καὶ ἀποκαλυφθεῖ ἔτσι ἡ ἀσθένεια καὶ ἡ ἀδυναμία του.

Ἡ ἀνάδυση τοῦ ἄγχους ἀπὸ ἀσυνείδητες, ἄγνωστες καὶ ἀπρόσιτες ἀπὸ τὸ λογικὸ ἐνδοψυχικὲς ἀφετηρίες, κάνουν πολὺ δύσκολη, ἂν μὴ ἀδύνατη, τὴν κατὰ μέτωπο καταπολέμησή του. Γεγονὸς ποὺ ἀφορᾶ σ’ ὅλα τὰ πάθη τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἡ πατερικὴ ἐμπειρία ποὺ ἐπισημαίνει ὅτι ὁ πνευματικὸς ἀγωνιστὴς δὲν εἶναι ἐκριζωτὴς τῶν παθῶν ἀλλὰ ἀνταγωνιστής, δείχνει ὅτι ἡ μέθοδος τῆς μετοχετεύσεως τῆς ψυχικῆς δυναμικῆς τοῦ πάθους σὲ στόχους πνευματικῆς ζωῆς, δημιουργεῖ ἐλπίδες μιᾶς θεοφιλοῦς ἀξιοποιήσεως τοῦ ἄγχους, σὲ νηπτικοὺς ἀγῶνες καὶ προσπάθειες φωτιστικῆς αὐτογνωσίας, στὸ κλίμα τῆς ἀδιάλειπτης μνήμης τοῦ ὀνόματος καὶ τῆς παρουσίας τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ στὴ προσωπικὴ ζωὴ τοῦ πνευματικοῦ ἀγωνιστοῦ.

Ἂν τὸ ἄγχος βιώνεται ὡς ἕνας ἀνεπιθύμητος ψυχικὸς ἀναγκασμός, σὰν μία πιεστικὴ βία στὸν πυρήνα τῆς αὐτοσυνειδησίας τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, ὁ μόνος τρόπος νὰ ἀνταγωνιστεῖ κανεὶς τὸ ἄγχος εἶναι ἡ ἄσκηση βίας στὴ βία τοῦ πάθους αὐτοῦ. Στὸ σημεῖο τοῦτο εἶναι χρήσιμη ἡ προτροπὴ τοῦ ὁσίου Νείλου τοῦ ἀσκητοῦ· «Θέλησον τῇ βίᾳ τῆς φιλόθεου σπουδῆς ἐκνικῆσαι καὶ λῦσαι τὴν βίαν (τοῦ ἄγχους)! «Ἡμεῖς τῇ βίᾳ τὴν βίαν καταγωνισώμεθα».

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Στὸ ἐρώτημα «πῶς μπορεῖ ἕνας πνευματικὸς ἄνθρωπος νὰ ἀντιμετώπισει καὶ νὰ ἀξιοποίηση τὸ ἄγχος ὡς ἐργαλεῖο πνευματικῆς προκοπῆς;» μία ἐπιγραμματικὴ – συνοπτικὴ ἀπάντηση θὰ ἦταν, στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἡ ἑξῆς·

- Νὰ παραδώσει τὸ ἄγχος καὶ τὴν ἀνασφάλεια ποὺ τὸ συνοδεύει στὸ ἔλεος καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

- Νὰ προσπαθήσει νὰ τὸ ἰδεῖ καὶ νὰ τὸ κατανοήσει στὴν ψυχοδυναμική του ἰδιαιτερότητα ὡς φοβίας ἢ ἀόριστης ἀγωνίας ἢ ἀναιτιολόγητης ἐπιθετικῆς παρορμήσεως ἢ τέλος ὡς ἐνοχικῆς φοβικῆς εὐαισθησίας, ὡς παράγοντα τῆς παιδείας τοῦ Κυρίου!

- Νὰ ἐντοπίσει ἐνδεχομένως τὸ ἐνοχικὸ ὑπόστρωμα τοῦ ἄγχους, ποὺ συνήθως ἀποτελεῖ τὴν κυρία ψυχοδυναμική του ἀφετηρία. Ἀπωθημένες ἁμαρτητικὲς ἐμπειρίες, δηλ. ἀνεξομολόγητες ἐνοχές, ἐκδικοῦνται μὲ ἀσυνείδητη ἀγχώδη ἀντίδραση.

- Νὰ συλλάβει τὴν ἀφυπνιστικὴ πνευματικὴ σημασία τοῦ ἄγχους, ὡς ἐρεθίσματος μιᾶς ἐργασίας αὐτογνωσίας μὲ κριτήρια ἀντικειμενικὰ καὶ ὄχι αὐτοδικαιωτικά.

- Νὰ μεταποιήσει τὴ δυναμική τῆς ἀγχωτικῆς ἀγωνίας σὲ νηπτικὸ τρόπο βιώσεως τῆς πνευματικῆς ζωῆς, σύμφωνα μὲ τὴν μνημονευθεῖσα προτροπὴ τοῦ ἄγ. Μακαρίου του Αἰγυπτίου· «Καὶ ἡμεῖς τοίνυν βιασώμεθα καὶ ἄγξωμεν ἑαυτοὺς εἰς τὴν ταπεινοφροσύνην, τὴν ἀγάπην καὶ τὴν πραότητα., ἵνα ἀποστείλῃ τὸ Πνεῦμα αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν ὁ Θεός»!

Ὄντως τὰ ἀντίρροπα τοῦ ἄγχους εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ πραότητα!

Από την προκλητική ενδυμασία, υφίσταται κίνδυνος σκανδαλισμού και ψυχικής απώλειας;

Ερωτήσεις - Απαντήσεις »

Από την προκλητική ενδυμασία, υφίσταται κίνδυνος σκανδαλισμού και ψυχικής απώλειας;

…Γνωρίζετε όλοι σας, πόση αξία έχει για την πραγμάτωσι του αγιασμού μας και της σωτηρίας μας η εσωτερική καθαρότης, η καθαρότης της καρδίας. Ό Κύριος μας, Ιησούς Χριστός, με την διδαχή Του έφανέρωσε στους μαθητάς Του και δι’ αυτών σε όλο τον κόσμον όλων των αιώνων, την ανάγκη της διατηρήσεως της καθαρότητος του έσω ανθρώπου άπό τους λογισμούς και τις επιθυμίες.
«Άπό την καρδίαν», είπε ό Κύριος «εξέρχονται πονηροί λογισμοί, φόνοι, μοιχείες, πορνείες, κλοπές, ψευδομαρτυρίες, βλασφημίες» (Ματθ. ιε’, 18-19). Το εσωτερικό του ανθρώπου μολύνεται άπό τον ακάθαρτον οφθαλμόν. «Έάν ο οφθαλμός σου είναι πονηρός, όλο το σώμα θα είναι σκοτεινόν, ακάθαρτον» (Ματθ. στ’, 23) είπε ό Κύριος.
Η άσεμνη ενδυμασία, την οποίαν ο διάβολος με τα δικά του όργανα, τον κόσμο και τον εγωισμό μας, επέβαλε στις μέρες μας, μολύνει τον οφθαλμό, το μάτι μας, το βλέμμα μας και στη συνέχεια τον λογισμό, την καρδιά μας, την επιθυμία.Σήμερα, αγαπητοί, δεν έχουμε άσεμνη ενδυμασία γύρω μας. Έχουμε τέλειο γυμνισμό. Έχουμε επίδειξη γυμνής σαρκός και τελεία παρακοή του θελήματος του Θεού.Προ της πτώσεως οι πρωτόπλαστοι ήταν γυμνοί, γιατί ένεκα της αναμαρτησίας και της αθωότητος, φορούσαν την άφθαρτη στολή της Θείας Χάριτος. Μετά την παρακοή, την πτώσι και την αμαρτία ο άνθρωπος ντύθηκε τους δερμάτινους χιτώνας, το φρόνημα της σαρκός, τον παλαιόν άνθρωπο και αναγκάστηκε πλέον να αναζητήση ενδυμασία. Η γυμνότης του σώματος έκτοτε προκαλεί και μολύνει.
Ταυτοχρόνως, ο Κύριος με την πολλή του αγάπη χάρισε στον άνθρωπο ένα σωτήριο δώρο, την αρετή της αιδούς, της εντροπής.
«Καλόν άνθος ή αιδώς”, διακηρύσσει ό Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. ‘Ό Θεός ένέσπειρε την αιδώ τη φύσει τη ημετέρα», διδάσκει ό ‘Άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος. Ένεκα της αιδούς ό άνδρας ή η γυναίκα, αν το θελήσουν, ντύνονται σεμνά, προφυλάσσουν τον εαυτό τους άπό την φιληδονία, άλλα και δεν σκανδαλίζουν τους συνανθρώπους τους. Για να ανθοφορήση η αιδώς, η εντροπή, χρειάζεται καλλιέργεια, επιμέλεια, προσοχή του εαυτού μας, υπακοή στο θέλημα του Θεού, πνευματική ζωή.Σήμερα δυστυχώς, πολλοί και μάλιστα γυναίκες περιφρονούν το θέλημα του Θεού, την αιδώ και άποβάλλουν την ενδυμασία. Προκαλούν και αμαρτάνουν, σκανδαλίζουν και οδηγούν ψυχές στην απώλεια.
Μή αρνηθούμε, αγαπητοί, ότι υφίσταται κίνδυνος σκανδαλισμού και ψυχικής απωλείας από την προκλητική ενδυμασία. Ένας προφητάναξ Δαυίδ “έπεσε» ένεκα απρόσεκτου βλέμματος και ένας επίγειος άγγελος, ό Άγιος Μαρτινιανός, κλονίστηκε άπό σατανική πρόκλησι γυναικός. Μή το αμφισβητούμε. Ό σύγχρονος γυμνισμός και νεκρούς ακόμα σκανδαλίζει και μολύνει! Καθημερινώς αίχμαλωτίζονται χριστιανοί και μάλιστα νέοι και νέες από την πρόκλησι της γυμνής σαρκός, οδηγούνται σε πτώσεις, χάνουν την καθαρότητα, διαλύονται οικογένειες, κατακερματίζονται ψυχές.
Ένεκα όλων αυτών ώς Επίσκοπος και πατέρας, ο οποίος ποθώ τη σωτηρία σας και προσεύχομαι, γι’ αυτήν, σας ικετεύω, σας παρακαλώ: ακούσατε, φοβηθήτε τον Θεόν. ελευθερωθήτε από την σκλαβιά του κόσμου και της ψευδοθεάς μόδας. Ντυθήτε την αιδώ και την σεμνότητα. Απομακρύνατε την άσεμνη, την προκλητική ενδυμασία. Το σώμα είναι ναός Αγίου Πνεύματος. Μή το υποβιβάζουμε σε σάρκινο αντικείμενο ηδονής. Ας το τιμήσουμε.
Μητέρες, δώσατε παραδείγματα σεμνής ενδυμασίας. Μάθατε τις θυγατέρες σας να σέβωνται τον εαυτό τους. Να έχουν εντροπή και αγάπη στις αρετές. Η αληθινή, η πιο ωραία στολή για μία νέα, είναι οι αρετές. Μή σπρώχνετε τις κόρες σας στην γύμνια και την ακολασία.
Ιδιαιτέρως σεβασθήτε τον Ιερό Ναό. Μή περνάτε με προκλητική ενδυμασία το κατώφλι των Ιερών Ναών και Μοναστηριών. Μή κάνετε τον Ιερό Ναό, κατά την τέλεσι των μυστηρίων Γάμου και Βαπτίσματος, κέντρο γυμνισμού και φοβεράς προκλήσεως. Μή πλησιάζετε το Άγιο Ποτήριο χωρίς σεμνότητα. Σκεφθήτε την ευθύνη σας, όταν σκανδαλίσετε και μία ψυχή ακόμη.
Αγαπητοί, σε ένα κόσμο αποσυνθέσεως, προκλήσεων και πνευματικής παρακμής, άς μείνουμε όρθιοι, αταλάντευτοι, υπάκοοι στο θέλημα του Θεού. Ας συναισθανθούμε την παρακοή μας. «Ο Θεός ου μυκτηρίζεται”. Η σεμνή ενδυμασία είναι πολιτισμός, δεν είναι αναχρονισμός.
Ας εργασθούμε όλοι μας για την επάνοδο και επικράτησι της σεμνότητος. Ας εμποδίσουμε την προσβολή και την εμποροποίηση του ανθρωπίνου σώματος και μάλιστα της γυναικός. Ας αγωνισθούμε για την καθαρότητα του σώματος και της καρδιάς. Μόνο έτσι θα σωθή η νεότης, θα οικοδομήσουμε και θα στερεώσουμε αληθινές οικογένειες, θα οδηγηθούμε στον αγιασμό.
Σας ευχαριστώ για την κατανόησι και εύχομαι να σας χαρίζη ο Κύριος κάθε αγαθό.
Μετά πατρικών ευχών,
Ο Μητροπολίτης
Ο Αιτωλίας και Ακαρνανίας
Κοσμάς
(Ποιμαντική Εγκύκλιος· Περί προκλητικών ενδυμασιών και ουσιαστικού γυμνισμούτου Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Αιτωλοακαρνανίας κ. Κοσμά «᾿Ορθόδοξος Τύπος», τ. 1747, 8 Αυγούστου 2008)
από το http://analogion.gr/Koinwnia_kai_Amartia/MhtrKosmas-Gumnismos.htm

Πώς εξηγέιται η φράση:"Ότε του πυρός τας γλώσσας διένειμε, εις ενότητα πάντας εκάλεσε";

Ερωτήσεις - Απαντήσεις »

Πώς εξηγέιται η φράση:"Ότε του πυρός τας γλώσσας διένειμε, εις ενότητα πάντας εκάλεσε";

Σημαίνει ότι ο Θεός διεμέρισε τα έθνη και τις γλώσσες, αλλά τελικά δια του Αγίου Πνεύματος και δια της διανομής της κοινής γλώσσας του πυρός οι άνθρωποι απέκτησαν ενότητα μεταξύ τους.Η φράση είναι από την ημέρα της εορτής της πεντηκοστής και συγκεκριμένα από το κοντάκιο και στο οποίο γίνεται η σύνδεση ανάμεσα στην αρχική διαίρεση της ανθρωπότητας σε έθνη (πύργος της βαβέλ) και στην υπέρβαση αυτής της διαίρεσης με την ίδρυση της Χριστιανικής Έκκλησίας: ‘Οτε καταβάς τας γλώσσας συνέχεε,διεμέριζεν έθνη ο Ύψιστος, ότε του πυρός τας γλώσσας διένειμεν,εις ενότητα πάντας εκάλεσε , και συμφώνως δοξάζομεν το πανάγιον Πνεύμα. ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (Κάλλιστος Γουέαρ)Σχετικά με το δώρο του Παρακλήτου την ημέρα της Πεντηκοστής τρία πράγματα είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακά: Πρώτο, είναι ένα δώρο σ’ όλους τους ανθρώπους του Θεού: «και επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου» ( Πραξ.2,4). Το δώρο ή χάρισμα του Πνεύματος δεν απονέμεται μόνο στους επισκόπους και τον κλήρο, αλλά σε κάθε βαπτισμένο. Όλοι είναι Πνευματοφόροι, όλοι είναι -με την κατάλληλη έννοια της λέξης -«χαρισματικοί». Δεύτερο, είναι ένα δώρο ενότητας: «ήσαν άπαντες ομοθυμαδόν επί το αυτό» (Πραξ. 2,1). Το Άγιο Πνεύμα κάνει τους πολλούς να είναι ένα Σώμα εν Χριστώ. Η κάθοδος του Πνεύματος την Πεντηκοστή αντιστρέφει το αποτέλεσμα του πύργου της Βαβέλ (Γεν. 11,7). Όπως λέμε στο Κοντάκιο της Γιορτής της Πεντηκοστής: Ότε καταβάς τας γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν έθνη ο Ύψιστος· ότε του πυρός τας γλώσσας διένειμεν, εις ενότητα πάντας εκάλεσε· και συμφώνως δοξάζομεν το πανάγιον Πνεύμα. Το Πνεύμα φέρνει ενότητα και αμοιβαία κατανόηση, ικανώνοντάς μας να μιλάμε «εν μια φωνή». Μεταμορφώνει τα άτομα σε πρόσωπα. Για την πρώτη Χριστιανική κοινότητα στα Ιεροσόλυμα, στην περίοδο αμέσως μετά την Πεντηκοστή, λέγεται ότι «είχον άπαντα κοινά» και ότι «του πλήθους των πιστευσάντων ην η καρδία και η ψυχή μία» (Πραξ. 2,44· 4,32)· κι αυτό θάπρεπε νάναι το σημάδι της κοινότητας του Χριστού της Πεντηκοστής σε κάθε εποχή. Τρίτο, το δώρο του Πνεύματος είναι ένα δώρο διαφοροποίησης· οι γλώσσες της φωτιάς «διαμερίζονται» ή «χωρίζονται» (Πραξ. 2,3) και κατανέμονται άμεσα στον καθένα. Το Άγιο Πνεύμα δε μας κάνει μόνο όλους ένα, άλλά κάνει και τον καθένα μας διαφορετικό. Στην Πεντηκοστή η πολλαπλότητα των γλωσσών δεν καταργήθηκε αλλά έπαψε να είναι η αιτία του χωρισμού· όπως προηγουμένως, ο καθένας μιλούσε στη δική του γλώσσα, αλλά με τη δύναμη του Πνεύματος ο καθένας μπορούσε να καταλάβει τους άλλους . Για μένα το να είμαι Πνευματοφόρος σημαίνει ν’ αντιλαμβάνομαι όλα τα διακριτικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς μου· σημαίνει να γίνω αληθινά ελεύθερος, αληθινά ο εαυτός μου μέσα στη μοναδικότητά μου. Η ζωή μέσα στο Πνεύμα έχει μι’ ανεξάντλητη ποικιλία· είναι σφάλμα και όχι αγιότητα, ότι είναι ανιαρή και μονότονη. Όπως συνήθιζε να παρατηρεί με ανία ένας φίλος μου ιερέας, που αφιέρωνε πολλές ώρες κάθε μέρα ακούγοντας εξομολογήσεις: «τι κρίμα που δεν υπάρχουν καινουργι’ αμαρτήματα!» Υπάρχουν, όμως, πάντα νέες μορφές αγιότητας.
Ορθόδοξες Απαντήσεις, Μάιος 2008

Τι είναι η Φαρισαϊκή δικαιοσύνη και ο τελωνικός στεναγμός;, Μητρ. Ιερόθεου Βλάχου

Ερωτήσεις - Απαντήσεις » 

Τι είναι η Φαρισαϊκή δικαιοσύνη και ο τελωνικός στεναγμός;

Από το βιβλίο «΄Οσοι Πιστοί», Μητρ. Ιερόθεου Βλάχου …Ο Φαρισαίος με τον τρόπο που προσευχόταν έδειξε πώς ζούσε μια δαιμονιώδη πνευματικότητα, μια διεστραμμένη πνευματική κατάσταση, που ήταν αλύτρωτη. Ο Τελώνης με την προσευχή «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκ. ιη’, 13) έδειξε την πνευματική του υγεία, γι’ αυτό «κατέβη δεδικαιωμένος» (Λουκ. ιη’, 14). Όσο κανείς επιδιώκει μόνος του να δικαιώση τον εαυτό του, τόσο και αποκόπτεται από την λύτρωση, ενώ όσο κανείς μαστιγώνει ανηλεώς τον εαυτό του, θεωρώντας τον ανάξιο του θείου ελέους, τόσο γίνεται δέκτης της θείας Χάριτος.
Πάντοτε η φαρισαϊκή δικαιοσύνη είναι έξω από την ατμόσφαιρα της θείας Χάριτος, γιατί είναι μια ευσεβιστική κατάσταση. Εδώ πρέπει να κάνουμε την διάκριση μεταξύ του ευσεβούς και του ευσεβιστού, γιατί η περίπτωση του Φαρισαίου και όλων των δια μέσου των αιώνων Φαρισαίων υπενθυμίζει τον ευσεβιστή.
Κατ’ αρχάς πρέπει να υπογραμμισθή ότι η ευσέβεια δεν είναι μια εξωτερική παρουσίαση, αλλά η ένωσή μας με το Χριστό και δι’ Αυτού με όλη την Παναγία Τριάδα. Ο Απόστολος Παύλος ταυτίζει το μυστήριο της ευσεβείας με την ενανθρώπηση του Χριστού. «Και ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον, Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω ανελήφθη εν δόξη» (Α’ Τιμ. γ’, 16)169.
Επομένως η ευσέβεια δεν είναι ανθρώπινη εκδήλωση και ενέργεια αλλά ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Από την αρχή αυτή ξεκινώντας μπορούμε να πούμε ότι ο ευσεβιστής έχει μερικές επιφανειακές αρετές και κάνει μερικά εξωτερικά έργα «πρός το θεαθήναι τοις ανθρώποις». Οι αρετές του δεν είναι καρπός της εν Χριστώ ζωής, δεν γίνονται μέσα στο κλίμα της μετανοίας, αλλά είναι ανθρώπινα έργα που γίνονται στην προσπάθειά του να προβληθή. Αντίθετα τα έργα και οι αρετές του ευσεβούς είναι καρπός του Παναγίου Πνεύματος, αποτέλεσμα της ενώσεώς του με τον Χριστό. Δηλαδή οι αρετές έχουν ένα βαθύ θεολογικό νόημα. Δεν είναι ένας φυσικός τρόπος ζωής, ή μια συνήθεια, αλλά δώρα και χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, που δίνονται στον άνθρωπο εκείνο που με την εργασία των εντολών του Θεού υπέταξε το σώμα στην ψυχή και την ψυχή στον Θεό. Έτσι στον ευσεβιστή όλες οι πράξεις είναι ανθρώπινες, είναι πράξεις «τής αυτόνομης ηθικής δεοντολογίας», ενώ στον ευσεβή όλες οι πράξεις είναι θεανθρώπινες.
Ύστερα από αυτήν την διάκριση γίνεται αντιληπτό ότι τα έργα αυτά καθ’ εαυτά δεν δικαιώνουν τον άνθρωπο, γιατί «καλές πράξεις» μπορούν να κάνουν όλοι οι αιρετικοί και όλα τα ανθρώπινα αλύτρωτα συστήματα, χωρίς όμως να εξασφαλίζουν την σωτηρία. Όσες «καλές πράξεις» δεν γίνονται μέσα στο κλίμα της μετανοίας, αλλά με το πνεύμα της αυτοδικαιώσεως, χωρίζουν περισσότερο τον άνθρωπο από τον Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει πώς «τού Θεού μη ενεργούντος εν ημίν πάν το παρ’ ημών γενώμενον αμαρτία». Μπορεί κάποιος να κάνη ελεημοσύνη, να εξασκή την εγκράτεια κλπ. αλλ’ επειδή δεν έχει το πνεύμα της ταπεινώσεως και δεν συνδέεται μυστηριακά με την Εκκλησία, είναι χωρισμένος από τον Θεό και συνεπώς όλη του η ζωή (έστω κι αν είναι εγκρατής) είναι αμαρτωλή.
Επομένως, τα καλά έργα αυτά καθ’ εαυτά ούτε δικαιώνουν ούτε καταδικάζουν τον άνθρωπο, αλλά η δικαίωση και η καταδίκη ρυθμίζεται από την σχέση του με τον Θεάνθρωπο Χριστό. Σαν παράδειγμα έχουμε τους δυο ληστάς στον Γολγοθά. Ο ένας σώθηκε όχι για τα καλά του έργα, αφού ήταν εγκληματίας, αλλά γιατί ομολόγησε τον Χριστό. Και ο άλλος καταδικάσθηκε όχι για τα εγκληματικά του έργα, αφού δεν ήταν χειρότερος από τον άλλο, αλλά γιατί βλαστήμησε τον Χριστό. Άρα την σωτηρία μας την ρυθμίζει η σχέση μας με τον Χριστό και την αγία Του Εκκλησία, το Σώμα Του.
Πρέπει να σημειωθή ότι αυτός που ενώνεται με τον Χριστό και Τον ομολογεί κάνει έργα, αλλά αυτά είναι καρποί του Παναγίου Πνεύματος, για τα οποία δεν αισθάνεται την ανάγκη, σαν το Φαρισαίο, να καυχηθή. Με αυτόν τον τρόπο δείχνει ότι ζη το πνεύμα της σωτηρίας και είναι άγιος. Διότι η αγιότητα δεν είναι μια ηθική έννοια, αλλά οντολογική, υπαρκτική, δηλαδή είναι συμμετοχή στην βίωση της μετανοίας, στην εκζήτηση και ένωση με την Χάρη του Χριστού.
Ο Φαρισαίος της παραβολής εκφράζει άριστα τον δυτικό Χριστιανισμό με την πληθωρική κοινωνική εργασία, αποξενωμένη όμως από την εσωτερική ζωή, ενώ ο αλάλητος στεναγμός του Τελώνου εκφράζει την εσωτερική ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ορθόδοξοι είναι εκείνοι που υπερβαίνουν την Φαρισαϊκή δικαιοσύνη, την δικαίωση των έργων και την αυτοδικαίωση καί, σαν τον Τελώνη, ζητούν το έλεος του Θεού. Είναι εκείνοι που διακρίνονται για την μεγάλη αρετή της αυτομεμψίας. Πρέπει να σημειωθή ότι η αυτομεμψία ή όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος η πρωτολογία (νά λέμε εμείς τον πρώτο λόγο εναντίον του εαυτού μας) είναι ουσιώδες στοιχείο του ορθοδόξου ήθους. Επειδή είναι πάντοτε συνδεδεμένη με την ταπείνωση της ψυχής, γι’ αυτό εκείνος που έχει αυτή την αρετή δείχνει την παρουσία της θείας Χάριτος. Η αυτομεμψία είναι η «αφανής προκοπή» κατά τους αγίους Πατέρας. Δεν αφήνει περιθώρια να δημιουργηθή το άγχος και όλα τα ψυχολογικά συμπλέγματα για τα οποία μιλάει η σύγχρονη ψυχολογία, η οποία άλλωστε είναι δημιούργημα του κλίματος της αυτοδικαιώσεως και της Φαρισαϊκής δικαιοσύνης του δυτικού Χριστιανισμού. Αυτή η διαφορά εκφράζεται και στον τρόπο λατρείας. Οι Ορθόδοξοι στα τροπάριά μας μιλάμε για αμαρτία και ζητούμε το έλεος του Θεού, ενώ οι δυτικοί και η δυτικοποιημένη θρησκευτικότητα αρέσκονται στα «τραγουδάκια» που είναι εμποτισμένα στην αυτοδικαίωση.

Τετάρτη 22 Μαΐου 2019

Ἀκοινωνησία καί Ἀποτείχισις σύμφωνα μέ τή διδασκαλία καί τόν Βίο τῶν ἁγίων Πατέρων. PIoannis1Dec16Αἰδεσιμ.πρωτοπρ. Ἰωάννου Φωτοπούλου


PIoannis1Dec16Αἰδεσιμ.πρωτοπρ. Ἰωάννου Φωτοπούλου

(Εἰσήγηση στήν ἡμερίδα τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς τήν 27 Νοεμβρίου 2014 στόν Πειραϊκό Σύνδεσμο).
Ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως γράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀπέθανε ἐπί τοῦ Σταυροῦ «ἵνα καί τά τέκνα τοῦ Θεοῦ τά διεσκορπισμένα συναγάγῃ εἰς ἕν» (Ἰωάν. 11,52). «Τό ἕν» αὐτό εἶναι ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.
Στό ἱερό δισκάριο εἰκονίζεται ἡ ἐν Χριστῷ καί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Αὐτοῦ Ἑνότης.  Ὁ σφαγιαζόμενος Ἁμνός στό κέντρο, δεξιά Αὐτοῦ ἡ Θεοτόκος, ἀριστερά ἡ πληθύς τῶν ἁγίων καί κάτωθεν μνημονευόμενοι ὁ ἐπίσκοπος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Χριστιανοί ζῶντες καί κεκοιμημένοι.   Ἀρχίζοντας ὁ λειτουργός τήν μνημόνευση καί τήν ἐξαγωγή μερίδων λέει:
«Μνήσθητι Κύριε τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (τάδε) ...καί πάντων τῶν ἀδελφῶν οὕς προσεκαλέσω εἰς τήν σήν κοινωνίαν πανάχραντε Δέσποτα». Ἀπό τόν ἱερό Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη ἡ Θεία Λειτουργία, καλεῖται «κοινωνία καί σύναξις» διότι ἐξαιρετικά αὐτή συνάγει «τάς μεριστάς ἡμῶν ζωάς εἰς ἑνοειδῆ θέωσιν» καί δωρεῖται «τῇ τῶν διαιρετῶν θεοειδεῖ συμπτύξει τήν πρός ἕν κοινωνίαν»[1]
Ἡ κοινωνία μέσα στή θεία Λειτουργία, ἡ ἕνωσις μετά τοῦ Χριστοῦ καί τῶν πιστῶν εἶναι κοινωνία πίστεως καί ἀγάπης.  Ὁμολογεῖται ἡ κοινή πίστις, ἡ ὀρθόδοξη, μνημονεύεται τρεῖς φορές ὁ τοπικός ἐπίσκοπος ὡς  ἐγγυητής καί φύλαξ τῆς πίστεως καί τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, δίδεται ὁ ἀσπασμός τῆς ἀγάπης, ἀναφέρονται τά προσφερθέντα δῶρα μετά Εὐχαριστίας, μεταποιοῦνται σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ καί μεταλαμβάνονται ἀπό τόν κλῆρο καί τόν λαό. Ἔτσι ἀπαρτίζεται τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία.  Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι οὔτε μόνο ἑνότητα πίστεως, μέ τήν ἔννοια ἁπλῆς συμφωνίας μιᾶς ὁμάδος ἀνθρώπων στίς ὑπό τῶν ἁγίων ἀποστόλων καί Πατέρων θεσπισθεῖσες δογματικές ἀρχές,  τίς ὁποῖες αὐτοί ὑπερασπίζονται μέ πάθος (Ζηλωτισμός), οὔτε ὅμως καί μιά κοινωνία ἀγάπης μέ τήν ἔννοια μιᾶς συναισθηματικῆς ἀδελφικῆς ἀτμόσφαιρας πού διαχέεται σέ μιά ὁμάδα ἀνθρώπων ἀνεξαρτήτως πίστεως καί πεποιθήσεων (Οἰκουμενισμός).  Ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως καί ἡ κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος εἶναι τό συνέχον τήν Ἐκκλησία ἀλλά καί τό ζητούμενο(«αἰτησάμενοι»)ἀπό μᾶς τούς πιστούς, ὥστε νά ἑνούμεθα μετά τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἀδελφῶν μέσα στή Θ. Λειτουργία.  Τό στοιχεῖο τῆς πίστεως εἶναι ἐκεῖνο πού ὁδηγεῖ στήν κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος.  Χωρίς τήν ὀρθή πίστη στόν ἐν Τριάδι Θεό δέν ὁδηγούμεθα στήν ἀληθὴ ἕνωση ἐν Χριστῷ διά τοῦ ἁγίου Πνεύματος.  Ἀλλά καί μέ τήν ὀρθή πίστη χωρίς τήν αἴσθηση τῆς Χάριτος πού χορηγεῖται ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα διά τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ  καί τῆς μετοχῆς στά Ἄχραντα μυστήρια πάλι δέν ὁλοκληρώνεται ἡ ἑνότητα ἐν Χριστῷ τῶν πιστῶν.
Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Συνόδων της ἀποκόπτει ἤ πρέπει νά ἀποκόπτει ἀπό τό σῶμα της, ἀπό τήν κοινωνία τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἀδελφῶν, νά καθιστᾶ δηλαδή ἀκοινωνήτους ὅσους σφάλλουν περί τήν πίστη ἤ τήν ἐν Χριστῷ ζωή, ἀφοῦ διασποῦν τήν ἑνότητά της. Εἶναι ἀδύνατο ἐκκλησιολογικῶς στό ἄμωμο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ νά συνυπάρξει ὁ αἱρετικός ἤ ὁ βαρέως ἁμαρτάνων μέ τούς ἑνωμένους ἐν τῇ πίστει καί τῇ εὐχαριστίᾳ χριστιανούς.  Πολύ περισσότερο ἀποκόπτει ἡ Ἐκκλησία  τούς αἱρετικούς ποιμένες, οἱ ὁποῖοι ἀντί νά φροντίζουν καί νά ἐγγυῶνται μέ τή διδασκαλία, τίς νουθεσίες, τά ἐπιτίμια καί τίς πράξεις τους τήν ἐν Χριστῷ ἑνότητα πού φέρει στή σωτηρία, διασποῦν τό Σῶμα τῶν πιστῶν καί ὁδηγοῦν στήν ἀπώλεια. Ἡ ἀποκοπή τῶν αἱρετικῶν ποιμένων εἶναι συνέπεια τῶν κακοδόξων διδασκαλιῶν τους μέ τίς ὁποῖες βλάπτουν τούς χριστιανούς ἐνῷ ταυτόχρονα ἀπομακρύνονται ἀπό τό κοινό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας.  Ἡ Ἐκκλησία μέ τήν καθαίρεση ἤ τόν ἀφορισμό τους πιστοποιεῖ τήν ἀπομάκρυνσή τους αὐτή καί προφυλάσσει τό ποίμνιό της ἀπό τήν πλάνη .  
Ὁ συνοδικός ἐξοστρακισμός τῶν αἱρετικῶν ποιμένων-ἄς περιοριστοῦμε στήν ἀποκοπή τῶν αἱρετικῶν- ἀπό τήν Ἐκκλησία ἤ ἡ ἀπομάκρυνση («ἀποτείχισις»)  ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες κατά τήν προτροπή τῶν ἁγίων εἶναι ἡ λεγομένη ἀκοινωνησία. Ἀκοινωνησία εἶναι ἡ θέση ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας στήν ὁποία περιέρχονται οἱ ἀθετοῦντες τἠν ὀρθόδοξη πίστη δηλ. οἱ αἱρετικοί ἤ οἱ κοινωνοῦντες μέ αὐτούς.  Ἀκοινώνητον, κατά τό πλῆρες περιεχόμενο τοῦ ὅρου,  ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης χαρακτηρίζει «τόν μήτε κοινωνοῦντα, μήτε συνιστάμενον καί προσευχόμενον μέ τούς πιστούς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, ἀλλά ἀφοριζόμενον ἀπό αὐτούς, καί εὐγαίνοντα ἔξω τῆς ἐκκλησίας καί προσευχῆς»[2].  Ποιός καθιστᾶ ἀκοινώνητον ἕναν λαϊκό ἤ κληρικό πλανηθέντα;  Καί στίς δύο περιπτώσεις οἱ ἐπίσκοποι ἐφαρμόζοντες τούς Ἱερούς Κανόνες μόνοι τους ἤ ἐν Συνόδῳ ἀποκόπτουν τούς αἱρετικούς ἀπό τήν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας ἤ ἐπιβάλλουν ἐπιτίμια σέ ὅσους κοινωνοῦν μ’αὐτούς.  Π.χ. ὅλοι οἱ κανόνες κατά τῶν συμπροσευχῶν ἐπιτάσσουν ἀφορισμό γιά τούς λαϊκούς καί καθαίρεση γιά τούς κληρικούς πού συμπροσεύχονται μέ αἱρετικούς. Ὅμως οἱ συμπροσευχόμενοι δέν εἶναι καθηρημένοι ἤ ἀφορισμένοι ἀμέσως μετά τήν ἀντικανονική πράξη τους, ἀλλά πρέπει νά ἀφορισθοῦν («ἀφοριζέσθω») ἤ νά καθαιρεθοῦν («καθαιρείσθω»). Αὐτή τήν ποινή μέ τήν ὁποία καθίστανται ἀκοινώνητοι μπορεῖ νά ἐπιβάλλει ἁρμοδίως ἐπίσκοπος ἤ Σύνοδος.
Ἡ θέση τῶν λαϊκῶν μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ δυναμική στάση τους ἔναντι τῶν αἱρέσεων εἶναι ἀπαραίτητη, καθώς στηρίζουν ἐν τῇ πράξει τήν θεοφώτιστη διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων καί Συνόδων, οἱ ὁποῖες ὀφείλουν νά ἐκφράζουν μέ τή σειρά τους τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Δέν πρέπει ὅμως νά ὑπάρχει πνεῦμα μειονεξίας ἤ ἀνταρσίας ἔναντι τῶν πρεσβυτέρων καί τῶν ἐπισκόπων οὔτε πάλι καί τῶν πρεσβυτέρων ἔναντι τῶν ἐπισκόπων. Οἱ ποιμένες σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο καί τούς ἱερούς Κανόνες ἔχουν τήν πρώτη εὐθύνη καί τό προβάδισμα στόν ἀντιαιρετικό ἀγῶνα.  Σύμφωνα μέ τόν ΛΑ΄Κανόνα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ὁ πρεσβύτερος μπορεῖ νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν κοινωνία τοῦ ἐπισκόπου ὅταν ὁ τελευταῖος σφάλλει περί τήν εὐσέβεια καί τήν δικαιοσύνη[3]. Ἑρμηνεύοντας συσταλτικά τόν Κανόνα αὐτόν, ὁ ΙΕ΄τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπιτρέπει  τήν ἀπομάκρυνση ποιμένων ἀπό τούς ἐκκλησιαστικῶς προϊσταμένους τους- τήν ἀποτείχισή τους- ὅταν αὐτοί κηρύσσουν αἵρεση «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ»[4].  Καί στίς δύο περιπτώσεις τόσο τοῦ ΛΑ΄ὅσο καί τοῦ ΙΕ΄ τῆς Πρωτοδευτέρας ἡ θεσμική ἀπομάκρυνση ἀπό τούς αἱρετικούς ἐνεργεῖται ἀπό τούς κληρικούς. Βέβαια καί οἱ λαϊκοί δύνανται νά ἀφίστανται τῆς κοινωνίας τῶν αἱρετικῶν ποιμένων ἀκολουθοῦντες ὅμως ὀρθοδόξους ποιμένες.
Ἀναδιφώντας τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία παρατηροῦμε πώς ὅταν ἐμφανισθεῖ κάποια κακοδοξία στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας γίνεται συναγερμός καί συντονισμός ὅλων τῶν δυνάμεων τῆς Ἐκκλησίας ὄχι «ἐξ ἐνστίκτου», ὅπως ἀτυχῶς εἰπώθηκε,  ἀλλά ἐν ἁγίῳ Πνεύματι καί διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.  Σκοπός ὅλων γίνεται νά ἐξοστρακισθεῖ ὁ αἱρετικός ἀπό τό ἐκκλησιαστικό σῶμα ἤ νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τόν αἱρετικό ποιμένα οἱ πιστοί, εἰδικά ὅταν ὁ τελευταῖος καταχρώμενος τῆς ἐξουσίας καί μέ τή βοήθεια τῶν κοσμικῶν ἀρχόντων λυμαίνεται τό ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ. Δέν μπορεῖ νά γίνει ἀνεκτή ἡ κοινωνία μέ τήν αἵρεση καί τόν αἱρετικό.  «Τίς κοινωνία φωτί πρός σκότος...; ἤ τίς μερίς πιστοῦ μετά ἀπίστου;»(Β΄Κορ. 6, 14). Ὅλοι, λαϊκοί μοναχοί καί κληρικοί, θεοφόροι Πατέρες διά τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως καί τῆς κοινωνίας τοῦ ἁγίου Πνεύματος συντονίζονται στόν ἀγῶνα κατά τῶν αἱρέσεων.  Καί ὅλη αὐτή ἡ κοινή προσπάθεια, οἱ αὐθόρμητες ἀντιδράσεις τοῦ λαοῦ καί ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες, ἡ θεολογία καί ὁ ἔλεγχος τῶν κακοδοξιῶν ἀπό τούς Πατέρες, ἐπιβραβεύονται, ἀποκρυσταλλώνονται, ὁλοκληρώνονται ἐνδεχομένως διορθώνονται  καί ἐπισφραγίζονται στίς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Βλέπουμε ἐπίσης μέ ἕνα ἀντικειμενικό κοίταγμα ὅτι δέν ὑπάρχει μιά ἀπόλυτη σειρά προτεραιότητος στίς ἀντιδράσεις.  Πολλές φορές μέ την ἐμφάνιση τῆς πλάνης ἀντιδρᾶ πρῶτος ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ Νεστοριανισμοῦ. Μόλις ἀκούστηκε μέσα στήν ἐκκλησία ἡ βλασφημία «εἴ τις Θεοτόκον εἶναι λέγειν τήν Μαρίαν, οὗτος ἀνάθεμα ἔστω» ὅπως περιγράφει ὁ ἅγιος Κύριλλος, «γέγονε μέν κραυγή μεγάλη παρά παντός τοῦ λαοῦ καί ἐκδρομή» καί ἔπαυσαν τήν κοινωνία μέ τόν αἱρετικό Πατριάρχη Κων/πόλεως Νεστόριο διότι «οὐ γάρ ἤθελον ἔτι κοινωνεῖν αὐτοῖς τοιαῦτα φρονοῦσιν»[5].  Τό ἴδιο συνέβη μέ τήν ἔναρξη τῆς εἰκονομαχίας ὅπου πολλοί ὀρθόδοξοι ἀντέδρασαν βίαια στήν ἀποκαθήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί  ἄλλοι «ἀθυμοῦντες» ἔφυγαν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί «ἐπί τάς ὀρθοδόξους κωμοπόλεις μετώκησαν»[6].
Ἄλλοτε πάλι ἔχουμε ἐξ ἀρχῆς τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως ἀπό μία τοπική Σύνοδο  ὅπως τήν Σύνοδο πού κατεδίκασε πρώϊμα τόν Ἄρειο στήν Ἀλεξάνδρεια ὑπό τόν ἅγιο Ἀλέξανδρο, καί τίς Συνόδους στά Ἱεροσόλυμα καί τή Ρώμη πού καταδίκασαν τήν εἰκονομαχία.   Πάντοτε ὅμως, ὅταν ἐμφανισθεῖ μιά αἵρεση ἔχουμε κυριαρχοῦσα στόν ἀγῶνα κατά τῶν αἱρέσεων, τήν παρουσία ἑνός τῶν ἁγίων Πατέρων, ὅπως, τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου μέ τήν ἐμφάνιση τῆς πλάνης τοῦ Νεστορίου, τοῦ Ἁγίου  Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου στή Β΄φάση τῆς εἰκονομαχίας ἤ τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ κατά τήν ἐμφάνιση τοῦ Μονοθελητισμοῦ, τοῦ ἁγίου Φωτίου στή μάχη κατά τοῦ Φιλιόκβε καί τῆς παπικῆς ἐπιβουλῆς, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ κατά τήν περίοδο τοῦ Βαρλααμισμοῦ ἤ τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ κατά τήν περίοδο τῶν προσπαθειῶν ἑνώσεως μέ τόν Παπισμό. 
Μέ τά ἀνωτέρω πείθεται κανείς ὅτι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός τήν Ἐκκλησία του τήν ὁποία ἀπέκτησε μέ τό ἴδιο Του τό Αἷμα τήν ἐπιμελεῖται μέ ἰδιαιτέρα στοργή. Σ’ αὐτήν «φραγμόν περιέθηκε ...ὠκοδόμησε πύργον καί ἐξέδοτο γεωργοῖς»(Ματθ. ΚΑ΄ 33). Πύργος εἶναι ἡ ὀρθή πίστις, φραγμός οἱ ἱεροί Κανόνες καί οἱ καλοί γεωργοί οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀποτελοῦν τήν ἀσφαλιστική δικλεῖδα διά τῆς ὁποίας τηρεῖται ἡ μεσότης στίς δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι καί ὁ θεόσταλτος κόμβος, ὅπου συναντᾶται ὁ λαός τοῦ Θεοῦ καί οἱ Ἅγιες Σύνοδοι. Παρόντες σέ κάθε ἐμφάνιση αἱρέσεως καί φωτιζόμενοι ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα ἐκφράζουν λόγῳ καί ἔργῳ τή συνείδηση τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως διά τῶν Ἀποστόλων ἔτσι καί διά τῶν Πατέρων ὁδηγεῖ  τήν Ἐκκλησία «εἰς πᾶσαν τήν Ἀλήθειαν», διαρκῶς, σέ κάθε ἐνέργειά της.
Σέ κάθε κρίσιμη στιγμή τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἕνας Ἅγιος κατέχει αὐτό πού ἔλεγε ὁ μακαριστός καθηγητής μας Στυλιανός Παπαδόπουλος, «τό πρωτεῖο τῆς ἀληθείας», εἶναι φορεύς τῆς Ἀληθείας ἐν ἁγίῳ Πνεύματι καί ὅλοι τόν ἀκολουθοῦν. Ὅπως συνέβαινε καί μέ τον Χριστό, ὅταν ὁμιλοῦσαν οἱ Ἅγιοι «πάντων ...[ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ] οἱ ὀφθαλμοί ἦσαν ἀτενίζοντες» εἰς αὐτούς( Λουκ. 4, 20). Τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀκολουθεῖ τούς ἁγίους ὄχι τυφλά, ἀλλά ἐπειδή ἀναγνωρίζει σ΄αὐτούς τήν παραδεδομένη ὑπό τῶν πρό αὐτῶν Ἁγίων πίστη, τή συνέχεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως.
Ἔτσι καμμία αἵρεση δέν καταδικάζεται στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, κανείς ἐπίσκοπος ἤ πρεσβύτερος δέν καθίσταται ἀκοινώνητος ὅταν αἱρετίζει, χωρίς τήν ἀποφασιστική συμβολή καί τή συμβουλή τῶν ἁγίων Πατέρων πού ἐν τέλει υἱοθετοῦνται ὑπό τῶν Συνόδων. 
Τό ὅτι ἡ συμβολή τῶν Πατέρων εἶναι sine qua non  προϋπόθεση στήν ἀντιμετώπιση καί καταδίκη τῶν αἱρέσεων ἀπεικονίζεται στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Πχ. διακηρύττεται στήν Ζ΄Οἰκουμ. Σύνοδο : «Οὕτω γάρ κρατύνεται ἡ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν διδασκαλία, ἤτουν Παράδοσις τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας».  Φαίνεται ἐπίσης καθαρά στούς βίους τῶν ἁγίων.  Στόν  ΙΕ΄ Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τέλος ἀποτυπώνεται ἡ ἐπί αἰῶνες ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία θεωρεῖ τούς ἁγίους Πατέρες ὁδηγούς μας στά θέματα τῶν σχέσεων μέ τούς αἱρετικούς. Ὁ Κανόνας αὐτός ὁρίζει ὅτι ὁ πρεσβύτερος ἤ ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ Μητροπολίτης εἶναι ἄξιος ἐπαίνου ἀπό τήν Ἐκκλησία  ἄν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν κοινωνία τοῦ προϊσταμένου του καί παύσει τή μνημόνευση τοῦ ὀνόματός του στή Θ. Λειτουργία στήν περίπτωση πού δημόσια κηρύσσει καί  «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» διδάσκει ἐπ’ Ἐκκλησίας αἵρεσιν «παρά τῶν ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην».     
Ἡ ὑπό τῶν Πατέρων «κατάγνωση» τῶν αἱρέσεων, ὅπως φαίνεται στή διδασκαλία καί στό βίο τους, ἐννοεῖται ὡς ἐντόπιση, ἔρευνα ἐκ μέρους τῶν ἁγίων  μιᾶς κακοδοξίας, ὡς θεολογική της ἀναίρεση καί καταδίκη της ἔργῳ καί λόγῳ. Δηλ. ὅταν παρουσιαζόταν, ὅταν καί μόλις ἐκκολαπτόταν μιά αἵρεση, διά τοῦ φωτισμοῦ τοῦ ἁγίου Πνεύματος οἱ Πατέρες ἐντόπιζαν τήν αἱρετική διδασκαλία, ὁριοθετοῦσαν διά τῆς θεολογίας τους ἔναντι αὐτῆς τήν ὀρθή πίστη, διαλέγονταν καί κατετρόπωναν τούς αἱρετικούς καί προεκτείνοντας στήν πράξη τήν ἀποστροφή πρός τήν πλάνη προχωροῦσαν σέ ἀκοινωνησία τῶν αἱρετικῶν.         
Ἄς δοῦμε τώρα πῶς καί πότε ἐφήρμοζαν οἱ Πατέρες στήν πράξη τόν ΙΕ΄Κανόνα. Πρέπει ἐδῶ νά ποῦμε ὅτι ὁ Κανόνας αὐτός συνετάχθη τόν 9ο αἰῶνα, ἀλλά ἐκφράζει τήν διαχρονική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.   
Θέλω νά πῶ ἐδῶ, καί ὅλοι πρέπει νά συμφωνήσουμε, ὅτι δέν πρέπει νά κάνουμε ἑρμηνεία contra legem, δηλαδή ἐνάντια στό γράμμα τῶν Κανόνων, οὔτε νά παραβλέπουμε ἤ νά ἐκβιάζουμε τίς ἱστορικές καί πατερικές πηγές.  Ἄς δοῦμε λοιπόν σχετικά παραδείγματα.
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος συμβουλεύει τόν Ἥρωνα : « πᾶς ὁ λέγων παρά τά διατεταγμένα, κἄν ἀξιόπιστος ᾖ, κἄν νηστεύῃ κἄν παρθενεύῃ, κἄν σημεῖα ποιεῖ κἄν προφητεύῃ, λύκος σοι φαινέσθω, ἐν προβάτου δορᾷ προβάτων φθοράν κατεργαζόμενος»[7]. Ὁ Μ. Ἀθανάσιος γράφει σέ κάποιους μοναχούς γιά τούς Ἀρειανούς καί τούς Ἀρειανόφρονες : ὧν τό φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτους ἀπό τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν [8]. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος γιά κάθε αἱρετικό τῆς ἐποχῆς του: εἰ μέν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐτόν καί παραίτησαι, μή μόνον ἐάν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλά κἄν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών [9].
Λαμβάνοντας ὑπ’ὄψιν τή συχνή, δίς τοῦ ἔτους συγκρότηση τοπικῶν Συνόδων στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἀντιλαμβανόμεθα ὅτι «τά διατεταγμένα», τό «φρόνημα» καί ἡ «πίστις» ὑπονοοῦν τήν συνοδική κατάγνωση τῶν αἱρέσεων πού ἀκολουθοῦσαν οἱ ποικίλοι αἱρετικοί. Συνεχίζουμε.
- Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἀπευθυνόμενος στό Νεστόριο μέ ἐπιστολή του, τοῦ ζητεῖ νά ἐπανέλθει στήν ὀρθή πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλιῶς, τοῦ γράφει : γίνωσκε σαυτόν οὐδένα κλῆρον ἔχοντα μεθ’ἡμῶν, οὐδέ τόπον ἤ λόγον ἐν τοῖς ἱερεῦσι τοῦ Θεοῦ καί ἐπισκόποις[10]. Ἐδῶ ἡ αἵρεση τοῦ Νεστοριανισμοῦ καταγινώσκεται θεολογικῶς, μέ τή συμφωνία καί τῶν λοιπῶν Πατριαρχῶν, ὑπό ἑνός ἁγίου Πατρός, τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, καί ὁ Νεστόριος ἀπειλεῖται μέ ἀκοινωνησία. Ὁ θεσμικός χαρακτήρας τῆς ἐπιστολῆς του μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ ἅγιος Κύριλλος δέν ἔπαυσε τή μνημόνευσή του ἕως ὅτου κατεδικάσθη ἀπό τήν Γ΄Οἰκουμ. Σύνοδο.
- Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής  φυλακισμένος καί ἀνακρινόμενος ὑπό τῶν αἱρετικῶν μονοθελητῶν ἐρωτᾶται :οὐ κοινωνεῖς τῷ θρόνῳ Κωνσταντινουπόλεως;» Καί ἀπαντᾶ : οὐ κοινωνῶ...ὅτi τάς ἁγίας τέσσαρας συνόδους ἐξέβαλον[11]. Ἐδῶ ὁ ἅγιος προβάλλει ὡς αἰτία τῆς ἀκοινωνησίας του πρός τόν μονοθελήτη πατριάρχη τήν οὐσιαστική ἀθέτηση ἀπό τούς Μονοθελῆτες τῶν δογμάτων, τήν στρέβλωση τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, πού ἐκφράζεται στίς πρῶτες τέσσαρες οἰκουμενικές Συνόδους ἀφοῦ μέ τήν κακοδιδασκαλία τοῦ Μονοθελητισμοῦ κολοβώνεται ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ.  Ἀλλά δέν ἀρκεῖται σ΄ αὐτό. Προσθέτει : οἱ τοίνυν ὑφ΄ ἑαυτῶν κατακριθέντες καί ὑπό τῶν Ρωμαίων καί τῆς μετά ταῦτα...γενομένης Συνόδου καθαιρεθέντες, ποίαν ἐπιτελέσουσι μυσταγωγίαν ∙ ἤ ποῖον πνεῦμα τοῖς παρά τῶν τοιούτων ἐπιτελουμένων ἐπιφοιτᾶ ;[12] Ἐδῶ τῆς ἀκοινωνησίας τοῦ Ἁγίου προηγεῖται συνοδική κατάκριση καί τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν ποιμένων ὑπό τῆς τοπικῆς Συνόδου τῆς Ρώμης.
   –  Ὁ ἅγιος Στέφανος ὁ Νέος , ὁ «ἀμνημόνευτος», ὅπως τόν ἀποκαλοῦσαν οἱ εἰκονομάχοι, ἦταν ὁ «ὁδηγός» τῶν μοναχῶν, τῶν ἀσκητῶν καί τοῦ λαοῦ στήν ἀντιμετώπιση τῆς αἱρέσεως. Στούς μοναχούς πού εἶχαν συγκεντρωθεῖ ἀπό διαφόρους τόπους καί τόν θεωροῦσαν «σύμβουλον σωτηρίας» συνιστᾶ νά κοινωνοῦν μέ τίς ἐκκλησίες πού βρίσκονται σέ συγκεκριμένες περιοχές πού οἱ ἐπίσκοποί τους  δέν κοινωνοῦν «τῇ μιαρᾷ αἱρέσει» καί συνεχίζει : Τί δέ χρή λέγειν περί τῶν προέδρων τοῦ τε Ρώμης καί Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων καί Ἀλεξανδρείας, οἵτινες οὐ μόνον ἀπεβδελύξαντο καί ἀνεθεμάτισαν τό μυσαρόν τῶν εἰκονοκαυστῶν δόγμα, ἀλλά καί ἐπιστολαῖς στηλιτευτικαῖς οὐκ ἐπαύσαντο καθυβρίζοντες τόν... ἀσεβῆ βασιλέα, ἀποστάτην καί αἱρεσιάρχην αὐτόν ἀποκαλοῦντες ἐν οἷς καί ὁ τιμιώτατος καί σοφώτατος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός πρεσβύτερος...; [13]. Ἐδῶ ὁ ἅγιος ἐπικαλεῖται τίς τοπικές Συνόδους τῶν Πατριαρχείων πού ἀναθεματισαν τούς «εἰκονοκαῦστες» καί τόν πρό ἐτῶν καταπολεμήσαντα καί καταδικάσαντα  τήν αἵρεσι ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό.
- Ὁ Μ. Φώτιος συνιστᾶ : «Αἱρετικός ἐστίν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί...φύγε τήν κοινωνίαν αὐτοῦ καί τήν πρός αὐτόν ὁμιλίαν ὡς ἰόν ὄφεως», ἐννοῶντας κάθε αἱρετικό : Μανιχαῖο, εἰκονομάχο ἤ λατινίζοντα, αἱρετικούς, ὅλους καταγνωσθέντες ὑπό τῶν Συνόδων.
Ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ὁ ὑπό τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγγραφείς «Ἁγιορειτικός Τόμος», κείμενο, ὅπου ἐκτίθενται  μέ βεβαιότητα ἡ διδασκαλία περί τοῦ ἀκτίστου φωτός καί τῆς θεοποιοῦ ἀκτίστου Χάριτος, ὅπως τήν βίωνε καί τήν βιώνει τό ἅγιο Ὄρος καί ὅλη ἡ Ἐκκλησία.  Τόν Τόμο ἐπισφραγίζει ὑπογράφοντάς τον ὁ ἐπίσκοπος Ἱερισσοῦ καί διακηρύσσει ὅτι τόν μή συμφωνοῦντα τοῖς ἁγίοις καθώς καί ἡμεῖς καί οἱ μικρῷ πρό ἡμῶν πατέρες ἡμῶν, ἡμεῖς τήν αὐτοῦ κοινωνίαν οὐ παραδεξόμεθα[14].  Παρά ταῦτα σπεύδει ὁ ἅγιος Γρηγόριος στή Σύνοδο τοῦ 1341, στήν ὁποία ἐπί τῇ βάσει τοῦ ἁγιορειτικοῦ Τόμου, καταδικάζονται οἱ πλάνες τοῦ Βαρλαάμ. Ἀργότερα ἀποτειχίζεται ἀπό τόν Πατριάρχη Ἰωάννη Καλέκα πρίν καταδικασθεῖ ἐκεῖνος προσωπικῶς ἐφόσον ἀκολουθοῦσε τίς κατεγνωσμένες συνοδικά πλάνες τοῦ Βαρλαάμ.  Ἀκολουθοῦν καί ἄλλες Σύνοδοι τό 1347 καί τό 1351 μέ τή διαρκῆ παρουσία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
 Ἀπό τά ἀνωτέρω συμπεραίνουμε ὅτι οἱ Ἅγιοι Πατέρες σέ περίπτωση ἐμφανίσεως κάποιας αἱρέσεως δέν ἐνεργοῦσαν κατά τό δοκοῦν διαβάζοντας ἁπλῶς τό Εὐαγγέλιο ἤ τά συγγράμματα τῶν πρό αὐτῶν Πατέρων.  Ὄχι. Ἀκολουθοῦσαν τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, εἶχαν γνώση τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων, ἀλλά ὡς καθαρθέντες καί θεωθέντες, εἶχαν συμπαραστάτη τους τό ἅγιο Πνεῦμα καί μέ τό φωτισμό του διέκριναν τήν αἵρεση, διεκήρυτταν αὐθεντικῶς καί μετά βεβαιότητος τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Ἐν ἀνάγκη ἀπομακρύνονταν ἀπό τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους καί πολλοί τούς ακολουθοῦσαν.  Ὅμως ὡς ἐκκλησιαστικοί ἄνθρωποι, ὡς ποιμένες δηλ. ὄχι τοῦ ἑαυτοῦ τους, ἀλλά τῆς Ἐκκλησίας, διακηρύσσοντας ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ τήν ὀρθή πίστη, βάζοντας ὅρια ἀνάμεσα στήν πλάνη καί τήν ἀλήθεια, ἐπιδίωκαν τή σύγκληση τοὐλάχιστον τοπικῶν Συνόδων. Ὁ Ἅγιος Μάξιμος π.χ. σπεύδει στήν Αφρική καί τή  Ρώμη γιά νά ἐπιτύχει συνοδική καταδίκη τοῦ Μονοθελητισμοῦ καί τίς ἀποφάσεις τους τίς ἐπικαλεῖτο, ὅταν χρειαζόταν. Στίς Συνόδους οἱ ἅγιοι Πατέρες ἦσαν παρόντες εἴτε διά τοῦ λόγου, ὅταν ζοῦσαν εἴτε διά τῆς θεολογίας τους ἄν εἶχαν κοιμηθεῖ. Μέ βάση τή διδασκαλία τους ἀναθεματίζονταν οἱ αἱρετικοί.  Πολλές φορές οἱ Πατέρες ἀνέμεναν «ἄχρι καιροῦ» τήν ἐπιστροφή τους, καί οἰκονομοῦσαν  ὅσους μετανοοῦσαν.
 Ἀπό τήν ἱστορία ἀποδεικνύεται  ὅτι εἶναι ἀπαραίτητη καί ἡ ὑπό τῶν Συνόδων κατάγνωσις τῆς αἱρέσεως, γιατί αὐτές δίδουν ἑκάστοτε τήν λύση τῆς τραγωδίας, τῶν περιπετειῶν δηλ. στίς ὁποῖες περιπίπτει ἡ Ἐκκλησία ἐξ αἰτίας τῶν αἱρέσεων.   Μέ τό ὅπλο τῆς καταγνώσεως μιᾶς αἱρέσεως ἀπό τίς Συνόδους  οἱ Ἅγιοι και ἡ ἐκκλησία ὅλη βαδίζουν ἀσφαλέστερα στήν κανονική ὁδό, εἰδικά στό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους, εἴτε ἔχουν εἴτε δέν ἔχουν προσωπικά καταδικασθεῖ ἀπό Σύνοδο. Στή συνάφεια αὐτή πρέπει νά τονισθεῖ μέ ἔμφαση ὅτι μέσα στή δίνη τοῦ πολέμου κατά τῶν αἱρέσεων καί τῶν ἀλλεπαλλήλων συνόδων, πάλι οἱ Πατέρες ἦσαν αὐτοί πού ἐν ἁγίῳ Πνεύματι διέκριναν ποιά Σύνοδος ἦταν ὀρθόδοξη, ποιά δηλ. συμφωνοῦσε μέ τή δογματική παράδοση τῶν προγενεστέρων Συνόδων καί Πατέρων.
Παρά τό σεβασμό τῶν ἁγίων Πατέρων στίς ὀρθοδόξους Συνόδους, δέν ἀποτελεῖ ἀντικανονικότητα τό γεγονός ὅτι σέ κάποιες περιπτώσεις ἕνας Ἅγιος ἐντοπίζοντας μιά προφανῶς αἱρετική διδασκαλία διακόπτει τήν κοινωνία καί τό μνημόσυνο τοῦ ἐπισκόπου του ὄχι μόνο πρό τῆς συνοδικῆς κρίσεως τοῦ ἐπισκόπου ἀλλά καί πρό τῆς συνοδικῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως.   Μήπως καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός πού ἤλεγξε τήν εἰκονομαχία, πρίν τίς ἀποφάσεις τῆς συνόδου στή Συρία, θά κοινωνοῦσε μέ τούς ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ; Ἀσφαλῶς ὄχι. Δέν μπορῶ ἐπίσης νά δεχθῶ  ὅτι ὁ ἅγιος Στέφανος ὁ Νέος, ἀκολουθούμενος  ἀπό πλῆθος μοναχῶν καί λαϊκῶν, θά μποροῦσε, ἀναμένοντας τήν ἀπόφαση μιᾶς ὀρθοδόξου Συνόδου, νά κοινωνεῖ μέ ἱερεῖς καί ἐπισκόπους πού θεωροῦσαν καί διεκήρυτταν ὅτι οἱ εἰκόνες εἶναι εἴδωλα.
Ναί, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός καί ὁ Στέφανος ὁ Νέος καί ἄλλοι ἅγιοι Πατέρες δέν κοινωνοῦσαν μέ τούς εἰκονομάχους Πατριάρχες καί ἐπισκόπους ἀκόμη καί χωρίς συνοδική ἀπόφαση, ἐρχόμενοι ἀντιμέτωποι μέ τή βλάσφημη καθαίρεση τῶν ἁγίων εἰκόνων. Καί πολλοί κληρικοί μοναχοί καί λαϊκοί τούς ἀκολουθοῦσαν.  Ναί, ἀλλά ποιοί ἦσαν αὐτοί οἱ ἅγιοι; Ἐκπλήττεσαι ἀπό τήν ἄσκησή τους, τήν τελειότητα τῆς πίστεως καί τῶν ἀρετῶν τους καί ἀπό τά θαύματά τους. Οἱ εἰκονομάχοι τούς ἔκοβαν τίς μύτες, τ΄αὐτιά, τούς ἔβγαζαν τά μάτια τούς ἔκαιγαν τά μοναστήρια, ἀλλά θείῳ Πνεύματι κινούμενοι  ἀδυνατοῦσαν νά συγκατατεθοῦν καί νά κοινωνήσουν στήν αἵρεση. 
Κάνοντας μία κίνηση πρός τά πίσω ἄς ἀναλογισθοῦμε τά μέτρα ὅλων τῶν θεοφόρων  Πατέρων.  Οἱ Πατέρες μας αὐτοί δέν ἦσαν ἁπλῶς οἱ ἥρωες πού ἀνθίσταντο μέ γενναῖο φρόνημα στίς αἱρέσεις, πού εἶχαν ἄπταιστη γνώση τῶν ἁγίων Γραφῶν καί τῆς διδασκαλίας τῶν πρό αὐτῶν ἁγίων Πατέρων πού διετύπωναν τά ὀρθόδοξα δόγματα καί τά ὑπερασπίζονταν μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους.  Ἡ πίστη τους καί τά ἔργα τους ἦσαν ἑδραιωμένα στήν ἐν αὐτοῖς ζῶσαν καί ἐνεργοῦσαν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ σημειοφόρος Στέφανος  ἦταν κατά τόν βιογράφο του ὁ ἀεί ἐν ἑαυτῷ τόν Χριστόν περιφέρων καί ὅλως ὑπ΄ αὐτοῦ διδασκόμενος.[15] Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος γράφει  σχετικῶς : Ὁ Θεός πῦρ ἐστί καί πῦρ ἦλθε καί ἔβαλε ἐπί τῆς γῆς......Ἐκ γάρ τούτου τοῦ πυρός ἐκείνου τοῦ θείου πᾶσαν ἐπιστήμην καί πᾶσαν τέχνην οὗτοι [οἱ ἅγιοι] σοφῶς διδαχθέντες διά πάντων ἐν παντί τῷ βίῳ καί ἐν πάσῃ αὐτῶν τῇ ζωῇ τῷ Θεῷ εὐηρέστησαν...Τοιοῦτοι δέ ὑπῆρχαν καί οἱ ἅγιοι καί θεοφόροι πατέρες ἡμῶν καί διδάσκαλοι οἱ τάς αἱρέσεις διά τοῦ πυρός τούτου τοῦ θείου ὡς ἀκάνθας ἐξαφανίσαντες[16].    
Οἱ Πατέρες, ἔχοντες ἐν ἑαυτοῖς «τό ἄυλο πῦρ» τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὄχι μόνο κατέστρεφαν τήν πλάνη ἀλλά ἐνεργοῦσαν μέ διάκριση  χάριν τοῦ πλανωμένου καί χάριν τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ.  Ἐφήρμοζαν διακριτικά τούς Ἱ. Κανόνες.  Ὅπως μοῦ ἔλεγε ὁ γέρων Παΐσιος «τό Πηδάλιο πρέπει νά τό χρησιμοποιεῖ κάποιος, ὅπως τό πηδάλιο τῶν πλοίων, κάνοντας κατάλληλους ἐλιγμούς γιατί ἀλλιῶς τό πλοῖο θά πέσει στά βράχια».  Καί ὁ γέροντάς μου ὁ π. Ἐπιφάνιος ἔλεγε ὅτι δέν πρέπει νά κάνουμε τούς Κανόνες κανόνια στρεφόμενα ἐναντίον τῶν ἄλλων ἀδελφῶν μας. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας πρόμαχος τῆς πίστεως καί πρωτοστάτης τῆς καταδίκης τοῦ Νεστορίου καί τῶν ὀπαδῶν του δέν περιέλαβε στά ἀναθέματα τῆς Γ΄ Οἰκουμ. Συνόδου ὀνομαστική καταδίκη τοῦ τότε ἤδη κοιμηθέντος αἱρετικοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, δασκάλου τοῦ Νεστορίου  οὔτε  διέκοψε τό μνημόσυνο ἐπισκόπων τῆς Ἀνατολῆς πού τόν μνημόνευαν στά δίπτυχά τους, γιατί φοβόταν τό σκάνδαλο καί τά σχίσματα πού θά ἀκολουθοῦσαν. Ὁ Θεόδωρος καταδικάστηκε πολύ ἀργότερα στήν Ε΄ Οἰκουμ. Σύνοδο  μετἀ ἀπό 120 χρόνια, ὅταν εἶχε λείψει ὁ κίνδυνος τοῦ σχίσματος.
            Ἐρχόμεθα στή σημερινή μάστιγα τῆς Ἐκκλησίας τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.  Πατριάρχες, μητροπολίτες καί θεολόγοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑποστηρίζουν μέ κάθε λόγο καί τρόπο τήν ἕνωση τῶν «Ἐκκλησιῶν» καί Ὁμολογιῶν, ἐνῷ κάποιοι κάνουν ἀνοίγματα στήν Πανθρησκεία.  Ἀρνοῦνται ἔτσι τή μοναδικότητα  «τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος», τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς δηλ. τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀμβλύνοντας μέ τή συνεχῆ προπαγάνδα τό ὀρθόδοξο φρόνημα τῶν πιστῶν. Τί ἔχει συμβεῖ σέ σχέση μέ τήν ἐξάπλωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέχρι τώρα στήν Ἐκκλησία μας;
Ἔχουμε τό τραυματικό σχῖσμα τῶν ἀδελφῶν μας Παλαιοημερολογιτῶν. Τήν ἀποτείχιση τῶν Ἁγιορειτῶν τό 1969, σύμφωνα μέ τόν ΙΕ΄ Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου πού προαναφέραμε, καί τριῶν Μητροπολιτῶν τῶν Ν. Χωρῶν ἐξ αἰτίας τῶν βλασφήμων θέσεων τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου καί τοῦ Ἀμερικῆς Ἰακώβου καί τήν μετά ἀπό τέσσερα χρόνια ἐπαναφορά στήν κοινωνία τοῦ Πατριάρχου Δημητρίου.  Ἔχουμε ἀργότερα καί ἄλλες ἀπομακρύνσεις μονῶν καί κληρικῶν  ἀπό τήν κοινωνία τῶν ἐπισκόπων τους λόγω αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τους  ἤ τῆς κοινωνίας τῶν ἐπισκόπων τους μέ αἱρετικούς προϊσταμένους τους καί κάποιων πάλι ἐπιστροφῶν στήν κοινωνία τῆς τοπικῆς τους Ἐκκλησίας.  Τέλος ἔχουμε ἀποτειχίσεις κληρικῶν καί μονῶν πού προσεχώρησαν στό  σχῖσμα τοῦ Παλαιοῦ ἡμερολογίου.  Ὅλες αὐτές οἱ κινήσεις μαρτυροῦν  ἀφ΄ἑνός μέν  μιά ὑγιᾶ διάθεση τῶν πιστῶν νά μήν ἀνεχθοῦν στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τόν μολυσμό τῶν αἱρέσεων, ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη σέ πολλές περιπτώσεις φανερώνουν μία σύγχυση περί τοῦ πρακτέου.   Ἡ σύγχυση ἐπιτείνεται ἀπό τήν ἐπίμονη ὑποστήριξη τῆς ἀντικανονικῆς θέσεως ζηλωτῶν κληρικῶν περί ὑποχρεωτικῆς ἀποτειχίσεως τῶν κληρικῶν ἀπό τούς προϊσταμένους τους,  εἴτε αὐτοί αἱρετίζουν εἴτε κοινωνοῦν μέ αἱρετίζοντες  καί πρό συνοδικῆς κρίσεως τῆς αἱρέσεως καθώς καί ἄλλων ἀστηρίκτων κανονικῶς θέσεων π.χ. ὅτι μέσῳ τοῦ κανόνος οἱ κηρύττοντες πλάνη εἶναι χωρίς συνοδική καταδίκη ἀναθεματισμένοι, ὅτι οἱ λαϊκοί εἶναι κριτές καί δικαστές τῶν αἱρετιζόντων ἐπισκόπων.
           Νομίζω ὅτι μέχρι τώρα, παρά τόν πόνο πού βιώνουν οἱ πιστοί ἀπό τή βλάσφημη εἰσβολή τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τελικῶς τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας  ἔχει ἀκολουθήσει τόν χρυσό κανόνα δηλ. τούς Ἱ. Κανόνες καί τούς ἁγίους τοῦ καιροῦ μας.  Ἡ κατάγνωση ἀπό τούς Πατέρες, σύμφωνα μέ τό πλῆρες περιεχόμενο τοῦ ὅρου τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος  τῆς πρωτοδευτέρας Συνόδου, εἶναι ἡ ἀρχή, τό ἔναυσμα, γιά κάθε κανονική τοποθέτηση καί ἐνέργεια κληρικῶν καί λαϊκῶν. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἶναι πού ὁδηγοῦν ὅταν πρέπει  σέ καταδικαστικές συνοδικές ἀποφάσεις. 
          Ἔχουμε καί σήμερα Πατέρες Ἁγίους.  Χωρίς ἁγίους ἡ Ἐκκλησία μας θά ἦταν γυμνή Χάριτος. Αὐτοί εἶναι οἱ αὐθεντικοί ἑρμηνευτές καί τηρητές τῶν ἱ. Κανόνων. Ἀπό τήν πολιτεία τῶν τωρινῶν ἁγίων μας  γίνεται ἀντιληπτό ὅτι δέν ἀρκεῖ νά μελετᾶ κανείς τούς Κανόνες καί εἰδικά σέ τόσο σοβαρά ζητήματα καί νά ὁρμᾶ στήν ἐφαρμογή τους.  Χρειάζεται φωτισμός θεῖος καί διάκριση εἰδικά σήμερα ὅπου ὁ Οἰκουμενισμός ἔχει μεθόδους καί διακλαδώσεις σατανικές, ἐπικίνδυνες γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.   Οἱ ζῶντες ἅγιοι ὁμιλοῦν καί ἐνεργοῦν μέ τήν ἐπιστασία τοῦ ἁγίου Πνεύματος.  Γνωρίζουν πῶς καί πότε θά ὁμιλήσουν, πῶς καί πότε θά συστήσουν τίς κατάλληλες ἐνέργειες.  Γιά τόν Οἰκουμενισμό ὁμιλοῦν, γράφουν, καταδικάζουν, ἀφυπνίζουν, ἀλλά καί συγκρατοῦν τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας στήν ἑνότητά του. Προσέχουν νά μή διχάσουν τό ἤδη «πολυκομματιασμένο φόρεμα τῆς Μητέρας μας»,(π. Παΐσιος) τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας.  Ἄς δοῦμε τή στάση τῶν σημερινῶν ἁγίων.
Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἔγραψε : «Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινόν ὄνομα διά τούς ψευδοχριστιανούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης...Ὅλοι δέ αὐτοί οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδοεκκλησίαι δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μιά αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τήν ἄλλην αἵρεσιν. Τό κοινόν εὐαγγελικόν ὄνομά των εἶναι ἡ παναίρεσις»[17].
Ὁ ἅγιος Γέροντας Παΐσιος σέ ἐπιστολή του στίς ἀρχές τοῦ 1969 κατηγορεῖ τίς φιλενωτικές κινήσεις τοῦ Ἀθηναγόρα καί τόν ἐλέγχει γιά τόν σκανδαλισμό τῶν χριστιανῶν. Λέει ἐπίσης ὅτι  «ἐπειδή τό θέμα τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι κάτι τό πνευματικόν καί ἀνάγκην ἔχομε πνευματικῆς ἀγάπης, ἄς τό ἀφήσουμε σέ αὐτούς πού ἀγαπήσανε πολύ τόν Θεόν καί εἶναι θεολόγοι, σάν τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας... πού προσφέρανε καί προσφέρουν ὁλόκληρο τόν ἑαυτό τους εἰς τήν διακονίαν τῆς Ἐκκλησίας (ἀντί μεγάλης λαμπάδας) τούς ὁποίους ἄναψε τό πῦρ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ...».  (ἄς θυμηθοῦμε ἐδῶ τό πῦρ γιά τό ὁποῖο μίλησε καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Ν. Θεολόγος). Συνεχίζοντας βεβαιώνει ὅτι «ὁ Κύριος ὅταν θά πρέπῃ, θά παρουσιάσῃ τούς Μάρκους τούς Εὐγενικούς καί τούς Γρηγορίους Παλαμάδες διά νά συγκεντρώσουν ὅλα τά κατασκανδαλισμένα ἀδέλφια μας, διά νά ὁμολογήσουν τήν Ὀρθόδοξον πίστιν, νά στερεώσουν  τήν Παράδοσιν καί νά δώσουν χαράν μεγάλην εἰς τήν Μητέρα μας». Λέγει ὅμως ὅτι «δέν εἶναι καθόλου καλόν νά ἀποχωριζώμεθα ἀπό τήν Ἐκκλησίαν κάθε φορά πού θά πταίῃ ὁ Πατριάρχης. Ἀλλά ἀπό μέσα κοντά στήν Μητέρα Ἐκκλησία ἔχει καθῆκον καί ὑποχρέωσι ὁ καθένας νά ἀγωνίζεται μέ τόν τρόπον του»[18].  Ὁ π. Παΐσιος τελικῶς στό τέλος τοῦ 1969 παρακίνησε τούς ἁγιορεῖτες στή διακοπή τοῦ μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχου τό ὁποῖο ἐπανῆλθε μετά 4 χρόνια. 
Ὁ μητροπολίτης Αὐγουστῖνος, ὁ ἅγιος γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος, ὁ σεβαστός γέροντας μας π. Ἐπιφάνιος, ὁ π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος, ὅλοι σέβονταν  τό π. Ἡμερολόγιο, δέν ἤθελαν ὅμως τό σχῖσμα. Ὅλοι ἀντιπαθοῦσαν τόν Οἰκουμενισμό καί μάχονταν ἐναντίον του, ἀλλά ἀπέφυγαν τήν ἀποτείχιση.  Οὔτε οἱ πλήρεις χαρισμάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὅσιοι Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, Ἰάκωβος Τσαλίκης, οὔτε ὁ διωκόμενος στή Σερβία ὅσιος Ἰουστῖνος διενοήθησαν νά ἀποτειχισθοῦν ἀπό τήν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας. 
Ἡ βιασύνη γιά ἀποτείχιση σήμερα βασίζεται στήν ἐσφαλμένη ἀντίληψη  περί ὑποχρεωτικοῦ χαρακτῆρος τοῦ Κανόνος.  Ἄν ἤθελαν οἱ θεοφόροι Πατέρες, συντάκτες τοῦ Κανόνος νά καταστήσουν τόν Κανόνα ὑποχρεωτικό θά ξεκινοῦσαν μέ τό ρῆμα «δεῖ» ἤ «πρέπει» ἤ «ἀναγκαῖον ἐστί» καί θά προέβλεπαν ποινές ἀναθέματος καί ἀφορισμοῦ στήν περίπτωση παραβάσεως τοῦ Κανόνος. Ἔχουν εἰπωθεῖ πολλά σχετικά μέ τό ζήτημα αὐτό. Θά προσθέσω τοῦτο. Ὁ κανόνας αὐτός, κατά τό τμῆμα πού μᾶς ἐνδιαφέρει, εἶναι σέ πολλά σημεῖα κατά γράμμα παρμένος ἀπό τήν «Περί ἐξαγγελιῶν» πραγματεία τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου Ἱεροσολύμων[19]. Σ’αὐτήν ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος γιά λόγους παιδευτικούς καταρᾶται τούς παραβάτες τῶν θείων ἐντολῶν[20]. Φθάνοντας ὅμως στό συγκεκριμένο ἀπόσπασμα, κανένα ἐπιτίμιο δέν προβλέπει. Ἐκτιμᾶ μόνο, ὅπως ὁ ΙΕ΄κανών, ὅτι  ὅποιος ἀποτειχισθεῖ ἀπό τόν αἱρετικό προϊστάμενό του, πρέπει νά τύχει τιμῆς καί ἀποδοχῆς.
Γιατί ἄραγε μοιάζουν ἐλαστικοί οἱ Πατέρες στό ζήτημα αὐτό; Στήν ἀνησυχία πού ἐξέφρασα πρός τόν Ὅσιο Πορφύριο γιά τίς ἐνέργειες τῶν ὑψηλά ἱσταμένων οἰκουμενιστῶν μοῦ εἶπε : «Πρέπει νά εἴμαστε προσεκτικοί». Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ συντάκτες τοῦ ΙΕ΄Κανόνος δέν ὑποχρεώνουν σέ ἀποτείχιση καί οἱ ἐσχάτως διαλάμψαντες ἅγιοι, ἰδιαίτερα σήμερα, τήν ἐποχή τῆς συγχύσεως, ὅπου «ἐψύγη ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν», δέν σπεύδουν σέ ἀποτειχίσεις γιατί καί τότε οἱ ἅγιοι καί τώρα ἀναλογίζονται τίς προβλεπόμενες καί μή προβλεπόμενες συνέπειες ἀπό τέτοιες κινήσεις καί νιώθουν εὐθύνη γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Καθένας, εἰδικά κάθε ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νά σκεφθεῖ πάρα πολλά «παρατράγουδα» σέ περίπτωση ἀποτειχίσεων.  Δέν πρέπει νά ἀκολουθήσουμε τούς ἁγίους ὅσιο Ἰουστῖνο, ὅσιο Πορφύριο, ἁγίους Γέροντες Παΐσιο, Ἰάκωβο Τσαλίκη, Φιλόθεο Ζερβάκο, ἐπίσκοπο Αὐγουστῖνο;
Ἐν προκειμένῳ, ἔχει καταγνωσθῆ ὁ Οἰκουμενισμός ὡς παναίρεση ὑπό τῶν συγχρόνων γερόντων, ἀλλά γιά νά ἀπομακρυνθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τήν κοινωνία τῶν Οἰκουμενιστῶν χρειάζεται κατάγνωσις ὑπό τῆς Συνόδου - αὐτό εἶναι διαζευκτικά ἕνα ἀπό τά προαπαιτούμενα τοῦ ΙΕ΄Κανόνος-«ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων» - δεδομένου ὅτι κατά τή μαρτυρία καί τῶν ἀποτειχισθέντων ἀδελφῶν, ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ὕπουλη αἵρεση καί ὡς πρός τήν οὐσία του καί ὡς πρός τήν πρός τά ἔξω ἔκφρασή του.  Ὅπως ἐγράφη ὀρθῶς «ὁ Οἰκουμενισμός σήμερα προχωρεῖ εἰς τήν κατάργησιν τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς πίστεως σταδιακά καί μεθοδικά» ἐνῷ «ἐκ τοῦ ἀντιθέτου...παρουσιάζεται σάν νά μήν καταργῆ τίποτε ἀπό τήν πίστι καί τήν Παράδοσι, οἱ δέ ποιμένες καί δή[ βεβαίως ὄχι ὅλοι, σημ. δική μας] οἱ ἐπίσκοποι νά...αὐτοπροβάλλωνται ὡς φύλακες τῆς πίστεως καί προστάτες τοῦ ποιμνίου...» Αὐτό, συνεχίζει, «ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι ἡ ὑπουλώτερη ἐξ ὅλων τῶν αἱρέσεων».
Προβάλλει λοιπόν λόγῳ τοῦ χθονίου χαρακτῆρος τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἡ ἀνάγκη, κατά τόν Θεόδωρο τόν Στουδίτη, νά ἐκφωνηθῆ «τό πονηρόν δόγμα καί ἀνάθεμα» σέ Σύνοδο.  «Πρό τούτων...» οὐκ ἔστιν «ἀσφαλές ἀποστῆναι τῶν παρανομούντων τελείως ...οἰκονομίᾳ δέ πρεπούσῃ ἀναφέρειν ἕως καιροῦ»[21] δηλαδή εἶναι ἀναγκαῖο νά γίνει φανερή ἡ αἵρεση, νά διακηρυχθεῖ συνοδικά ἀπό κάποια ψευδοσύνοδο ; καί στή συνέχεια βέβαια κατά τό πρότυπο τῶν Συνόδων νά ἀναθεματισθῆ ἐν Συνόδῳ, ἄν ὄχι σέ Οικουμενική, τουλάχιστον σέ μιά τοπική Σύνοδο. Μἐχρι τότε, «ἄχρι καιροῦ», μνημονεύονται οἱ αἱρετίζοντες ἐπίσκοποι ἀλλά ἀπαιτεῖται πίστις, ἐγρήγορση ἐν Χριστῷ ἄσκησις καί ἐργασία τῶν ἐντολῶν. Ἔχει βέβαια ἀναθεματισθῆ ὁ Οἰκουμενισμός ἀπό τήν ὑπερόρια ρωσική Σύνοδο τοῦ Φιλαρέτου στήν Ἀμερική, ἀλλά πρόκειται γιά Σύνοδο ἀμφιβόλου κανονικότητος. 
 Κι ἐδῶ πρέπει νά ἀκολουθήσουμε τόν ἅγιο Ἰουστῖνο.  Λησμονοῦμε ὅτι ὄχι μόνο χαρακτήρισε «παναίρεση» τόν Οἰκουμενισμό, ἀλλά σέ Ὑπόμνημά του πρός τή Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας, σχετικό μέ τήν καί τότε μελετωμένη «Μεγάλην Σύνοδον» ἔγραψε : Ἕτερον θέμα, τό ὁποῖον θά ἠδύνατο καί θά ἔπρεπε, κατά τήν ἡμετέραν αἴσθησιν καί ἐπίγνωσιν, νά ἀπασχολήσῃ μίαν ὄντως Οἰκουμενικήν Σύνοδον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σήμερον, εἶναι τό θέμα τοῦ «οἰκουμενισμοῦ». Τό θέμα τοῦτο...εἶναι εἰς τήν πραγματικότητα ἐκκλησιολογικόν θέμα καθ’ ὅτι ἀναφέρεται εἰς τήν Ἐκκλησίαν ὡς ἕνα καί ἑνιαῖον καί μοναδικόν θεανθρώπινον ὀργανισμόν, τόν ὁποῖον ὁ συγκρητισμός τοῦ συγχρόνου οἰκουμενισμοῦ θέτει ὑπό ἀμφισβήτησιν[22].     
Ἡ κανονική καταδίκη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ θά ἀποτελέσει τήν ἀπαρχή γιά τήν πλήρη καταστροφή τῆς αἱρέσεως.
Μέχρι τότε δέν πρέπει νά  ἐφησυχάζουν καί δέν ἐφησυχάζουν οἱ ὀρθόδοξοι κληρικοί καί λαϊκοί οὔτε βολεύονται, ὅπως κατηγοροῦνται ἀπό τούς ἀποτειχισμένους.  Μέ τό κήρυγμα, μέ δημόσιες ὁμιλίες, μέ κείμενα συγγραφόμενα καί ὑπογραφόμενα ἀπό ἐπισκόπους καί λοιπούς κληρικούς μοναχούς καί λαϊκούς, μέ ποικίλες παρεμβάσεις, δημοσιεύματα, ἀφ’ ἑνός καλλιεργεῖται τό ὀρθόδοξο φρόνημα τῶν πιστῶν πού κρατοῦνται ἔτσι σέ ἐγρήγορση καί ἑνότητα, καί ἀπό τήν ἄλλη ἀναγκάζονται οἱ Οἰκουμενιστές νά «πονοκεφαλιάζουν» καί πολλές φορές νά χάνουν τήν ψυχραιμία τους.  Ὅσο κι ἄν προχωροῦν σέ ἀποστασία ἀπό τήν Ορθοδοξία, γνωρίζουν ὅτι ὑπάρχη ζῶσα παρεμβολή τῶν ὀρθοδόξων πού ἔχει ὅρια στήν ἀνοχή τῆς παρανομίας.  Ὅσοι χαρακτηρίζουν χλευαστικά  τήν «Ὁμολογία Πίστεως» καί τή λοιπή σήμερα ἀναπτυσσόμενη ἀπολογητική γραμματεία ὡς «χαρτοπόλεμο», θά ἔπρεπε κάνουν τό ἴδιο καί γιά τήν πατερική γραμματεία πού ἀνέκαθεν ἀναπτυσσόταν γιά δεκαετίες μέχρι τήν καταδίκη τῶν αἱρέσεων.
Θά ἤθελα νά συνοψίσω τίς παραπάνω σκέψεις σχετικά μέ τή στάση τῶν Ἁγίων ἔναντι τῶν αἱρέσεων.
Α)Ἡ συμβολή τῶν ἁγίων Πατέρων διά τοῦ φωτισμοῦ, τῆς θεολογίας καί τῆς παρρησίας τους εἶναι ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ προϋπόθεση γιά τήν διάγνωση καί κατάγνωση τῶν αἱρέσεων
Β) Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀποτειχίζονται ἀπό τήν κοινωνία τῶν αἱρετικῶν ἐπί τῇ βάσει τῆς διδασκαλίας τῶν πρό αὐτῶν Πατέρων, καί μέ τή βεβαιότητα καί τήν πληροφορία πού τούς παρέχει τό ἅγιο Πνεῦμα.
Γ) σπεύδουν στή συγκρότηση Συνόδων γιά τήν καταδίκη τῶν αἱρέσεων καί τῶν αἱρετικῶν ποιμένων, διακρίνουν ποιές ἀπό τίς Συνόδους εἶναι ὀρθόδοξες  καί στίς ἀντιπαραθέσεις μέ τούς αἱρετικούς προβάλλουν μαζί μέ τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας τίς τοπικές συνόδους πού καταδικάζουν τήν πλάνη γιά νά αἰτιολογήσουν τήν ἀποτείχισή τους ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες.
Δ) δέν ἐνεργοῦν παρορμητικά καί ἰσοπεδωτικά, ἀλλά μετά διακρίσεως ἀναμένοντας τόν κατάλληλο καιρό γιά τήν ἀποτείχιση φροντίζοντας μέ θεῖο φόβο γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Ε) Ἅγιοι Πατέρες ὑπάρχουν καί σήμερα  καἰ ὅπως πάντοτε ὀφείλουμε καί σήμερα μπροστά στή λαίλαπα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νά τούς ἀκολουθοῦμε.
Συμπεράσματα ἀπό τόν κατοπτρισμό μας στήν πολιτεία τῶν Ἁγίων.
Ἀναλογιζόμενοι τό μέγεθος τῆς ἁγιότητος τῶν ἁγίων Πατέρων θεωρῶ ὅτι ἀκολουθώντας κατά τό δυνατόν τό πνεῦμα τους α) δέν μποροῦμε οὔτε κατ΄ἐλάχιστον νά συγκρίνουμε τόν ἑαυτό μας, τίς πράξεις καί τά γραπτά μας μέ αὐτά τῶν ἁγίων πού ἀνῆλθαν στή θεωρία τοῦ Θεοῦ καί ἐδέχθηκαν τό χάρισμα τοῦ θεολογεῖν. β) Εἶναι κατ΄ἐμέ ἐπιεικῶς ἀπαράδεκτο, λόγῳ τῆς κρισιμότητος τῶν πραγμάτων καί τῆς καταιγιστικῆς προωθήσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νά ὁμιλοῦμε ὑποτιμητικά γιά τήν ἐν Χριστῷ διδασκαλία περί ἀσκήσεως καί νά χαρακτηρίζουμε «εὐσεβιστικά» τά κηρύγματα περί νοερᾶς προσευχῆς, ὑπακοῆς κλπ. Γιατί τούτη ἡ ζωή τῆς ἀσκήσεως καί ὁ ἀγῶνας γιά τήν ἐν Χριστῷ τελείωση ἦταν ἡ βάση τῶν ἁγίων καί πρέπει νά ἀποτελεῖ καί γιά μᾶς τό κριτήριο ὅλων τῶν ἐνεργειῶν μας. γ) Ἐγγίζει τά ὅρια τῆς βλασφημίας ὁ ἰσχυρισμός ὅτι ἔχοντας τά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων καί τούς ἱερούς Κανόνες δέν ἔχουμε ἀνάγκη τόν θεῖο φωτισμό γιά τίς ἐνέργειές μας καί  δ) Οἱ ὕβρεις πού ἐκτοξεύονται κατά τών θεοφόρων ἁγίων τοῦ καιροῦ μας, ἁγίων πού δέν τούς ἀνεκήρυξαν, ὅπως ἐλέχθη, οἱ Οἰκουμενιστές, ἀλλά ὅλο τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο ζεῖ καί ἀναπνέει μέ τό ὄνομά τους, ὄχι μόνο ἀποτειχίζουν τούς ὑβριστές ἀπό τούς αἱρετίζοντες προϊσταμένους τους ἀλλά φρονῶ τούς ἀποσχίζουν καί ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
Τελικῶς δέν πρέπει μόνοι μας, μέ κριτήριο τούς λογισμούς μας, τά διαβάσματά μας καί τόν ζῆλο μας νά βαδίζουμε  στή ζωή μας καί νά κάνουμε τίς ἐπιλογές μας, αὐτή μάλιστα τήν ἐποχή τοῦ «σατανοκινήτου» Οἰκουμενισμοῦ (π. Ἐπιφάνιος). Ἀλλά «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις» ἔχοντες κατοικοῦντα τόν Χριστό στίς καρδιές μας διά τῆς πίστεως, ριζωμένοι καί θεμελιωμένοι στήν ἀγάπη, θά μπορέσουμε νά καταλάβουμε «τί τό πλάτος καί μῆκος καί βάθος καί ὕψος»  καί νά γνωρἰσουμε τήν ὑπερβάλλουσα τῆς γνώσεως ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, τηροῦντες μετά φόβου τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

[1]ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περί ἐκκλ. Καί οὐρανίου ἱεραρχίας, Ἐκδ. Πουρναρᾶ Θεσσ/νίκη 1985 σ.50.
[2] ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Πηδάλιον σ. 13
[3] ΚΑΝΩΝ ΛΑ΄Ἁγίων Ἀποστόλων : Εἴ τις καταφρονήσας τοῦ ἰδίου Ἐπισκόπου χωρίς συναγάγῃ, και θυσιαστήριον ἕτερον πήξῃ, μηδέν κατεγνωκώς τοῦ Ἐπισκόπου ἐν εὐσεβείᾳ καί δικαιοσύνῃ, καθαιρείσθω ὡς φίλαρχος.(Πηδάλιον σ. 32).  Ἐξ αντιδιαστολῆς συμπεραίνεται ὅτι δίδεται ἡ δυνατότητα στόν πρεσβύτερο νά ἀποκοπῇ ἀπό τήν κοινωνία τοῦ ἐπισκόπου ὅταν ἐκεῖνος σφάλλῃ στήν πίστη καί τό δίκαιο.
[4] ΚΑΝΩΝ ΙΕ΄ τῆς Πρωτοδευτέρας ἐν Κων/πόλει Συνόδου(ἐπί Μ. Φωτίου): «...Οἱ γάρ δι΄αἵρεσίν τινα παρά τῶν ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἐαυτούς τῆς πρός τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῇς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται...»(Πηδάλιον σ. 358).
[5] ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ἐπιστολή πρός Κελεστῖνον ἐπίσκοπον Ρώμης, ἐν Τῶν Ἱερῶν Συνόδων νέα καί δαψιλεστάτη συλλογή, τόμος Α΄σ. 443                                               
[6] Βίος Στεφάνου τοῦ Nέου, P.G. 100, 1038A 
[7] P.G. 5, 912AB
[8] Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, P.G. 26, 1188ΒC
[9] ΙΩΑΝΝΟΥ  ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Ἑβραίους Ἐπιστολήν, Ὁμιλία ΛΔ΄, P.G. 63, 231
[10] ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, Ἴσον ἐπιστολῆς πρός Νεστόριον περί τῆς ἀκοινωνησίας, ἐν Τῶν Ἱερῶν Συνόδων νέα καί δαψιλεστάτη συλλογή, τόμος Α΄ σ. 457.
[11] Ἐξήγησις τῆς κινήσεως γενομένης μεταξύ τοῦ κυροῦ ἀββᾶ Μαξίμου καί τῶν συν αὐτῷ ἐπί σεκρέτου P.G. 90, 120C
[12]  Ὡς ἄνω P.G. 90, 120D
[13] ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΔΙΑΚΟΝΟΥ,Εἰς τόν Βίον καί μαρτύριον τοῦ παμμάκαρος καί Ὁσίου μάρτυρος Στεφάνου τοῦ Νέου, P.G. 100, 1117D- 1119A
[14] ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ  ΠΑΛΑΜΑ, Ἁγιορειτικός Τόμος, Φιλοκαλία τ.Δ΄ σ. 192.
[15] ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΔΙΑΚΟΝΟΥ,Εἰς τόν Βίον καί μαρτύριον τοῦ παμμάκαρος καί Ὁσίου μάρτυρος Στεφάνου τοῦ Νέου P.G. 100, 1157D
[16] ΣΥΜΕΩΝ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ἠθικός Ζ΄ Ἐκδόσεις Ὠφελίμου Βιβλίου, τ. 5 σσ.281-282.
[17] ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Οἰκουμενισμός, Ἔκδοσις Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 224
[18]    ΑΓΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, «Άγνωστη επιστολή πόνου κατά οικουμενιστών και φιλενωτικών», Ορθόδοξος Τύπος  (9/16-3-2007) .
[19] ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Περί ἐξαγγελιῶν «Εἰ δέ τινες ἀποσταῖεν τινος οὐ διά πρόφασιν ἐγκλήματος ἀλλά δι’αἵρεσιν ὑπό συνόδου ἤ ἁγίων Πατέρων κατεγνωσμένην τιμῆς καί ἀποδοχῆς ἄξιοι ὡς ὀρθόδοξοι» P.G. 87, 3369- 3371D
[20] Π.χ. : «Ὁ λύων ὅρον γονέων ἤ ζώντων ἤ τεθνεώτων ἀνάθεμα ἔστω....Εἰ τούς στάχυας τούς ἀποπίπτοντας οὐκ ἀφίησι συλλέγειν τοῖς πτωχοῖς ἐπικατάρατος. εἰ τις δίδοι τοῖς μάντεσι ἀντίψυχον καί λαμβάνει γραπτόν...ἐπικατάρατος»(P.G. 87, 3368AB).
[21] ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ, P.G. 99, 1048D
[22] ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ(νῦν ΑΓΙΟΥ) ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Περί τήν μελετωμένην «Μεγάλην Σύνοδον» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Ὑπόμνημα πρός τήν Σύνοδον τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1977 σ. 18