Τρίτη 24 Μαΐου 2016

(Κυριακή Β’ Νηστειῶν) «Λάμψον ἡμῖν Κύριε τό τῆς σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς»


 
 
Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν
                                                                       κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
 
            Τήν δευτέρα Κυριακή τῶν Νηστειῶν ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία τιμᾶ τήν μνήμη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθη υἱός τοῦ ἀνεσπέρου φωτός, διαπρύσιος κῆρυξ τῆς εὐσεβείας, ὑπερασπιστής τῶν τῆς Ἐκκλησίας δογμάτων καί ὑπέρμαχος τῶν ἱερῶς Ἡσυχαζόντων.
            Αὐτός ὁ ἱερός πατήρ καί μέγας φωστήρ καί διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, ἐγεννήθη στήν Κωνσταντινούπολη περί τό ἔτος 1296, ἀπό ἐναρέτους καί εὐγενεῖς γονεῖς, τόν Κωνσταντῖνο καί τήν Καλλονή. Ἐκ νεότητός του ἐσπούδασε στήν εὐσέβεια καί ἐπέλεξε ἀντί τῆς κοσμικῆς καί προσκαίρου γνώσεως καί σοφίας, τήν κατά Θεόν «μυστικήν θεωρίαν». Συναναστρεφόμενος μέ ἀσκητάς καί θεουμένους ἀνθρώπους, κατέστη ἀγωνιστής τόσο στήν πράξη, ὅσο καί στήν θεωρία.
            Ὁ θεοειδής αὐτός Ἱεράρχης καί τοῦ φωτός τοῦ θείου ἐκφάντωρ, ἀνεδείχθη Ποιμήν τῆς Θεσσαλονίκης, συγγραφεύς μέγας καί ἀγωνιστής ἐναντίον τῆς πλάνης τοῦ δολίου Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ, τοὐτέστιν αὐτοῦ τούτου τοῦ πνεύματος τῆς Δύσεως, τό ὁποῖο ἦτο καί εἶναι πνεῦμα πλάνης καί ἐκκοσμικεύσεως.
            Ἐπειδή κατά τήν διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἐξαιρέτως τιμᾶται ἡ Θεοτόκος, στήν ὁποία κάθε Παρασκευή ψάλλομε τούς Χαιρετισμούς, καί ἐπειδή ὁ ἱερός Γρηγόριος μέ θέρμη ψυχῆς ἐζήτησε ἀπό τόν Θεό τόν θεῖο φωτισμό, διά πρεσβειῶν κυρίως τῆς Θεοτόκου, θά ἀναφερθοῦμε σέ αὐτό τό θέμα καί στό πῶς ὁ ἄνθρωπος γίνεται θεατής τοῦ Ἀκτίστου Φωτός τοῦ Θεοῦ.
            Ἀπό μικρός ὁ Ἅγιος συνήθιζε προτοῦ μελετήσῃ κάποιο κείμενο, νά κάμῃ τρεῖς μετάνοιες καί θερμή προσευχή ἔμπροσθεν τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου, ὥστε νά φωτίζεται ὁ νοῦς του, προκειμένου νά κατανοῇ καί νά ἀποστηθίζῃ τά ἱερά κείμενα.
             Ἐκεῖνο ὅμως τό περιστατικό, τό ὁποῖο ἐξόχως δεικνύει τήν θαυμαστή χάρη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἱερό Γρηγόριο, διά πρεσβειῶν τῆς Κυρίας Θεοτόκου, εἶναι τό παρακάτω.
            Ἀγωνιζόμενος στό Ἅγιον Ὅρος, κατά τό δεύτερο ἔτος τῶν μοναχικῶν ἀγώνων του, μέ ἀγρυπνίες, νηστεῖες καί προσευχές, μέ συγκέντρωση καί φυλακή τοῦ νοός, προέβαλε τήν Θεοτόκο ὡς ὁδηγό καί μεσίτρια, καί ζητοῦσε μετά δακρύων τήν βοήθειά της, κραυγάζων «Φώτισόν μου τό σκότος, φώτισόν μου τό σκότος...».
            Ἐνῷ, λοιπόν, κάποια ἡμέρα εἶχε προσηλωμένο τόν νοῦ καί τήν καρδιά του στόν Θεό, αἴφνης παρουσιάσθη ἐνώπιόν του ἀνήρ σεμνοπρεπής καί σεβάσμιος, μέ πρόσωπο ἱλαρό καί γαλήνιο βλέμμα. Ἦτο ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ὁ ἠγαπημένος μαθητής τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε:
«Ἦλθον, τέκνον, ἀπεσταλμένος ἀπό τήν ἁγιωτέραν τῶν ἁπάντων καί Βασίλισσαν τῶν Οὐρανῶν, διά νά σέ ἐρωτήσω, διά ποίαν αἰτίαν ἀνά πᾶσαν στιγμήν κραυγάζεις “Φώτισόν μου τό σκότος, φώτισόν μου τό σκότος!”»
            Βλέπων τό θαῦμα ὁ Γρηγόριος, ἀπεκρίθη στόν ἅγιο ἐπισκέπτη:
«Καί τί ἄλλο πρέπει νά ζητῶ ἀπό τόν Θεό ἐγώ, ὅστις εἶμαι ἐμπαθής καί πλήρης ἁμαρτιῶν, παρά νά ἐλεηθῶ καί νά φωτισθῶ διά νά γνωρίζω τό θέλημά του καί νά τό ἐκτελῶ;».
            Ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής ἀπεκρίθη: «Ἡ Δέσποινα τῶν ἁπάντων ὁρίζει νά εἶναι βοηθός σου, καί ἐπίσης ἐγώ ὁ δοῦλος της νά σέ βοηθῶ».
            Ἐρωτᾶ ὁ θεῖος Γρηγόριος: «Καί ποῦ πρόκειται νά μέ βοηθῇ ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου μου; Εἰς τήν παροῦσαν ζωήν, ἤ εἰς τήν μέλλουσαν;».
            Ἀπεκρίθη ὁ Θεολόγος: «Καί εἰς τήν παροῦσαν ζωήν καί εἰς τήν μέλλουσαν».
            Ταῦτα εἶπεν ὁ θεῖος Ἰωάννης, καί ἀφοῦ ἐπλήρωσε χαρᾶς καί εὐφροσύνης τήν καρδία τοῦ Γρηγορίου, ἄφαντος ἐγένετο ἀπ’ αὐτοῦ.
       ● Καθώς καί ἐμεῖς ἀγωνιζόμεθα τόν ἱερό πνευματικό μας ἀγῶνα καί ἀντιλαμβανώμεθα, ὅτι τά σκοτάδια ἐνώπιόν μας, γύρω μας, ἀλλά καί ἐντός μας εἶναι τόσο πυκνά, ὑψώνoμε φωνή ἱκεσίας πρός τόν Πανοικτίρμονα Θεό: «Φώτισόν μου τό σκότος, φώτισόν μου τό σκότος...». Στήν τόσο δύσκολη καί οὐχί ἄνευ πνευματικῶν κινδύνων πορεία καί ἀναζήτηση, στεκόμαστε γιά ἐνίσχυση καί πνευματική ἀναψυχή, ἐνώπιον τῆς παναγίας μορφῆς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς ὁποίας τό φωτοφόρο πρόσωπο καταυγάζει τήν κτίση ὁλόκληρη, καί τό φεγγοβόλο βλέμμα της γαληνεύει καί θεραπεύει τήν τρωθεῖσα ἀπό τά βέλη τοῦ πονηροῦ καρδία μας. 
● Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἶναι γνωστός ὡς ὑπερασπιστής τῶν ἱερῶς Ἡσυχαζόντων, ἀπό τούς ὁποίους ἐβιώθη ἡ ἐμπειρία τοῦ Ἀκτίστου Φωτός. Αὐτός ὁ πατήρ τῆς Ἐκκλησίας διετύπωσε τήν Θεολογία περί τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, καταυγασθείς  τόν νοῦν ταῖς θείαις ἀστραπαῖς.
Αὐτό τό φῶς ἐβίωνε ὁ Ἀδάμ πρό τῆς παρακοῆς, ἀφοῦ μετεῖχε τῆς Θείας ἐλλάμψεως. Αὐτή τήν λαμπρότητα φοροῦσε «ὡς στολήν δόξης» καί «οὐδ’ ἀσχήμων ὑπῆρχεν, ὅτι γυμνός», ἀλλ’ ἦτο ὡραιότερος καί φωτεινότερος καί λαμπρότερος ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι φέρουν ἐνδύματα κεκοσμημένα μέ χρυσάφι καί λίθους πολυτίμους, κατά τόν ἱερό Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.
Ἡ παράβαση ὅμως καί ἡ παρακοή ἐγύμνωσε τόν ἄνθρωπο καί ὡς ἐκ τούτου ἔχασε τήν φωτεινή καί λαμπρά ἀμφίεσή του. Οἱ Πρωτόπλαστοι, πλέον, αἰσθάνονται τήν γύμνωση καί γεύονται καί βιώνουν τό σκοτάδι τῆς ψυχῆς.
Αὐτή τήν γυμνή ἀνθρώπινη φύση τήν οἰκονόμησε, τήν ἐλέησε καί  τήν ἐφώτισε ὁ Κύριος, ἀφοῦ τήν προσέλαβε καί τήν ἕνωσε μέ τήν Θεία Του φύση, ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀναλοιώτως.
Ἐπάνω στό Θαβώριον Ὄρος, κατά τήν φοβερά ὥρα τῆς Μεταμορφώσεώς Του, ἐφάνη τό ἔνδυμα τοῦ Θείου φωτός μέ τό ὁποῖο περιεβλήθη ἡ ἀνθρωπίνη φύσις καί ἐθεώθη.
Αὐτό τό φῶς, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων δέν εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, οὔτε κτιστόν φῶς, οὔτε φάντασμα φωτός, ἀλλά τό Ἄκτιστον Φῶς τοῦ Θεοῦ, ἄκτιστος καί Θεοποιός ἐνέργεια, καθ’ὅσον γνωρίζομεν ὅτι  «θεότης καθ’ ἑαυτήν ἀόρατος» (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Ἐπιστολή Α’ πρός Κληδόνιον, 28). Ὅμως αὐτό τό φῶς, ἦτο πάντοτε ἀχώριστο τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, κατά τούς Ἁγίους Πατέρας. «Οὐ γάρ ἦν καιρός, ὅτε οὐκ ἦν μετ’ αὐτῆς, συνάναρχον αὐτῇ κατά χρόνον καί συναΐδιον» (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, Ἑορτοδρόμιον, Ἐκδ. Ὀρθ. Κυψέλης, Θεσσαλονίκη 1987, τόμος Γ’, σελ. 250-251).
Ὁ Βαρλαάμ ἐπολέμησε αὐτή τήν ἀλήθεια μέ μίσος καί σατανικό πάθος, ἀπορρίπτων τήν δυνατότητα τῆς θεωρίας τοῦ θείου καί Ἀκτίστου Φωτός, τήν ὁποία εἶχαν, ὡς βαθειά ἐσωτερική ἐμπειρία, οἱ Ἀσκητές.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὑπερασπίστηκε μέ ζέση ψυχῆς τούς Ἡσυχαστές, καί κατετρόπωσε τίς ὀρθολογιστικές καί ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας θέσεις τοῦ Λατινόφρονος καί αἱρετικοῦ Βαρλαάμ. Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία μέ τίς Συνόδους της στήν Κωνσταντινούπολη κατά τά ἔτη 1341, 1347, 1351, υἱοθέτησε καί περιέβαλε μέ κῦρος Συνοδικό τίς θέσεις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τόν ἀνεκήρυξε διδάσκαλο ἀπλανῆ τῆς Ὀρθοδόξου καί ἀμωμήτου πίστεώς μας.
Μέ τήν παρουσία τοῦ Ἀκτίστου Φωτός ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἰρηνεύει καί καθίσταται μύστης θείων θεωριῶν καί κατοικητήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος (Νικήτας Στηθᾶτος). Ὁ ἄνθρωπος διά τῆς ἐλλάμψεως τοῦ θείου φωτός ἀξιοῦται «βαθείας τινός αἰσθήσεως τοῦ ζῶντος Θεοῦ ἐν τῇ καρδίᾳ καί τῷ νοΐ», δέχεται τήν ἀποκάλυψη τῆς Θεότητος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τήν πεῖρα τῆς Ἀναστάσεως, ὡς πρόγευση τῆς μελλούσης μακαριότητος, κοινωνεῖ μέ τόν Θεό πρόσωπον πρός πρόσωπον καί ἀποκτᾶ τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ).
● Προκειμένου ὅμως ὁ ἄνθρωπος νά γίνῃ θεατής τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, πρέπει νά καθάρῃ ἑαυτόν ἀπό τά πάθη, νά ἐργάζεται τήν νήψη, τήν μετάνοια, τήν αὐτομεμψία. Ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος λέγει: «Ἒχειν δέ τόν νοῦν πάντοτε πρός τόν Θεόν, ἐν τε τῷ ὕπνῳ καί ἐγρηγόρσει, ἑστιάσει καί ὁμιλίᾳ, ἐργοχείρῳ τε καί πάσῃ ἄλλῃ πράξει, κατά τό προφητικόν λόγιον “προωρώμην τόν Κύριόν μου ἐνώπιόν μου διά παντός”. Ἡγοῦ δέ ἑαυτόν ἁμαρτωλότερον παντός ἀνθρώπου. Χρονιζούσης γάρ ταύτης τῆς μνήμης, πέφυκεν ἐγγίνεσθαι τῇ διανοίᾳ ἔλλαμψις δίκην ἀκτῖνος. Καί ὅσον ταύτην ἐπιζητεῖς, πολλῇ προσοχῇ καί ἀπερισπάστῳ διανοίᾳ, κόπῳ τε πολλῷ καί δάκρυσι, τηλαυγέστερον φαίνεται. Φαινομένη δέ ἀγαπᾶται∙ ἀγαπωμένη δέ, καθαίρει∙ καθαίρουσα δέ, θεοειδῆ ἀπεργάζεται, φωτίζουσα καί διδάσκουσα διακρίνειν τό καλόν ἀπό τοῦ χείρονος» (Κεφάλαια Πρακτικά καί Θεολογικά).
Ἀλλ’ ὅμως ἐκτός ἀπό τήν μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν καί τόν καλόν ἀγῶνα, χρειάζεται ἡ συμβουλή σοφοῦ καί ἐμπείρου πνευματικοῦ, θεουμένου καί πεφωτισμένου, ὁ ὁποῖος ἀπλανῶς θά ὁδηγῇ πρός τίς πνευματικές ἀναβάσεις καί τήν θεωρία τοῦ Ἀκτίστου Φωτός τοῦ Θεοῦ. Τό πρόσωπο αὐτό, τό ἔμπειρο τῆς θείας θεωρίας, εἶναι ὁ ζῶν μάρτυς, ὁ ὁποῖος ἐπιβεβαιώνει τά τῆς πίστεως, ἀφοῦ ἠξιώθη πρό ἡμῶν τῆς θείας ἐπισκέψεως (π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ).
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στό Συμβουλευτικό Ἐγχειρίδιο, γράφει λόγια γλυκύτατα περί τοῦ θέματός μας:
«...καθώς τό αἰσθητό φῶς τοῦ ἡλίου, διαφάνειαν καί λαμπρότητα παρέχον εἰς τούς σωματικούς ὀφθαλμούς, δίδει δύναμιν εἰς αὐτούς νά διακρίνωσι δι' αὐτοῦ ὅλα τά ἐν τῷ αἰσθητῷ κόσμῳ ὁρατά κτίσματα, οὕτω καί τό νοητόν φῶς τοῦ ὑπερουσίου ἡλίου, νοεράν ἔλλαμψιν καί διαφάνειαν εἰς τούς ψυχικούς ὀφθαλμούς χαριζόμενον, δίδει δύναμιν εἰς αὐτούς νά διακρίνωσι δι' αὐτοῦ καί νά θεωρήσωσιν ὅλας τάς ἄλλας τοῦ Θεοῦ τελειότητας, καί πάντα τά ἐν τῷ νoερῷ κόσμῳ μακάρια θεάματα καί μυστήρια τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
Περαίνοντας τήν παραπάνω ἀναφορά μας στό ἐν λόγῳ θέμα, ὀφείλομε νά σημειώσωμε ὅτι ἡ «Δύση», τήν ὁποία ἐξέφρασε ὁ Βαρλαάμ, παραμένει ἐγκλωβισμένη στίς ἀνορθόδοξες θεωρίες της καί στήν πλάνη της, μή δεχομένη τό ἄκτιστον τῆς θείας χάριτος, μέ ἀποτέλεσμα νά μή ὁμιλοῦν οἱ Δυτικοί περί θεώσεως, ἀλλά περί ἠθικῆς προόδου τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν ἐπιθυμεῖ ἁπλῶς, ὁ ἄνθρωπος νά γίνῃ «καλός ἄνθρωπος, νά καλλιτευρεύσῃ δηλ. ἠθικά, ἀλλά ἐπιθυμεῖ τόν ἁγιασμό καί τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἐπιτυγχάνεται μέ τούς ἱερούς ἀγῶνες καί καμάτους, ἐν τῇ Ἁγία ἡμῶν Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, ἥτις «ἐν τοῖς μυστηρίοις σημαίνεται». (Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας).   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου