Τρίτη 24 Μαΐου 2016

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Βαρλααμισμός τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου


Ὁ βαρλααμισμός εἶναι ἕνα συγκεκριμένο ρεῦμα, τό ὁποῖο προηγήθηκε τοῦ Βαρλαάμ καί ἀκολούθησε μετά ἀπό αὐτόν. Στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ θεωρία καί ἡ πράξη τοῦ σχολαστικισμοῦ, πού ἀναπτύχθηκε ἀπό τόν 11ο αἰώνα στόν δυτικό χῶρο καί ἀπέβη ἡ κύρια ἔκφραση τῆς λατινικῆς θεολογίας. Γιά πρώτη φορά οἱ ὀρθόδοξοι ἀνατολικοί γνώρισαν τήν κίνηση αὐτή στό πρόσωπο τοῦ Βαρλαάμ. Ἡ πλειονότητα ἀπό αὐτούς, μέ ὑπέρμαχο τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, τόν ἀντιμετώπισαν ἐπιτυχῶς, μερικοί δέ ἄλλοι ἐπηρεάσθηκαν ἀπό μερικές ἀπόψεις του. 
Ἅγιος Γρηγόριος ΠαλαμᾶςἘπειδή δέν θέλω νά ἀδικήσω πρόσωπα καί νοοτροπίες, γι' αὐτό θά ἐπιχειρήσω μιά εὐρύτερη ἀνάλυση γιά τό ποιές ἦταν οἱ ἀπόψεις τοῦ Βαρλαάμ, οἱ ὁποῖες κατά διαφόρους τρόπους ἐπηρέασαν καί ἐπηρεάζουν μερικούς σύγχρονους φιλοσοφοῦντες θεολόγους, οἱ ὁποῖοι χαρακτηρίζονται βαρλααμίτες ἤ βαρλααμιστές. Τόν ὅρο βαρλααμίτες τόν χρησιμοποίησε πρῶτος ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γιά νά χαρακτηρίση τούς ὀπαδούς τοῦ Βαρλαάμ, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν και ὁ Γρηγόριος Ἀκίνδυνος.

α) Ἡ θεολογική συγκρότηση τοῦ Βαρλαάμ

Κατά τόν καθηγητή Παναγιώτη Χρήστου, ὁ ὁποῖος ἀσχολήθηκε ἰδιαιτέρως μέ τήν περίοδο αὐτή, ὁ Βαρλαάμ ἦταν φορεύς τῆς Ἀναγεννήσεως, ἡ ὁποία ἄρχισε νά ἀνατέλη στήν ἐποχή του καί θεωροῦσε τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ μέ τρόπο στατικό, περιορίζοντας τήν ἐνέργειά της μόνον στούς βιβλικούς χρόνους καί ἠρνεῖτο τήν τρέχουσα ζωή τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τήν ἐμπειρία τῶν μοναχῶν. Συγχρόνως ἀναζητοῦσε μιά νέα αὐθεντία, ἔξω ἀπό τόν Χριστιανισμό, στά πρόσωπα τῶν μεγάλων φιλοσόφων τῆς ἀρχαιότητας.
Ἔτσι ἑρμήνευε τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ μέ βάση τήν ἑλληνική φιλοσοφία καί ὄχι μέ βάση τήν ἡσυχαστική παράδοση, ἡ ὁποία διασωζόταν ζωντανή στήν ἀνατολική χριστιανική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, κυρίως στό Ἅγιον Ὄρος. Αὐτός ἦταν ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον ὁ Βαρλαάμ ἦλθε σέ διάσταση μέ τόν ἁγιορειτικό μοναχισμό, ὅπως τόν ἐξέφραζε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.

Ὁ Βαρλαάμ ἦταν φορεύς τῆς Ἀναγεννήσεως, ἡ ὁποία ἄρχισε νά ἀνατέλη στήν ἐποχή του καί θεωροῦσε τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ μέ τρόπο στατικό, περιορίζοντας τήν ἐνέργειά της μόνον στούς βιβλικούς χρόνους καί ἠρνεῖτο τήν τρέχουσα ζωή τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τήν ἐμπειρία τῶν μοναχῶν. Συγχρόνως ἀναζητοῦσε μιά νέα αὐθεντία, ἔξω ἀπό τόν Χριστιανισμό, στά πρόσωπα τῶν μεγάλων φιλοσόφων τῆς ἀρχαιότητας.

Ὁ Βαρλαάμ, ὡς πρός τό «γνωσιολογικό κριτήριο», θεωροῦσε ὅτι, σύμφωνα μέ τόν Ἀριστοτέλη, γνωριστό εἶναι μόνο κάθε τί πού προσλαμβάνεται διά τῶν αἰσθητηρίων. Ὡς πρός τό «θεολογικό κριτήριο» θεωροῦσε ὅτι ὁ Θεός, σύμφωνα μέ πλατωνικά καί διονυσιακά πρότυπα, βρίσκεται πέρα ἀπό τά ὅρια τοῦ ἐπιστητοῦ, γι' αὐτό εἶναι πέρα ἀπό κάθε συλλογισμό καί γνώση. Ἔτσι, ὅπως ἔλεγε, δέν μποροῦμε νά κάνουμε λόγο γιά διάκριση οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό, καί δέν μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε γνώση τοῦ Θεοῦ, γιατί διαφορετικά θά ἔχουμε γνώση τῆς οὐσίας Του. Ἐπειδή κατ' αὐτόν ἡ ψυχή εἶναι φυλακισμένη στό σῶμα, γι' αὐτό ἀδυνατεῖ νά γνωρίση τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ὑπερβατή και ἀπόλυτη, ὁπότε τά ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ εἶναι «πλάσματα τῆς φαντασίας ἤ εἴδωλα» καί γι' αὐτό στήν θεολογία χρησιμοποιοῦνται οἱ διαλεκτικοί συλλογισμοί καί ὄχι οἱ ἀποδεικτικοί, πού στηρίζονται στήν προσωπική ἐμπειρία.
Τό σημαντικό τῆς νοοτροπίας τοῦ βαρλααμισμοῦ εἶναι ὅτι ἡ ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς γίνεται βάσει τῆς φιλοσοφίας καί τῶν διαλεκτικῶν συλλογισμῶν καί στοχαστικῶν ἀναλύσεων καί ὄχι βάσει τῆς ζωντανῆς ἐμπειρίας τοῦ ἡσυχασμοῦ, καθώς ἐπίσης ἡ θεολογία, ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀντικείμενο ἐμπειρίας τῶν αἰσθήσεων, τῆς φαντασίας καί τῆς λογικῆς ἐπεξεργασίας, καί ὄχι καρπός προσωπικῆς ἐμπειρίας, ὅπως τήν βίωναν οἱ ἡσυχαστές μοναχοί. Ἔτσι, ὅταν ὑποτιμᾶται ὁ ἡσυχασμός, διά τοῦ ὁποίου ἀποκτοῦμε μέθεξη τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὑποστηρίζεται ὅτι ἡ «πράξη» καί ἡ «θεωρία», ἀλλά καί ἡ ἄσκηση, κρύβονται μέσα στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, αὐτό θεωρεῖται ὡς βαρλααμισμός ἤ ἔστω νεοβαρλααμισμός.
Βεβαίως, ὁ Βαρλαάμ δέν παρουσιάσθηκε στήν Κωνσταντινούπολη καί τήν Θεσσαλονίκη ὡς σχολαστικός φιλόσοφος, οὔτε ὡς οὐνίτης μοναχός, ὅπως καί πράγματι ἦταν, ἀλλ' ὡς ὀρθόδοξος μοναχός καί στήν ἀρχή ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση στούς φιλοσοφοῦντες θεολόγους καί σέ ἄλλους Χριστιανούς. Ὅμως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς πού γνώριζε τόν Ἀριστοτέλη καί εἶχε θεοπτικές ἐμπειρίες κατάλαβε πολύ καλά τήν θεολογική διγλωσσία τοῦ Βαρλαάμ, τό ἀστήρικτο θεολογικό του σύστημα, ἀπό πλευρᾶς πατερικῆς παραδόσεως, καί τό «πνευματικό δηλητήριο» πού κρυβόταν κάτω ἀπό τίς ὡραῖες αἰσθητικές καί φιλοσοφικές ἀναλύσεις καί γι' αὐτό τόν ἀπεκάλυψε πλήρως. Ὁπότε, ὁ Βαρλαάμ ἐξαναγκάσθηκε νά ἀναχωρήση ἀπό τόν ὀρθόδοξο χῶρο καί νά καταλήξη στήν λατινική-παπική παράδοση ἀπό τήν ὁποία προερχόταν καί τήν ὁποία ἐξέφραζε.

β) Οἱ ἀπόψεις τοῦ Βαρλαάμ πού ἀντικρούονται ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ

Τά θεολογικά ἐπιχειρήματα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ἐναντίον τοῦ Βαρλαάμ φαίνονται ἔντονα στό ἔργο του Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, στίς λεγόμενες Τρεῖς Τριάδες. Στήν πρώτη Τριάδα ἀπάντησε στά ἐπιχειρήματα τοῦ Βαρλαάμ ἀπό τίς ἐρωτήσεις πού τοῦ ὑπέβαλε ἕνας μοναχός, ἀλλά ὅταν ἀπέκτησε τά ἴδια τά κείμενα τοῦ Βαρλαάμ, τά ὁποῖα ἐπιμελῶς ἐκεῖνος ἀπέκρυπτε, τότε ἀπάντησε διεξοδικά στήν δεύτερη Τριάδα τοῦ ἔργου του. Καί ὅταν ὁ Βαρλαάμ ἀνέγνωσε τά κείμενα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τόν κατηγόρησε μέ τό ἔργο του Κατά Μασαλιανῶν, τότε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀπήντησε μέ τήν τρίτη Τριάδα, καί μέ αὐτόν τόν τρόπο ἀνέτρεψε πλήρως τίς ἀπόψεις τοῦ Βαρλαάμ, οἱ ὁποῖες ἄν κυριαρχοῦσαν σήμερα θά ἤμασταν στήν πράξη καί τήν θεωρία οὐνίτες. Ἔτσι συγκροτήθηκε τό σημαντικό ἔργο Τρεῖς Τριάδες ἤ Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων.

Ἡ ἐπιστροφή τοῦ νοῦ στήν καρδιά, ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τό ὁποῖο μετέχει τῆς θείας Χάριτος, ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἡ γνώση τῶν ἀρχετύπων τῶν ὄντων, ἡ θέα-θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός, πού εἶναι ἡ δόξα τῆς θεότητος, εἶναι ἡ οὐσία τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ.

Ὅμως, παρά τό ὅτι ἀντιμετωπίσθηκαν σθεναρά ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ οἱ ἀπόψεις τοῦ Βαρλαάμ, ἐν τούτοις ὅμως ὑπάρχουν ὀρθόδοξοι θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι στό δικό τους «θεολογικό σύστημα», ἐν γνώσει ἤ ἐν ἀγνοίᾳ τους, συμπεριέλαβαν ἀπόψεις τοῦ Βαρλαάμ ἤ τοὐλάχιστον χρησιμοποιοῦν τήν μεθοδολογία του. Γιά νά δοῦμε περίπου τί πρέσβευε ὁ Βαρλαάμ, θά παρουσιάσουμε τήν σκέψη του, ὅπως τήν συναντᾶμε στήν πρώτη καί τήν δεύτερη Τριάδα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.
ΚομποσχοίνιΟἱ τίτλοι τῶν ἔργων τοῦ Βαρλαάμ καί τό περιεχόμενό τους ἀνιχνεύονται κυρίως στήν δεύτερη Τριάδα, ὅπου παρατίθενται ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο ὁλόκληροι παράγραφοι τοῦ Βαρλαάμ, ὅπως καί ἄλλες σκέψεις του διατυπώθηκαν ἐλεύθερα ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, οἱ ὁποῖες βαρλααμικές ἀπόψεις ἀναιρέθησαν μέ πολύ μεγάλη δύναμη λόγου καί ζωῆς ἀπό τόν ἁγιορείτη Ἅγιο. Ὅλο δέ τό «πνεῦμα» τῶν ἐπιχειρημάτων τοῦ Βαρλαάμ διαφαίνεται στίς ἐρωτήσεις πού ὑπέβαλε ὁ μοναχός στόν ἅγιο Γρηγόριο καί στίς ἀπαντήσεις πού δόθηκαν καί συμπεριλαμβάνονται στήν πρώτη Τριάδα. Ἐπί τῇ βάσει αὐτῶν μποροῦμε νά διακρίνουμε καθαρά τό ἐννοιολογικό περιεχόμενο τοῦ βαρλααμισμοῦ. Κυρίως τονίζονται τρία σημεῖα.
Τό πρῶτο, ἀναφέρεται στήν γνώση καί ἐξαίρεται ἡ ἀνθρώπινη σοφία σέ βάρος τῆς θείας σοφίας. Τό ἔργο τοῦ Βαρλαάμ γιά τό θέμα αὐτό πρέπει νά εἶχε τόν τίτλο Περί λόγων ἤ Περί γνώσεως ἤ Περί σοφίας κτίσεως.
Οἱ ἀπόψεις τοῦ Βαρλαάμ γιά τό θέμα αὐτό φαίνεται ὅτι ἦταν οἱ ἀκόλουθες: Δίνεται προτεραιότητα στήν «ἔξω σοφία»-φιλοσοφία, τήν ὁποία πρέπει νά ἐπιδιώκουν καί οἱ μοναχοί, γιατί μόνον μέ τήν ἀνθρώπινη σοφία μπορεῖ κανείς νά φθάση στήν ἀπάθεια, νά πλησιάση τήν τελειότητα καί τήν ἁγιότητα. Καί αὐτό γιατί ἡ ἑλληνική παιδεία θεωρεῖται ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ ὅμοιο μέ τήν ἀποκάλυψη πού δόθηκε στούς Προφῆτες καί τούς Ἀποστόλους. Ἐπίσης, «οἱ λόγοι τῶν ὄντων» βρίσκονται στό θεῖο καί πρῶτο καί δημιουργικό νοῦ καί οἱ εἰκόνες τῶν λόγων αὐτῶν ἔχουν τοποθετηθῆ μέσα στήν ψυχή τῶν ἀνθρώπων, ὁπότε θά πρέπει νά τούς γνωρίσουμε γιά νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τήν ἄγνοια μέ μεθόδους διαιρετικές, συλλογιστικές καί ἀναλυτικές καί ἔτσι θά γίνουμε καθ' ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ καί θά ζήσουμε μετά θάνατον.
Στίς ἀπόψεις αὐτές βλέπει κανείς τήν ἀρχαία πλατωνική παράδοση, τήν κλασσική μεταφυσική, τήν σχολαστική θεολογία, σύμφωνα μέ τήν ὁποία στήν γνώση τοῦ Θεοῦ ἔχει προτεραιότητα ἡ λογική μέ τούς συλλογισμούς της καί ἡ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό διά τῶν ἀρχετύπων τῶν ὄντων. Ἐδῶ βλέπει κανείς τήν πλατωνική μέθοδο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, πού δέν ἐπιτυγχάνεται μέ τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί τόν φωτισμό τοῦ νοῦ, ἀλλά μέ τήν γνώση τῶν ἀρχετύπων τῶν ὄντων.

Οἱ διά μέσου τῶν αἰώνων βαρλααμιστές καί βαρλααμίζοντες δέν ἀποδέχονται στήν πράξη τόν ἡσυχασμό, τήν ἱερά μέθοδο τῆς ὀρθοδόξου ἡσυχίας, γιατί προφανῶς διακρίνονται ἀπό τίς φιλοσοφικές ἀρχές, δίνουν μεγάλη σημασία στίς λογικές ἀναλύσεις καί τούς διαλεκτικούς συλλογισμούς καί στοχασμούς.

Τό δεύτερο σημεῖο τῶν ἀπόψεων τοῦ Βαρλαάμ ἀναφέρεται στόν τρόπο τῆς προσευχῆς καί τήν σχέση τοῦ νοῦ μέ τό σῶμα. Τό ἔργο τοῦ Βαρλαάμ πρέπει νά εἶχε τίτλο Περί προσευχῆς ἤ Περί τελειότητος ἀνθρωπίνης ἤ Περί προσευχῆς καί τελειότητος ἀνθρωπίνης.
Σύμφωνα μέ τίς ἀπόψεις αὐτές ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου κατά τήν προσευχή πρέπει νά ἀπομακρύνεται ἀπό τό σῶμα καί ὄχι νά περικλεισθῆ μέσα σέ αὐτό. Δηλαδή ἀναιρεῖται ἡ διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων περί ἐλεύσεως τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ στό σῶμα διά τοῦ νοός.
Μοναχός Μέ τίς ἀπόψεις αὐτές σαφέστατα παραθεωρεῖται ἡ νοερά προσευχή, δέν γίνεται διάκριση μεταξύ νοῦ καί λογικῆς καί κυριαρχεῖ ὁ φιλοσοφικός τρόπος σωτηρίας, ἤτοι ἡ γνώση τῶν ἀρχετύπων τῶν ὄντων, διά τῆς φιλοσοφίας καί τῶν διαλεκτικῶν στοχασμῶν. Ἐπί πλέον ὄχι μόνον ἀμφισβητεῖται ἡ ἡσυχαστική παράδοση, ὅπως τήν βίωναν οἱ μοναχοί τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλά ἀπορρίπτεται τελείως ὡς δῆθεν ξένη μέ τήν Χριστιανική διδασκαλία. Καί ἐδῶ φαίνεται σαφέστατα πόσο εἶχε ἐπιδράσει πάνω στόν Βαρλαάμ ἡ κλασσική μεταφυσική.
Τό τρίτο σημεῖο τῶν ἀπόψεων τοῦ Βαρλαάμ ἀναφέρεται στό Φῶς τοῦ Θεοῦ καί στό ποιά εἶναι ἡ φύση τοῦ θείου Φωτός, τό ὁποῖο φανερώθηκε στό ὄρος Θαβώρ. Τό ἔργο τοῦ Βαρλαάμ γιά τό συγκεκριμένο αὐτό θέμα πρέπει νά ἔφερε τόν τίτλο Περί φωτός.
Σέ αὐτό τό ἔργο ὑποστηριζόταν ὅτι κάθε φωτισμός πού γίνεται ἀντιληπτός μέ τίς αἰσθήσεις εἶναι πλάνη καί εἶναι συμβολικός. Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική ἐνέτασσε ὅλες τίς ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες, τό θαβώρειο Φῶς κατά τήν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ καί τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τήν Πεντηκοστή. Ἀντίθετα, θεωροῦσε μόνο τήν ἀνθρώπινη γνώση ὡς ὑπερ-αἴσθηση φωτισμό, γι' αὐτό τήν ἀνθρώπινη γνώση τήν ὁποία ἀποκτᾶ κανείς μέ τήν λογική θεωροῦσε ὡς καλυτέρα τοῦ φωτός καί ὡς τέλος κάθε θεωρίας.
Ἐδῶ σαφέστατα προτιμᾶται ἡ φιλοσοφία, ὁ στοχασμός, ἡ μεταφυσική, οἱ λογικές ἀναλύσεις σέ βάρος τῆς θεοπτικῆς ἐμπειρίας καί τῆς μεθόδου πού ὁδηγεῖ σέ αὐτήν, δηλαδή τόν ἡσυχασμό. Ὅπως γίνεται φανερόν, ὁ Βαρλαάμ θεωροῦσε ὡς πλάνη τήν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός πού γινόταν μέσα ἀπό τίς μεταμορφωμένες αἰσθήσεις, ἐνῶ ἔδινε βαρύτητα στήν φιλοσοφία, πού γνώριζε τόν Θεό μέσα ἀπό τήν λογική ἐπεξεργασία, ἀφοῦ ἡ λογική εἶναι τό εὐγενέστερο στοιχεῖο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου.
Καί οἱ τρεῖς αὐτές ἀπόψεις τοῦ Βαρλαάμ παρατίθενται αὐτολεξεί στήν δεύτερη Τριάδα, ὅταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κατόρθωσε νά ἀνεύρη τά ἴδια τά κείμενα τοῦ Βαρλαάμ, ὅπου καί φυσικά ἀναιροῦνται ἀπό τόν ἁγιορείτη Ἅγιο μέ ἰσχυρά ἐπιχειρήματα, πού εἶναι εἰλημμένα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τήν Πατερική παράδοση καί τήν σύγχρονη πείρα τῶν ἡσυχαστῶν, προφανῶς καί τήν δική του.

Ἡ ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή δέν εἶναι μιά αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔλεγε ὁ Βαρλαάμ, ἀλλά μιά διαρκής ἐνέργεια τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ μέσα στήν καθαρή καρδιά τοῦ ἀνθρώπου πού ἐκφράζεται μέ προσευχές.

Ἀπό τά ἀνωτέρω φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ Βαρλαάμ ὑπερτόνιζε τήν ἔξω σοφία, δηλαδή τήν φιλοσοφία τῶν φιλοσόφων, σέ βάρος τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων, κατέκρινε ὡς πλάνη τήν νοερά προσευχή, ἐπειδή στηριζόταν ὁ ἴδιος στίς συλλογιστικές, στοχαστικές ἀναλύσεις καί ἠρνεῖτο τήν συμμετοχή τοῦ σώματος στήν θέωση, καθώς ἐπίσης παραθεωροῦσε ἤ παρερμήνευε ἐπικίνδυνα τά περί θεωρίας τοῦ ἀκτίστου Φωτός, διότι κατ' αὐτόν ἡ τελειότητα δέν ἔρχεται μέ τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, τόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί τήν θέωση, ἀλλά μέ τίς λογικές γνώσεις, τήν γνώση τῶν ἀρχετύπων τῶν ὄντων, τήν σχολαστική ἀναλογία, τήν μεταφυσική. Μέ τόν τρόπο αὐτό παρακάμπτεται ὅλη ἡ ἀποκαλυπτική ἐμπειρία τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Ἁγίων καί ἑρμηνεύεται ἤ ὑποτιμᾶται ἡ μέθοδος πού ὁδηγεῖ στήν θεοπτία, πού εἶναι ὁ ἱερός ἡσυχασμός. Ἑπομένως, κατ' ἐπέκταση ὑπερτονίζεται ἡ «λογική λατρεία», σέ βάρος τῆς νοερᾶς λατρείας.
Σημαντικός εἶναι καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐργάζονταν ὁ Βαρλαάμ καί οἱ ὁμόφρονές του, ὅπως φαίνεται στήν τρίτη ἐρώτηση πού ὑπέβαλε ὁ ἀνώνυμος μοναχός στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ. Συγκεκριμένα, ὅπως λέγει, ὁ Βαρλαάμ καί ὅσοι ὑποστηρίζουν τίς ἀπόψεις του, εἶναι ἀμαθεῖς στούς πατερικούς λόγους, δέν ἔχουν προσωπική πείρα τοῦ Θεοῦ, διακρίνονται ἀπό φυσίωση-ἀλαζονεία καί χρησιμοποιώντας τόν νοῦ τῆς σαρκός, δηλαδή τήν λογική, συκοφαντοῦν φανερῶς τούς Πατέρες. Ἄν κάποιος ἀντιδράση στούς λόγους τους, αὐτό τό ἀποδίδουν στήν ἐμπάθειά του πού εἶναι δεῖγμα τῆς πλάνης τους. Μάλιστα δέ ἐπιτίθενται οἱ βαρλααμιστές ἐναντίον αὐτῶν πού δέν συμφωνοῦν μαζί τους μέ πολλούς τρόπους, μιμούμενοι «τό πολυέλικτον καί δολερόν τοῦ ὄφεως», χρησιμοποιώντας πολλές στροφές καί πλοκές λόγων καί κάθε φορά ἐξηγοῦν τίς ἀπόψεις τους ἀντιφατικῶς. Ἐπειδή δέν ἔχουν βεβαιότητα τῆς ἀληθείας, γι' αὐτό εἶναι «εὐεπίτρεπτοι εἰς τἀναντία» καί ὅταν ἐλέγχωνται ἀπό τήν συνείδησή τους προσπαθοῦν νά κρυφτοῦν, ὅπως ἔκανε ὁ Ἀδάμ μετά τήν παράβαση, κάτω ἀπό τήν ποικιλία καί τό γραφοειδές-γριφοειδές καί ἀμφιρρεπές τοῦ λόγου πρός διάφορα νοήματα.
Αὐτά ἰσχυριζόταν ὁ Βαρλαάμ σέ σχέση μέ τήν ἡσυχαστική παράδοση καί τήν θεοπτική ἐμπειρία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων. Οἱ ἀπόψεις αὐτές χαρακτηρίζονται ὡς βαρλααμισμός, ὅπως ἐπίσης βαρλααμισμός χαρακτηρίζεται καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐργάζονταν ὁ Βαρλαάμ καί οἱ ὁμόφρονές του καί πού ἀναλύθηκε πιό πάνω.

γ) Σημαντικές βαρλααμικές ἀπόψεις

Διαβάζοντας κανείς τήν θεολογική κριτική πού ἀσκεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στόν Βαρλαάμ βλέπει καί μερικά ἐνδιαφέροντα σημεῖα, τά ὁποῖα δείχνουν τήν ὁμοιότητα πού ὑπάρχει μεταξύ διαφόρων συγχρόνων θεολόγων καί τοῦ Βαρλαάμ.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀντικρούοντας τόν Βαρλαάμ τοῦ ἀποδίδει πολλούς χαρακτηρισμούς, ἕνας ἀπό τούς ὁποίους εἶναι «αὐτόπλαστος μοναχός», μέ τήν ἔννοια ὅτι δέν ἔγινε μοναχός ὕστερα ἀπό νόμιμη ἄθληση σέ κάποιον Πνευματικό Πατέρα γιά νά μάθη τήν μοναχική ζωή καί τήν ὀρθόδοξη θεολογία. Αὐτό φαίνεται σέ ὅλες τίς ἀπόψεις του, οἱ ὁποῖες διαφοροποιοῦνται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Θά ὑποδειχθοῦν μερικά σημαντικά σημεῖα.
Πρῶτον, ὁ Βαρλαάμ ὄχι μόνον δέν γνώριζε ἐπακριβῶς τήν μέθοδο τῆς ὀρθοδόξου ἡσυχίας, ἀλλά ἦταν ἀντίθετος μέ τήν ἱερά ἡσυχία, ὅπως τήν βίωναν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες καί οἱ σύγχρονοί του μοναχοί τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Γι' αὐτό στρεφόταν ἐναντίον τῶν ἡσυχαστῶν καί ἰδιαιτέρως ἐναντίον τοῦ ὁμολογητοῦ Νικηφόρου, πού ἦταν διδάσκαλος τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας καί τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὑπερασπιζόταν τήν ἱερά ἡσυχία, τήν ὁποία γνώρισε στό Ἅγιον Ὄρος, τήν παρέλαβε ἀπό τούς Πνευματικούς του Πατέρες καί ἀσκητές καί τήν ἀσκοῦσε στήν προσωπική του ζωή. Ὅλο τό περιεχόμενο τοῦ ἔργου του Τρεῖς Τριάδες ἀναφέρεται στόν ἱερό ἡσυχασμό, γι' αὐτό καί τιτλοφορεῖται Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων. Ἡ ἱερά ἡσυχία συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη, τόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί τήν θέωση, ὅπως ἀναλύεται διεξοδικά ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ. Ἡ πλήρης ἀποδοχή τῆς διδασκαλίας τῶν ἁγίων Πατέρων καί ὄχι τῶν θεωριῶν τῶν φιλοσόφων, ἡ ἐπιστροφή τοῦ νοῦ στήν καρδιά, ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, τό ὁποῖο μετέχει τῆς θείας Χάριτος, ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ἡ γνώση τῶν ἀρχετύπων τῶν ὄντων, ἡ θέα-θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός, πού εἶναι ἡ δόξα τῆς θεότητος, εἶναι ἡ οὐσία τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ.
Ἀναφερόμενος ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στόν Νικηφόρο τόν Μονάζοντα λέγει ὅτι μετά τήν καταδίκη τῆς κακοδοξίας τῶν Ἰταλῶν (Παπικῶν) προσῆλθε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί δέχθηκε πλήρως τήν διδασκαλία καί τήν ζωή της. Προσῆλθε στό Ἅγιον Ὄρος, πού εἶναι τό μεθόριον «κόσμου καί τῶν ὑπερκοσμίων», «τῆς ἀρετῆς ἑστία», καί ὑποτάχθηκε στούς ἐγκρίτους Πατέρες. Ἀφοῦ γιά πολύ χρόνο ἔδωσε σέ ἐκείνους τήν πείρα τῆς ταπεινώσεώς του, παρέλαβε ἀπό αὐτούς ὡς ἀντάλλαγμα «τῆς τῶν τεχνῶν εἰρήνης, δηλαδή τῆς ἡσυχίας τήν πεῖραν». Ἐδῶ ἡ ἡσυχία χαρακτηρίζεται ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο ὡς «τέχνη τῆς εἰρήνης», γιατί μέ τήν μέθοδο αὐτή εἰρηνεύει ὁ ἐσωτερικός κόσμος τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ταραχή τῶν λογισμῶν, τῆς φαντασίας καί τῶν παθῶν. Ἀλλά αὐτή ἡ ἡσυχία μανθάνεται ἤ μᾶλλον μυσταγωγεῖται ἀπό πεπειραμένους Πατέρες σέ ἐκείνους πού μαθητεύουν μακροχρονίως σέ αὐτούς.

Ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, κατά τόν Βαρλαάμ, δέν εἶναι ἡ συνεχής ἐπανάληψη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἔκαναν οἱ ἡσυχαστές, ἀλλά τό νά νομίζη κανείς ὅτι δέν μπορεῖ νά πράξη καί νά περατώση κάτι ἄν δέν θέλη ὁ Θεός. Πρόκειται, δηλαδή, γιά μιά ἀφηρημένη πίστη στόν Θεό, τήν ὕπαρξή Του καί τήν παρουσία Του.

Ἔτσι, ὁ ὅσιος Νικηφόρος ἀπέκτησε τήν ἱερά ἡσυχία καί ἔγινε «ἀρχηγός» ἐκείνων πού ἀγωνίζονται στόν κατά διάνοια κόσμο, πρός τά πνευματικά τῆς πονηρίας, δηλαδή τούς δαίμονες. Γιά τόν σκοπό αὐτό ὁ ἴδιος συνέλεξε πολλά πατερικά χωρία τῶν νηπτικῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι καθορίζουν τούς πνευματικούς ἀγῶνες καί τήν ἔκβασή τους. Μάλιστα ἐπειδή πολλοί ἀρχάριοι δέν μποροῦσαν νά συγκρατήσουν «τήν ἀστασίαν τοῦ νοῦ» οὔτε κἄν μετρίως, προέτεινε τρόπο, μέ τόν ὁποῖον θά ἦταν δυνατόν νά συστείλουν μετρίως «τό πολυπόρευτον καί φαντασιῶδες αὐτοῦ», δηλαδή τίς ψυχοτεχνικές μεθόδους.
Οἱ διά μέσου τῶν αἰώνων βαρλααμιστές καί βαρλααμίζοντες δέν ἀποδέχονται στήν πράξη τόν ἡσυχασμό, τήν ἱερά μέθοδο τῆς ὀρθοδόξου ἡσυχίας, γιατί προφανῶς διακρίνονται ἀπό τίς φιλοσοφικές ἀρχές, δίνουν μεγάλη σημασία στίς λογικές ἀναλύσεις καί τούς διαλεκτικούς συλλογισμούς καί στοχασμούς. Ὄχι μόνον δέν ἀποδέχονται τόν ἱερό ἡσυχασμό, ἀλλά καί ἀρνοῦνται ὅλην αὐτήν τήν μέθοδο, πολλές φορές εἰρωνεύονται αὐτούς πού τήν ἐξασκοῦν. Μέ τόν τρόπο αὐτό διακυβεύεται ὅλη ἡ ὀρθόδοξη θεολογία. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ φιλόσοφος Βαρλαάμ, ὅπως λέγει χαρακτηριστικά ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, χρησιμοποίησε τήν «φαντασιώδη πολύνοια» του, ὡσάν πῦρ πού κατακαίει κάθε ἀντίθετο. Τό ἴδιο πράττουν καί οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι ἐναντίον τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, μέ τήν «φαντασιώδη πολύνοιά» τους, μέ τίς γνώσεις τους, πού εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς λογικῆς καί τῆς φαντασίας τους.
Δεύτερον σημεῖον εἶναι ὅτι ὁ Βαρλαάμ δέν συντονίζεται μέ τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση στό θέμα τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς.
Ἡ ἱερά ἠσυχία συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τήν νοερά προσευχή, διότι μέ τόν τρόπο πού ἀσκεῖται ἡ ἱερά ἡσυχία, καθαρίζονται οἱ αἰσθήσεις, κυρίως ἡ καρδιά, δηλαδή τό παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς, ἀπαλλάσσεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς, ἀπελευθερώνεται ὁ νοῦς ἀπό τήν ὑποδούλωσή του στίς αἰσθήσεις, τήν λογική, τά πάθη καί τό περιβάλλον, καί στήν συνέχεια προσεύχεται καθαρῶς καί ἀθολώτως στόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ νοερά προσευχή καί ἔτσι γίνεται ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή περί τῆς ὁποίας κάνει λόγο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσ. ε΄, 17).
Ὁ Βαρλαάμ δέν μποροῦσε νά ἀρνηθῆ τήν προτροπή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιά ἀδιάλειπτη προσευχή, ἀλλά τήν ἑρμήνευε ἐντελῶς ἐπιφανειακά, ἐξωτερικά, στοχαστικά. Ἰσχυριζόταν ὅτι τό «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» δέν δηλώνει τό «ἐνεργεῖν τήν προσευχήν, ἀλλά τό τήν ἕξιν ἔχειν αὐτῆς». Δηλαδή, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, κατά τόν Βαρλαάμ, δέν εἶναι ἡ συνεχής ἐπανάληψη τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ὅπως ἔκαναν οἱ ἡσυχαστές, ἀλλά τό νά νομίζη κανείς ὅτι δέν μπορεῖ νά πράξη καί νά περατώση κάτι ἄν δέν θέλη ὁ Θεός. Πρόκειται, δηλαδή, γιά μιά ἀφηρημένη πίστη στόν Θεό, τήν ὕπαρξή Του καί τήν παρουσία Του.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀντικρούει μιά τέτοια ἑρμηνεία γιά τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἀφοῦ μάλιστα, ὅπως γράφει, ὁ Βαρλαάμ εἶναι ἕνας φιλόσοφος «ἀδιαλείπτως καί μηδέποτε προσευχόμενος». Ὁ Βαρλαάμ δέν γνώριζε οὔτε τήν ἀδιάλειπτη προσευχή οὔτε τήν «ἐκ διαλειμμάτων», δηλαδή τήν διακεκομμένη, τήν κατά καιρούς προσευχή. Μιᾶς τέτοιας ὅμως προσευχῆς, ὅπως τήν ἑρμηνεύει ὁ Βαρλαάμ, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο, δέν εἶναι ἀμέτοχος οὔτε καί αὐτός ὁ διάβολος, ὁ ὁποῖος γνωρίζει ὅτι δέν εἶχε ἐξουσία οὔτε στούς χοίρους ἄν δέν τοῦ τό ἐπέτρεπε ὁ Θεός.
Στήν συνέχεια ὁ ἡσυχαστής Ἅγιος κάνει μιά περίφημη ἀνάλυση γιά τό τί εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἔχω ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι στό σημεῖο αὐτό, ὅπως καί σέ ἄλλα παρόμοια σημεῖα, ὁ Ἅγιος ἐκφράζει ἔντονα τήν δική του προσωπική πείρα. Ἄλλωστε, αὐτή εἶναι μιά βασική διαφορά μεταξύ αὐτοῦ καί τοῦ Βαρλαάμ. Καί οἱ δύο χρησιμοποιοῦσαν πατερικά χωρία, ἀλλά ὁ μέν Βαρλαάμ τά ἑρμήνευε φιλοσοφικά-στοχαστικά καί οὐσιαστικά τά παρερμήνευε, ἐνῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τά ἑρμήνευε μέσα ἀπό τήν δική του προσωπική πείρα. Τό χωρίο αὐτό περί τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς εἶναι σημαντικότατο, ἀλλά ἀναγκαστικά θά παραθέσω μόνο τό οὐσιῶδες περιεχόμενό του.
Ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι μιλώντας γιά τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, στήν πραγματικότητα ἐννοοῦμε ὅτι πρόκειται περί ἑνός «μυστικοῦ καί ἀπορρήτου πνευματικοῦ δώρου» τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο καταξιώνονται νά λάβουν ἐκεῖνοι πού τούς κατέλαβε ὁ θεῖος ἔρως νά ἑνωθοῦν μέ τόν Κύριο τοῦ παντός, οἱ ὁποῖοι μένουν χωρίς τροφή καί πνοή κατά τήν προσευχή, ἐπιστρέφουν τόν νοῦ στόν ἑαυτό τους καί ἑνώνονται μέ τόν Θεό. Ἔπειτα, αὐτό τό πνευματικό δῶρο τῆς προσευχῆς πού δίνεται ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο, ἄλλοτε ἑλκύει «τόν κατηξιωμένον νοῦν» πρός τήν ἄρρητη ἕνωση καί ἀπό αὐτό πηγάζει ἡ ἱερά εὐφροσύνη, καί ἄλλοτε ἐνῶ ὁ νοῦς ἀνυψώνεται πρός τόν Θεό, ὑπηχεῖ μέσα σέ αὐτόν ὠδήν, ὡσάν μουσική. Δηλαδή, στόν νοῦ πού βρίσκεται στήν καρδιά καί ὑψώνεται πρός τόν Θεό γίνεται μιά λατρεία νοερά. Καί ὅσοι ἔγιναν μέτοχοι αὐτῆς τῆς ἀεικινήτου καί ἀκαμάτου Χάριτος, ἔχουν ἀδιάλειπτη ἐρριζωμένη στήν ψυχή τήν προσευχή, ἐνῶ ἀσκοῦν τά ἀναγκαῖα καθημερινά ἔργα, γίνεται δέ αὐτή ἡ προσευχή ἀκόμη καί ὅταν κοιμοῦνται. Καί γιά τεκμηρίωση αὐτῆς τῆς ἑρμηνείας περί ἀδιαλείπτου προσευχῆς ὁ ἅγιος Γρηγόριος προσκομίζει τίς σχετικές ἁγιογραφικές καί πατερικές μαρτυρίες.
Ἔτσι, ἡ ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή δέν εἶναι μιά αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔλεγε ὁ Βαρλαάμ, ἀλλά μιά διαρκής ἐνέργεια τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ μέσα στήν καθαρή καρδιά τοῦ ἀνθρώπου πού ἐκφράζεται μέ προσευχές, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ» (Ἐφ. ε΄, 18-19).
Αὐτήν τήν νοερά προευχή ὁ ἅγιος Γρηγόριος τήν ἀποκαλεῖ «λογικήν, μᾶλλον δέ πνευματικήν ἡμῶν λατρείαν», πού γίνεται ἀπό αὐτούς πού τήν τιμοῦν καί εἶναι ἀφοσιωμένοι σέ αὐτήν «μεθ' ἡσυχίας ἀπεριμερίμνως διά βίου» καί βοηθοῦν τούς ἀρχαρίους νά συμμετέχουν στήν «ἀγγελικήν καί ὑπερκόσμιον λειτουργίαν». Ἑπομένως, ἡ νοερά προσευχή πού γίνεται μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας εἶναι «πνευματική λατρεία», πού συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ «τήν ἀγγελικήν καί ὑπερκόσμιον λειτουργίαν».
Οἱ βαρλααμιστές καί οἱ βαρλααμίζοντες ὄχι μόνον ἀγνοοῦν ἐμπειρικῶς αὐτήν τήν πνευματική καί ἀγγελική λειτουργία, ἀλλά τήν ἀρνοῦνται, τήν ὑποτιμοῦν καί τήν εἰρωνεύονται. Ταυτίζουν ἀπόλυτα τήν λατρεία μέ τους ὕμνους καί τίς εὐχές, τίς ὁποῖες θέλουν νά κατανοοῦν λογικά, γιατί διαφορετικά δέν αἰσθάνονται ὅτι προσεύχονται. Μέ ἄλλα λόγια στηρίζονται μόνον στήν λογική τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἀπολυτοποιοῦν. Τό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι ὅτι ἄν ἔτσι σκέπτονται καί ἔτσι ἐπιθυμοῦν νά προσεύχωνται, τότε πῶς θά μάθουν τήν ὑπερκόσμια λειτουργία καί πῶς θά εἰσέλθουν σέ αὐτήν μετά τόν θάνατό τους, ἀφοῦ τήν ἀγνοοῦν καί τήν πολεμοῦν;
Τρίτον σημεῖον εἶναι ὅτι ὁ Βαρλαάμ ἀπομακρύνθηκε πρῶτα νοητῶς ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἔπειτα πραγματικῶς, πράγμα τό ὁποῖο δείχνει ὅτι ὅταν ἀπομακρύνεται κανείς ἀπό τήν θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔπειτα εἶναι ζήτημα χρόνου νά προσχωρήση σέ ἄλλη χριστιανική-αἱρετική παράδοση.
Ὁ Βαρλαάμ ἦταν ἕνας οὐνίτης μοναχός πού ἦλθε στήν ἀνατολική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία χωρίς νά γνωρίζη τόν ὀρθόδοξο ἡσυχασμό, ἀφοῦ γνώριζε τόν δυτικό σχολαστικισμό καί γι' αὐτό ἀντέδρασε ὀξύτατα μόλις πληροφορήθηκε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον προσεύχονταν οἱ ἁγιορεῖτες μοναχοί. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐντόπισε ἀμέσως αὐτό τό γεγονός καί μάλιστα ἑρμήνευσε καί τό πῶς ξεκίνησε καί πῶς τελείωσε τήν ζωή του ὁ Βαρλαάμ.
Ἀναιρώντας ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τίς ἀπόψεις τοῦ Βαρλαάμ, πού ὑποστήριζε ὅτι ἡ τελειότης ἐπιτυγχάνεται μέ τήν γνώση τῶν ἑλληνικῶν μαθημάτων καί τῆς φιλοσοφίας, γράφει ὅτι θά προσπαθήση νά ἐκθέση «τήν αἰτίαν τῆς νόσου» καί νά συνθέση «τό φάρμακον σύν Θεῷ». Ἐκφράζει δέ τόν πόνο του γιά τήν πνευματική ἀσθένεια τοῦ Βαρλαάμ, γράφοντας: «Τί γάρ οὐκ ἄν πάθοι τήν ψυχήν, οὕτω καλόν μέλος τῆς Ἐκκλησίας νοητῶς ὁρῶν ταύτης ἀπορρηγνύμενον;». Μέ τό χαρακτηρισμό «καλόν μέλος τῆς Ἐκκλησίας» ὁ ἁγιορείτης Ἅγιος ἐπιδιώκει νά διατηρήση μερικές γέφυρες μέ τόν Βαρλαάμ γιά νά μήν ἀπομακρυνθῆ τελείως ἀπό τήν Ἐκκλησία. Πάντως, ἐπισημαίνει ὅτι ἤδη ὁ Βαρλαάμ ἀπομακρύνθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία «νοητῶς», διότι δέν δέχεται τήν διδασκαλία της, ἀφοῦ ὑποτιμᾶ τήν ἐμπειρία τῶν Προφητῶν ἐξαίροντας τήν διδασκαλία τῶν φιλοσόφων.
Ὅμως, πιό κάτω ἀντιμετωπίζοντας τήν ἄποψη τοῦ Βαρλαάμ ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού δίνεται ἀπό τόν Θεό εἶναι κτιστή –προφανῶς ἐδῶ κρύπτεται ἡ αἱρετική διδασκαλία τῶν Λατίνων περί actus purus– γράφει ὅτι μέ αὐτό ὁ Βαρλαάμ προσπαθεῖ νά μᾶς ὁδηγήση «δολίως» καί «βιαίως» στό φρόνημα τῶν Λατίνων. «Τοῖς ὁμοφύλοις Λατίνοις ᾗ δυνάμεως ἔχει χαρίζεται, πρός τό ἐκείνων φρόνημα δολίως ἅμα καί βιαίως ἡμᾶς ὑφελκόμενος».
Στήν συνέχεια γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ὁ Βαρλαάμ τελικά προσχώρησε στόν Πάπα, τόν παρεκάλεσε νά τοῦ δώση τίς σωτήριες εὐχές, ἀσπάσθηκε μέ ἡδονή καί σεβασμό τό γόνατό του, ἀπέθεσε τήν κεφαλή του στά χέρια τοῦ Πάπα καί δέχθηκε «τήν ἐκεῖθεν σφραγῖδα χαίρων».
Ἐπισημαίνει ἀκόμη ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ἡ ὅλη παρουσία τοῦ Βαρλαάμ στόν χῶρο τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἦταν μιά σκηνοθεσία, ἀφοῦ διακωμώδησε καί περιέπαιξε τά ἰδικά μας. Μάλιστα, ὅπως γράφει, δέν δέχθηκε κανέναν ἁγιασμό ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, κανείς δέν τόν εἶδε νά κοινωνῆ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, οὔτε δέχθηκε μοναχική κουρά, κατά τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, καί ἔτσι ἦταν «αὐτόπλαστος μοναχός» καί «ἐπίπλαστος».
Τό σημαντικό ἐδῶ εἶναι, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ὅτι πρῶτα ἀποχωρεῖ κανείς ἀπό τήν Ἐκκλησία «νοητῶς», ἀφοῦ δέν ἀποδέχεται ὅλα τά δόγματα καί τίς παραδόσεις της, ἔπειτα προσπαθεῖ «δολίως» καί «βιαίως» νά κάνη τούς ὀρθοδόξους νά ἀποδεχθοῦν τίς λατινικές παραδόσεις καί ἀκόμη ἀποδέχεται ἤ ἐπιδιώκει νά δεχθῆ τίς «εὐχές» τοῦ Πάπα, ὁπότε καί προσχωρεῖ ὁλοκληρωτικῶς στήν αἵρεση. Αὐτή εἶναι ἡ πορεία τῶν βαρλααμιστῶν καί τῶν βαρλααμιζόντων, ἀφοῦ πρῶτα ἀλλοιώνονται ὡς πρός τήν ὀρθόδοξη πίστη, ἔπειτα, συμφύρονται λατρευτικῶς μέ τούς παπικούς καί στήν συνέχεια ἐπέρχεται ἡ τελική προσχώρηση στήν δική τους παράταξη.
© 2015 Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου.

Λόγος εις τη Μεγάλη Τεσσαρακοστη ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ Λόγος εις τη Μεγάλη Τεσσαρακοστη


Pasha

Λόγος εις τη Μεγάλη Τεσσαρακοστη


ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

"Αδελφοί μου,


Ποιος δεν γνωρίζει ότι ό εγκρατής βίος είναι ώφελιμώτατος σε ψυχές καί σώματα μαζί; Επειδή οι περισσότεροι το γνωρίζουν καί μάλιστα καλά, αλλά ή επιθυμία καί ό θυμός επικρατούν της καλής γνώσεως, γι' αυτό σας προσφέραμε την παρηγοριά του λόγου, για να σας ανυψώσουμε, ώοτε επάνω στον ορθό λογισμό, να έπιθέσωμε την πράξι του άγαθοϋ, διότι αυτή επιφέρει το αγαθό τέλος. «Δεν είναι οι άκροαταί του νόμου δίκαιοι ενώπιον του θεοϋ, αλλά οί ποιηταί του νόμου». "Ας επιληφθούμε λοιπόν καί με έργα, αδελφοί, του καλού της νηστείας καί του αγαθού της εγκράτειας, πού προσφέρει αύτη ή ευλογημένη περίοδος της Τεσσαρακοστής. Ή νηστεία καί ή εγκράτεια άγνίζουν το σώμα καί κάνουν καθαρή καί ανεφέλη την διάνοια. Διπλό περιτείχισμα είναι ή νηστεία καί ή εγκράτεια καί ή ψυχή βρίσκεται σε ασφάλεια καί ειρήνη.


Όμως, ό πολέμιος της σωτηρίας μας, ό διάβολος, επιχειρεί ποικιλοτρόπως ν' άχρειώση την νηστεία καί την προσευχή αυτών των σαράντα ήμερων. Διότι υπάρχει αδελφοί μου καί άλλος κορεσμός καί μέθη πονηρά, πού δεν προέρχεται από τα φαγητά, ούτε τα ποτά κι από την άπόλαυση τούτων, αλλά από την οργή καί το μίσος προς τον πλησίον καί την μνησικακίαν καθώς καί από τα κακά πού γεννώνται από αυτά. Γι' αυτό καί ό προφήτης Ησαΐας λέγει: «άλλοίμονο σ' αυτούς πού μεθούν χωρίς κρασί» καί ό ίδιος πάλι: «μη νηστεύετε για μάχες». 'Αλλά καί προς αυτούς πού νηστεύουν έτσι λέγει σαν εκ μέρους του Κυρίου: «αν κάμψης τον λαιμό σου σαν κρίκο, κά πάλι δεν θα είναι δεκτή μ' αυτό ή νηστεία σας καί όταν εκτείνετε τα χέρια σας προς εμένα, θ' αποστρέψω τους οφθαλμούς μου από σας». Αυτή λοιπόν την από το μϊσος μέθη την περισσότερο από κάθε άλλο αίτία της θείας αποστροφής, επιχειρεί ό διάβολος να έμβάλη στους προσερχόμενους και νηστεύοντας. Φέρνει στην μνήμη τα σφάλματα των άλλων, ταράσσει τους λογισμούς και οξύνει την γλώσσα εναντίον τους.



Άλλ' εμείς αδελφοί, τον καιρό της νηστείας καί της προσευχής ας μη τον αφήσουμε ως λάφυρο στον εχθρό, κρατώντας για τον εαυτό μας μόνον τον κόπο καί την καταδίκη. "Ας προσέξουμε κι ας φοβηθούμε τον κίνδυνο, διότι ύπουλα μας παγιδεύει καί αντί αγιασμού κερδίζουμε την κακία. Από την ψυχή μας ας αφήσουμε αν αληθινά έχωμε ή νομίζωμε ότι έχομε κάτι εναντίον κάποιου καί ας δοθούμε ολοκληρωτικά στην αγάπη καί την ευσπλαχνία. Είναι καιρός αγαθοεργίας καί εφαρμογής της ευαγγελικής αγάπης. "Αν θέλωμε να νηστεύωμε την επαινετή καί άψογη νηστεία ας δείχνουμε βαθειά κατανόησή ό ένας προς τον άλλον, συλλογιζόμενοι καί σκεπτόμενοι μέσα μας καλά ενώπιον του Θεού καί των ανθρώπων. Κατ' αυτόν τον τρόπον μόνον γίνονται καί τα αιτήματα μας προς τον Θεόν ευπρόσδεκτα καί τότε μόνον μπορούμε να λέγωμεν προς αυτόν με παρρησία «Πάτερ, άφησε μας τίς όφειλες μας, όπως κι εμείς τίς άφήνομε οτούς όφειλέτας μας».

Άλλος τρόπος του πονηρού πού καθιστά ανωφελή τον κόπο της νηστείας καί της προσευχής είναι το να μας πείθη να τα πράττουμε για κενοδοξία καί προς έπαινο των ανθρώπων. Γι' αυτό παραγγέλει ό Κύριος μας «είσελθε στον προσωπικό σου, χώρο, κλείσε την θύρα σου, προσευχήσου στον Πατέρα σου κι Εκείνος πού βλέπει τα κρυπτά θα σου το άποδώση στα φανερά. Τα λέγει δε αυτά όχι για να εγκαταλείψουμε τίς Συνάξεις καί τίς προσευχές στον Ναό, αλλά μ' αυτό ό Κύριος μας διδάσκει ότι ή ιδιαίτερη



προσευχή μας στους οίκους, και στους κοιτώνες ακόμη, ενισχύει την προσευχή στην εκκλησία, καί ή εσωτερική προσευχή κατά διάνοια ενισχύει την δια των χειλέων στον Ναό. Διότι εκείνος πού προσεύχεται μόνον όταν έλθη στον Ναό του Θεού καί δεν φροντίζει για την προσευχή στον οίκο καί στους δρόμους καί στίς αγορές, στην πραγματικότητα δεν προσεύχεται ούτε όταν ευρίσκεται στον Ναό του Θεού. Προσευχόμενοι δε καί νηστεύοντες να περιφρουρούμε τον εαυτό μας καί να κρυπτώμεθα από τους οφθαλμούς των ανθρώπων, για να μη στερηθούμε του μισθού. Λέγει δε να άλείφωμε την κεφαλή μας καί να νίπτωμε το πρόσωπον, ώστε ν' άποφύγωμε τον ανθρώπινο έπαινο. Εάν δε χαρακτηρίση κανείς άλληγορικώς τον νουν ως κεφαλή της ψυχής, τότε έχει το εξής νόημα: Είναι καλόν όταν νηστεύωμε να άλείφωμε την κεφαλήν με έλαιον, δηλαδή να καθιστούμε τον νου μας ελεήμονα καί να νίπτωμε το πρόσωπο μας δηλαδή να είμεθα καθαροί από θυμό, πονηρία καί ακάθαρτους λογισμούς. Τέτοια νηστεία όχι μόνον φυγαδεύει τα πάθη καί τους δαίμονες, αλλά καί συγκαταλέγει τους νηστεύοντας στους αγαθούς άγγέλους, διότι τότε οί άγιοι άγγελοι μας φυλάττουν, μας βοηθούν καί συμπράττουν μαζί μας. Ή δε νηστεία πού δεν είναι τέτοια καί δεν εκτελείται με αυτόν τον τρόπο, έχει συγγένεια μάλλον προς τους πονηρούς δαίμονες, διότι αυτών ή ασιτία συνοδεύεται από οργή καί μίσος, από υπερηφάνεια καί άντίθεση προς τον Θεόν.

'Αλλ' εμείς, αδελφοί, ως δούλοι γνήσιοι του αγαθού Δεσπότου, Εκείνον μόνον να δουλεύωμεν με κα-θαράν καρδίαν καί γενόμενοι εύάρεστοι ενώπιον Του, ν' άποκομίσώμεν την Εύλογίαν Του προς άγια-σμόν καί σωτηρίαν μας. 'Αμήν.

Τό Τροπάριο τῆς Κασσιανῆς (κείμενο καί μετάφραση Κωστῆ Παλαμᾶ)



Τό Τροπάριο τῆς Κασσιανῆς
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τήν σήν αἰσθομένη Θεότητα μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, ὀδυρομένη μύρα σοί πρό τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.

Οἶμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοί ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τέ καί ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.

Δέξαι μου τάς πηγᾶς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τό ὕδωρ κάμφθητι μοί πρός τούς στεναγμούς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τούς οὐρανούς τή ἀφάτω σου κενώσει.

Καταφιλήσω τούς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δέ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις ὧν ἐν τῷ Παραδείσω Εὕα τό δειλινόν κρότον τοῖς ὦσιν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβω ἐκρύβη.

Ἁμαρτιῶν μου τά πλήθη καί κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μή μέ τήν σήν δούλην παρίδης, Ὁ ἀμέτρητον ἔχων τό ἔλεος.

Το τροπάριο της Κασσιανής σε μετάφραση του Κωστή Παλαμά

 Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα Κύριε, πως η θεότης Σου μιλά,
μέσ’ στην καρδιά μου!


Κύριε, προτού σε κρύψ’ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ’ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
σου φέρνω μύρα.


Οίστρος με σέρνει ακολασίας ... Νυχτιά
σκοτάδι, αφέγγαρο, ανάστερο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας, φωτιά
με καίει, με λιώνει.


Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.


Γείρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πως πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί
και σάρκα επήραν.


Στ’ άχραντά Σου πόδια, βασιλιά
μου Εσύ, θα πέσω και θα στα φιλήσω
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα στα σφουγγίσω.


Τ’ άκουσεν η Εύα μέσ’ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν’ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε ... Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.


Ψυχοσώστ’ οι αμαρτίες μου λαός
τ’ αξεδιάλυτα ποιός θα ξεδιαλύσει;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!
Άβυσσο η κρίση.


Πηγή:http://kosmasaitolos.blogspot.com

ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΠΑΘΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΠΑΛΑΜΑ



Η εισήγηση αυτή έχει αντικείμενο ένα σπουδαίο για τη ζωή των Χριστιανών θέμα, το θέμα που άφορα τα πάθη και την απάθεια, που ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διεξοδικά αναφέρεται σ' όλους σχεδόν τους λόγους και τις ομιλίες του.


Ευθύς εξ αρχής πρέπει να αναφέρω ότι ή πλούσια αποστολικό πατερική του πείρα δεν αφήνει περιθώρια να θεωρήσουμε ότι ή διδασκαλία του για τα πάθη του ανθρώπου και την απεγκλωβίσει απ' αυτά είναι προϊόν κάποιας ψυχολογικής γνώσεως ή καρπός στοχαστικών και φανταστικών επινοήσεων, αλλά μιάς βαθιάς Αγιοπνευματικής εσωτερικής εμπειρίας που αποκτήθηκε από την πολυχρόνια ασκητική βίωση και μοναχική παράδοση κυρίως στο Άγιο Όρος. Έτσι είναι έξω από την ηθικιστική εκείνη θεώρηση της πνευματικής ζωής που προσπάθησαν στην εποχή του, αλλά και μεταγενέστερα μερικοί να παρουσιάσουν στο χώρο της Ορθοδοξίας. Από τις προσωπικές του μάχες κατά των παθών και των δαιμόνων που τα υποκινούν, αλλά και από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στην καθαρή του ψυχή, μάς παρέδωσε την μαρτυρική πληροφορία ότι "μαρτυρίου στέφανον λήψεται ό τα πάθη δι' αρετής τροπωσάμενος".


Μέσα από τα κείμενα του λοιπόν θα παρακολουθήσουμε την φθοροποιό και θανατηφόρο ενέργεια των παθών που δι' αυτών "τυπουται σκότος νοερόν" στην ψυχή, την απομακρύνει από τη ζωή, που είναι το θείο φως της, και τής επιφέρει τον θάνατο της, που είναι και ο πραγματικός θάνατος, που τον ονομάζει ό άγιος "σκότος πονηρόν" και προκαλεί λύπη αφόρητη.


Επίσης στα κείμενα του διδάσκει πώς να υπερβαίνει κανείς τα πάθη και τα θανατηφόρα αποτελέσματα τους και πώς να αποκτά με την συνεχή στροφή του λογισμού γύρω από τα θεία τις αρετές και εν συνεχεία πώς ή ενάρετη ψυχή παραλαμβάνεται από τη Χάρη του Αγίου πνεύματος και οδηγείται στα απόρρητα εκείνα αγαθά "α οφθαλμός εμπαθούς και αμελούς ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν άνθρωπου τοιούτου ουκ ανέβει".


Για να ανάλυση κανείς την διδασκαλία του Αγίου για το θέμα αυτό διεξοδικότερα θα έπρεπε να γράψει ολόκληρη διατριβή. Τόσο πλούσιο υλικό βγαίνει μέσα από τα κείμενα του. Θα προσπαθήσουμε ωστόσο, στο λίγο χρόνο που διατίθεται, να παρουσιάσουμε τα κεντρικότερα σημεία τής πνευματικής του εμπειρίας ώστε να κατανοήσουμε κατά το δυνατόν τον τρόπο με τον όποιο διαδίδονται τα πάθη στον άνθρωπο και τις βασικές προϋποθέσεις που χρειάζεται κανείς να φθάσει στη μακαριά απάθεια.


1. Πάθη


α) Προσδιορισμός και εμφάνιση παθών
Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς ακολουθώντας την συμφωνία της παραδόσεως των Πατέρων ότι τα πάθη δεν είναι μέρος τής ανθρώπινης φύσεως και δεν αποτελούν απ' αρχής φυσικά στοιχεία της, αναφέρει ότι είναι κινήσεις και πράξεις ξένες προς την κατά φύσιν ζωή του άνθρωπου. "Διεστραμμέναι δε", λέγει, "οδοί πάντως και σκολιαί, το μίσος, το ψευδός, ό δόλος, ό φθόνος, ή πλεονεξία, ή υπερηφάνεια και τα παραπλήσια τούτοις", τα οποία όχι μόνο πραττόμενα, αλλά και "'αγαπώμενα" και "μελετώμενα κατά νουν" αξιώνουν τον άνθρωπο "της θείας αποστροφής". Οι αιτίες δε που τα δημιουργούν, αναφέρει στον υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων λόγο του, είναι ή "αμετρία" και ή "παράχρηση". Π.χ. των πονηρών παθών που σχετίζονται με τη γεύση δεν είναι ή τροφή αίτια, "αλλά η αμετρία ταύτης ό εστίν ή τρυφή". Δηλαδή ή γαστριμαργία, η λαιμαργία, η πολυποσία, η μέθη. Όταν ό άνθρωπος αρνείται την κατά φύσιν ζωή και την φυσική αναφορά του και σχέση του με τον Θεό και δια των αισθήσεων του εκπίπτει στην εμπαθή προσκόλληση του κόσμου, κάνει "παράχρηση των δυνάμεων της ψυχής του" απ' όπου αναπόφευκτα φύονται τα μυσαρά και βδελυκτά πάθη.


Επομένως ή "αμετρία" και ή "παράχρηση" έχουν αρχή πρώτον στην απάτη του πονηρού και δεύτερον στη σύμπραξη τής βουλήσεως του άνθρωπου μ' αυτόν. Αυτή λοιπόν ή απατηλή και φθονερή ενέργεια του διαβόλου και ή εκούσια άγνοια του Θεού δημιουργούν την υπερβολική προσήλωση στον αισθητό κόσμο που εν συνεχεία γεννά την εμπαθή αγάπη σ' αυτόν και γεμίζει τη ζωή του πεπτωκότος άνθρωπου από εμπαθείς ενέργειες δημιουργώντας το νόμο τής αμαρτίας, τον όποιο ό Απόστολος ονομάζει "φρόνημα της σαρκός".


Την αρχή της εμφανίσεως των παθών ό άγιος Γρηγόριος την ανάγει στο γεγονός της πτώσεως, όπως άλλωστε και όλοι οι υπόλοιποι πατέρες τής Εκκλησίας .Ή απάτη των πρωτοπλάστων ήταν αυτή που αναφέρει ό άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: ήθελαν "προ Θεού, δίχα Θεού και ου κατά Θεόν" να γευθούν τον καρπό τής ζωής, δηλαδή τη θέωση, αδιαφορώντας για την εντολή που τούς έδωσε ό Θεός. Η εσφαλμένη αυτή κατεύθυνση τής ψυχής τους επέφερε πολλά και θλιβερά αποτελέσματα σε όλο τον ψυχοσωματικό εαυτό τους, αλλά και σε όλους τούς απογόνους τους. Δημιούργησε την διαστροφή και τη σύγχυση των δυνάμεων τής ψυχής και γέννησε τις παρά φύσιν και πονηρές επιθυμίες του σώματος. Επήλθε ή σύζευξη του σωματικού και κοσμικού φρονήματος και "μυριοπαθείς ημάς ποιήσασα, πολυτρόπως δίιστησι του απαθούς". Αυτός λοιπόν ό κόσμος έκτοτε "εν τω πονηρω κείται", "δια της ημετέρας παραχρήσεως και σφαλεράς διοικήσεως". Αυτός ό κόσμος "ου κοσμοκράτωρ εστίν ό σατανάς", αυτός ό κόσμος που αποτελείται από πολυάριθμο "όχλο παθών", ό οποίος "κτίζεται εκ της φιλαμαρτήμονος ημών γνώμης συνεργεία του πονηρού", είναι ό απατηλός κόσμος, που προξενεί την οδύνη στη φύση μας και συσσωρεύει μύριες δυσχέρειες κατά καιρούς, στην εσωτερική και εξωτερική ζωή του ανθρώπου.


Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς ακολουθώντας τη διαίρεση της ψυχής του Πλάτωνα διακρίνει σ' αυτή τρεις δυνάμεις: το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό. Νοσεί ό άνθρωπος και στα τρία αυτά λέγει. Ή αρχή της νόσου προέρχεται από το επιθυμητικό, ανεβαίνει στο θυμικό και καταλήγει στο λογιστικό, όπου δια του εθισμού παγιώνεται και συντηρείται η νόσος. Οι επιθυμίες που δόθηκαν από τον Θεό να ζουν οι άνθρωποι δεν είναι ασφαλώς υπαίτιες. Γι αυτό είναι σύμφυτες με εμάς εξ απαλών ονύχων. Ή φιλαργυρία όμως που φυτρώνει λίγο αργότερα φαίνεται ότι είναι ή αρχή όλων των κακών όχι από τη φύση αλλά από την προαίρεση. Ό Απόστολος Παύλος δε, την ονομάζει ρίζα όλων των κακών. Δημιουργεί δε μετατόπιση της λατρευτικής αναφοράς του ανθρώπου από τον Θεό στα ποιήματα του Θεού οπότε ό Απόστολος "δεύτερον ειδωλολατρίαν προσηγόρευσε".


Τα πάθη που γεννώνται από την "φιλουλίαν" δεν έχουν καμιά δυνατότητα "προς αγαθοεργίαν". Ή αδυναμία προσκτήσεώς τους ξεσηκώνουν το θυμικό και προκαλούν την οργή και το θυμό, οπότε θηριοποιούν τον άνθρωπο, ή δε συγκέντρωση υλικών αγαθών τον καθιστά άφρονα, επειδή δεν μπορούν να τον βοηθήσουν σε τίποτε ούτε να του εξασφαλίσουν τη ζωή. Του επιτείνουν την επιθυμία προς πλουτισμό προφασιζόμενος συνεχώς την "πτωχείαν" και παραχώνουν σε χρυσωμένο χώμα, πριν από το φυσικό θάνατο, τον νουν του ζωντανού ανθρώπου, όπου του αλλάξουν τα φρονήματα και τον καθιστούν αντί για φιλόθεον και φιλάνθρωπον, φίλαυτον. Και στο πρώτο ανθρώπινο ζεύγος, λέγει ό άγιος, το πρώτο όργανο που άνοιξε τη θύρα των παθών στην ανθρώπινη υπόσταση είναι το επιθυμητικό της ψυχής.


Μετά λοιπόν την φιλοϋλία που είναι το πρώτο γέννημα της πονηράς επιθυμίας εμφανίζεται και το δεύτερον. Αυτό είναι ή φιλοδοξία. Τη χωρίζει σε δυο κατηγορίες: την πρώτη, την κοσμική κενοδοξία, που προσβλέπει "εις καλλωπισμούς σωμάτων και πολυτελείας ενδυμάτων", και τη δεύτερη, τη θρησκευτική κενοδοξία, που επιτίθεται σ' αυτούς που διακρίνονται στην αρετή. Δι' αυτής συνεπάγεται "οιησίς τε και υπόκρισις δι' ων συλήσαι και διασκεδάσαι τον πνευματικόν πλούτον ό εχθρός μηχανάται".


Υπάρχει και τρίτο γέννημα της "κακώς εχούσης επιθυμίας" που είναι ή γαστριμαργία απ' την οποία προέρχεται η σαρκική ακαθαρσία.


Οι προεκτάσεις λοιπόν της νοσηρότητας του επιθυμητικού τής ψυχής επιδρούν στο θυμικό και εν συνεχεία στο λογιστικό και επειδή ή ψυχή είναι ενιαία στη διαδικασία της θεραπείας πρέπει όλα να τύχουν θεραπευτικής αγωγής, αρχής γεννώμενης από του επιθυμητικού.


Ή κατ' ενέργεια διάπραξη των πολυειδών παθών και ή εξωτερίκευση αυτών στηρίζεται στη νοσηρότητα του τρίμερους της ψυχής, οπότε μετά την ένσαρκη παρουσία του Χριστού και τη θεραπεία του όλου άνθρωπου μπορεί ό άνθρωπος να κρατήσει σε ισόρροπη θέση τις τρεις λειτουργίες της ψυχής προσφέροντας την εγκράτεια στο επιθυμητικό, την αγάπη στο θυμικό και τη διαρκή στροφή προς τον Θεό στο λογιστικό. Έτσι θα δειχθεί περίτρανα ή πείρα και διδασκαλία των Πατέρων ότι ή παρουσία των παθών σ' ολόκληρη την ψυχή ή στις επιμέρους λειτουργίες της είναι μια συνάντηση με κάποιον ξένο που έρχεται προς αυτή προς αλλοτρίωση και κατεξουσιασμό της και δεν έχει καμιά σχέση ή δημιουργική ενέργεια του Θεού στην παραγωγή τους.


Β' ΕΙΔΗ ΠΑΘΩΝ

Τα πάθη κατά την διδασκαλία του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά αν και είναι ποικίλα και πολύμορφα ωστόσο έχουν μεταξύ τους μια αλληλουχία. Εξαρτώνται και συνδέονται και μεταβιβάζουν την ενεργητικότητα τους γεννώντας άλλα. Επί παραδείγματι το πάθος της κενοδοξίας γεννά το φθόνο και πολλές φορές καταλήγει και στο φόνο. Από τον εγωισμό γεννιέται ή οίηση, ή υπερηφάνεια και ή υποκρισία, ακόμη και ή φιληδονία.


Στα έργα του Αγίου ή πρώτη διάκριση γίνεται με βάση την προέλευση των παθών. Έχουμε λοιπόν πάθη που προέρχονται από τα "σωματικά αισθητήρια" που γεννούν όπως είδαμε "την φιλοκτημοσύνην και φιλαργυρίαν". Οι σωματικές αισθήσεις υποκινούνται από "άλλην περιεκτικωτάτην αίσθησιν ένδοθεν, την φαντασία", όπου γεννώνται άλλες ηδονές και πάθη, όπως ή φυσίωσι και ή αλαζονεία. Υπάρχουν δε και μικτά πάθη που είναι γεννήματα από την αίσθηση και τη φαντασία, όπως είναι ή ανθρωπαρέσκεια, ή κενοδοξία και ή υπερηφάνεια.


Από όλες τις σωματικές αισθήσεις στέκεται ό άγιος στη γεύση.
Αυτή, όταν δεν περιορίζεται στην κάλυψη της αναγκαίας για το σώμα τροφής, καταλήγει, όπως είδαμε, στην γαστριμαργία ή πολυποσία. Από τη γαστριμαργία σαν από βορβορώδη δεξαμενή αναδίδονται βδελυροί κρουνοί που αρδεύουν με πλούσιο υλικό τα σαρκικά και υπογάστρια πάθη, όπως είναι ή πορνεία, ή μοιχεία, ή ακολασία, ή ασέλγεια και "πάσα ή της σαρκός ακαθαρσία". Αυτά αφού υποδουλώσουν και την ακοή και την δράση και την όσφρηση, καθιστούν ποθεινά τα μυσαρά πράγματα, τα αισχρά λόγια, τα πορνικά άσματα, τα σατανικά χορεύματα, τα μυραλείματα, που υποβοηθούν τις αισχρότητες, τα βδελυρά φτιασιδώματα, τους στολισμούς δια πολυτελών ενδυμάτων και αναδημάτων. Έτσι χάνει τη σοφία ο νους που χορηγεί το άγιο Πνεύμα και κυριεύεται από άνοια. Εγκαταλείπει τον Θεό και γίνεται πλέον κτηνώδης ή δαιμονιώδης. "Νους γαρ αποστάς από του Θεού ή κτηνώδης γίνεται ή δαιμονιώδης. Ταις σαρκικαις έπιθυμίαις έκδοτον εαυτόν ποιεί και μέτρον ηδονής ου γινώσκει".


Τα πάθη της φαντασίας είναι εκείνα που υποδαυλίζονται από το διάβολο. Τις περισσότερες φορές δεν υποκινούνται από εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά κατ' ευθείαν ο διάβολος ενεργεί δια των οκτώ γνωστών πειρασμών στο χώρο της φαντασίας, χωρίς πολλές φορές να τα συνειδητοποιεί.


Σε μια άλλη κατηγορία ο άγιος εντάσσει τα λεγόμενα ελάχιστα και ασήμαντα πάθη που οδηγούν όμως σε άλλα σοβαρότερα. Π.χ. η ευτραπελία, ή μωρολογία, ή βωμολοχία είναι δυνατόν όχι μόνο να οδηγήσουν την ψυχή σε πιο σοβαρά ολισθήματα, επειδή είναι «υπέκαυμα και προτροπή προς πορνεία», αλλά και τα ίδια, όπως και τα μεγάλα, εμποδίζουν την πνευματική ανάπτυξη της ψυχής και την πορεία της προς την τεθλιμμένη οδό της σωτηρίας.

γ) Συνέπειες των παθών.

Μια οδυνηρή συνέπεια των παθών, που παρατηρείται στη ζωή του ανθρώπου, είναι ή στέρηση της κοινωνίας του με τον Θεό. Ή παράβαση της εντολής του Θεού που διέπραξε τον παλαιό καιρό έγινε πρόξενος παντός θανάτου, της ψυχής και του σώματος, "του κατά τον νυν αιώνα και του κατά την ατελεύτητων εκείνη κόλασιν".

Και ο κυρίως θάνατος είναι το "διαζευχθήναι την ψυχήν της θείας Χάριτος και τη, αμαρτία συζηγήναι". Αυτός δε ο θάνατος, ο θάνατος της ψυχής, είναι ή εγκατάλειψη του Θεού. Το αίτιο δε της θείας εγκαταλείψεως δεν έχει τη γένεσή του στον Θεό, αλλά στην αμαρτία. Δηλαδή στην αυτεξουσιότητα του ανθρώπου που ο Θεός ουδέποτε παραβιάζει. "Ημείς ούν έσμέν, φευ, οι του οικείου θανάτου γεννήτορες", λέει χαρακτηριστικά. Έτσι τονίζεται στα κείμενα του Αγίου, όπως και σ' όλους τους ανατολικούς Πατέρες, ότι ο θάνατος, ή αμαρτία και οι συνέπειες της δεν έχουν οντολογικό περιεχόμενο, ούτε είναι μία φύση έστω κακή φύση, αλλά ή λανθασμένη προαίρεση του ανθρώπου που έχει φθοροποιές και νεκροποιές συνέπειες στη φύση του, αφού αλόγως αυτονομείται από την αρμονία της καθολικής φύσεως, που διοικείται από τον Δημιουργό. Αλλά και ο σωματικός θάνατος σαν έσχατο καταγώγιο της τραχείας οδού "εις ην εισήγαγεν των ανθρώπων το γένος ή αμαρτία", αφού προηγουμένως έκανε το σώμα πολύμοχθο, πολύπαθες και φθαρτό, είναι προέκταση της παραβάσεως και επακόλουθο της αμαρτίας. Και αυτόν δεν τον δημιούργησε ο Θεός, αλλά ως συνέπεια και αυτός της θείας ακοινωνησίας παραχωρήθηκε συντηρώντας ή πρόνοια του Θεού το αυτεξούσιο και καταργώντας ταυτοχρόνως την παγίωση και αθανασία του κάκου. Προανήγγειλε όμως αυτόν με το "γη ει και εις γήν απελεύση" και επέτρεψε να συμβεί μη εμποδίζοντας "το εκβησόμενον συν δίκη".


Όχι μόνον ο θάνατος είναι συνέπεια της παραβάσεως και των απ' αυτήν εκφυομένων παθών, αλλά και ή επίγειος ζωή. Λέγει χαρακτηριστικά: εξ αιτίας της αμαρτίας "ενεδύθημεν τους δερμάτινους χιτώνας, το νοσηρόν τούτο και θνητό και πολυώδυνο σώμα" και μετοικήσαμε στον πρόσκαιρο τούτο κόσμο και καταδικαστήκαμε να ζούμε "πολύπαθη και πολυσύμφορον βίον". Και όπως λέγει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αφού γυμνωθήκαμε από τα λαμπρά εκείνα ενδύματα "των θείων περιβολών", ενδυθήκαμε τις εφήμερες τρυφές, τιμές και δόξες της σαρκός.


δ) Ο ρόλος του Σατανά
Κατά τον άγιο ο διάβολος, ο νοητός αρχέκακος όφις, όπως τον ονομάζει, έχοντας αυτομολήσει στην κακία, στερείται της αληθινής ζωής και αφού δικαιως απωθήθηκε απ ' αυτήν, γίνεται νεκρό πνεύμα όχι κατ ' ουσία, επειδή ή νεκρότης δεν έχει ουσία, αλλά "κατ ' αποβολή της όντως ζωής". Και επειδή "ου κόρον λαμβάνει" την προς την κακία ορμή, καθίστα τον εαυτό του "νεκροποιόν πνεύμα". Και έτσι απ αρχής είλκυσε με δόλο τον άνθρωπο προς την "οικείαν νέκρωσιν". Ό ρόλος λοιπόν του διαβόλου έκτοτε είναι να προσεγγίζει τον άνθρωπο και με απατηλές υποσχέσεις να τον απομακρύνει από την αγαθότητα του Θεού και στο μέτρο που τον πείθει να του μεταδίδει στο σώμα και στην ψυχή του τα στοιχεία της νεκροποιού ενεργείας του, που είναι τα πάθη, και δι' αυτών να οδηγεί τη φύση του στη πολυσύμφορη και νεκροποιό κατάληξη.


Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς από τις προσωπικές του εμπειρίες που έχει για την πολεμική του διαβόλου λέγει, ότι ό σατανάς δεν υπαγορεύει απ ' ευθείας την αμαρτία, μάλιστα όταν ο άνθρωπος είναι συνδεδεμένος με την Εκκλησία και τα μυστήρια, αλλά υποκλέπτει "πανούργος" την διάθεση του λέγοντας του ψιθυριστά: Και συ ζώντας μόνος σου χωρίς να παρακολουθείς την Εκκλησία του Θεού, ούτε να προσεχής τον διδάσκαλο της Εκκλησίας, μπορείς να αντιληφθείς το καθήκον και μόνος σου και να μην απομακρύνεσαι από το αγαθό. Έτσι ,σιγά- σιγά τον αποσπά από την θεία επίβλεψη παραδίδοντας τον στα πονηρά έργα και στις πονηρές συνήθειες του κόσμου, όπου οι δαίμονες είναι "κοσμοκράτορες του αιώνος τούτου". Αυτό το κάνει με μεγαλύτερη βία και μανία στους αγωνιζόμενους, ακόμη και στους υψηλά πνευματικός ισταμένους. Μόνον όταν ασφάλιση κανείς την ψυχή του με ύμνους και προσευχές προς τον Θεό, διδάσκει στον 51ο λόγο του ό άγιος, ό αντίπαλος δεν θα έχει θέση μέσα του. Θα απομακρυνθεί μαζί μ ' αυτόν " και πάσα ή περί αυτόν φατρία των κακών". Θα κοσμηθεί ή ψυχή από τη συμμετρία, τη σωφροσύνη, τη δικαιοσύνη, την πραότητα και την ταπείνωση και θα συνδέεται δια της αγάπης με τον Χριστό τον βασιλέα της ειρήνης και τους ανθρώπους, ζώντας ειρηνική και αστασίαστη ζωή.


2. ΑΠΑΘΕΙΑ
α) Μετάνοια και πένθος: προϋποθέσεις της απάθειας.

Για να εξέλθει κανείς από τη δουλεία των παθών και να επιστρέψει στην περιοχή της "ελευθερίας της δόξης των τέκνων του Θεού", χρειάζονται στην αρχή απαραιτήτως ή μετάνοια και το πένθος. Ή μετάνοια είναι ή δυνατότητα που έδωσε ό Θεός στον άνθρωπο σ ' αυτή τη ζωή να συνειδητοποίηση την εγκληματική πράξη του, το να εγκατάλειψη δηλαδή τον Δημιουργό του, και να επιστρέψει κοντά του. Εξ άλλου ή προτροπή του Προδρόμου και αυτού του Χριστού στην αρχή κι όλας της δημοσίας δράσεως τους είναι το "Μετανοείτε, ήγγικε γαρ ή βασιλεία των ουρανών".

Γι` αυτό και σε όλη την πατερική παράδοση ή μετάνοια θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση, αλλά και μόνιμο όπλο της ζωής του Χριστιανού, έως θανάτου για την θεραπεία, την πνευματική κατεύθυνση προς τον Θεό και την τελική άφιξη του σ ' Αυτόν. Λέγει σ ' ένα λόγο του ο άγιος Γρηγόριος: Ό άνθρωπος που μετανοεί με την ψυχή του δια μεν της αγαθής προαιρέσεως και της αποχής από την αμαρτία φθάνει προς τον Θεό". Απέχει όμως από την τελική σωτηρία "τυραννούμενος υπό της κακής συνήθειας και των προλήψεων". Γι` αυτό χρειάζεται ισόβια μετάνοια δια της οποίας αποσπά "την άνωθεν ευσπλαγχνίαν". Από πουθενά άλλου δεν εξασφαλίζεται ή ελπίδα της σωτηρίας και απαλλαγής από τα πάθη τόσο, όσο από την διαρκή μετάνοια. Σε πολλούς λόγους του ό άγιος είναι προτρεπτικός στα έργα της μετανοίας. Υποστηρίζει δε, ότι μαζί με το πνευματικό πένθος, μπορεί να φτάσει κανείς στα μεγάλα και θαυμαστά επιτεύγματα, που χαρακτηρίζουν τη ζωή των Αγίων.


Το κατά Θεόν πένθος είναι ή μήτρα μέσα στην οποία κυοφορείται και μεταλλάσσεται ή ζωή τής μετανοίας Έχει δυο καταστάσεις: Μια οδυνηρή και μια ευφρόσυνη, απ ' τις οποίες χρειάζεται να περάσει ο Χριστιανός για να ζήση την αληθινή ζωή. Ή οδύνη είναι ή επίγνωση του ότι "πολλά πταίομεν" και ή αναγνώριση, κατά την κατόπτευση του εσωτερικοί μας ανθρώπου "του ειδεχθούς προσωπείου". Αυτό γίνεται αισθητό περισσότερο κατά την ώρα της προσευχής που με κατάνυξη επικαλούμαστε το έλεος του Θεού. Η δε ευφροσύνη που εν συνεχεία αισθανόμαστε είναι ή γνώση τις "θεοφιλούς ενεργείας" που αναδημιουργεί την πεπτωκυία ψυχή και φέρνει τα καρποφόρα δάκρυα τής μετανοίας. Το κατά Θεόν πένθος είναι ή λύπη που αισθάνονται οι γνήσιοι μαθηταί του Χριστού α) για την έκπτωση από το χώρο της απάθειας του παραδείσου στο χώρο του πόνου των παθών, β) για την είσοδο της ψυχής στη γέεννα του πυρός, σε περίπτωση που δεν αξιωθεί της σωτηρίας και γ) για τη στέρηση του όντως αγαθού διδασκάλου Χριστού εξ αιτίας της οικείας γυμνώσεως. Ένδειξη του κατά Θεόν πένθους και της ειλικρινούς μετανοίας είναι ή αυτομεμψία, ή αληθινή ταπείνωση, ή συνεχής κατανυκτική επίκληση του ελέους του Θεού και ή σταθεροποίηση στην αρετή.


β) Κάθαρση των παθών και ή συμβολή του άνθρωπου.

Αν ή μετάνοια και το πένθος οδηγούν στην κάθαρση της ψυχής από τα πάθη, αυτή ή απάθεια είναι έργο της Χάριτος του Θεού. Είναι απαραίτητη όμως και ή συμβολή του ανθρώπου. Είναι αναγκαίος ο αγώνας της ανθρωπινής θελήσεως, ο οποίος ενισχύεται πλουσιοπάροχα από τη θεία Χάρη.
Όταν μια ψυχή ασκείται και αγωνίζεται να απελευθερωθεί από τις προκαταλήψεις αρχίζει σταδιακά να ζει την κάθαρση. Παρατηρεί ο άγιος τρία στάδια καθάρσεως: του αρχαρίου, του μέσου και του τελείου. Στα δύο πρώτα φαίνεται περισσότερο ή αγωνιστικότητα του ανθρώπου και ή έμμεση παρουσία του Θεού. Στο τρίτο γίνεται εμφανής ή παρουσία του Θεού ως επιβράβευση των προτέρων αγώνων του ανθρώπου. "εις μεν τους αρχαρίους", λέγει, "επιβεβαιώσεις ότι τα διαβήματα των είναι κατά Θεόν, είναι ή απόκτησης της ταπεινώσεως, εις δε τους μέσους ή απομάκρυνσης των πολέμων, εις δε τους τελείους ή μετά περίσσειας απόκτησης του θείου φωτός".


Πρακτικά ή κάθαρση επιτυγχάνεται με την προσπάθεια να προσέγγιση ο άνθρωπος τον Θεό με την προσευχή, την εξομολόγηση και τη θεία Ευχαριστία. Πριν απ ' αυτά χρειάζεται αγώνας επίπονος για να εξέλθει κανείς από το εγώ με διάφορες ταπεινωτικές πράξεις, να εγκατάλειψη τις αισθησιακές απολαύσεις και να καθαρίσει τους λογισμούς που κατακλύζουν και κατακυριεύουν τον νουν. Αυτή ή προσπάθεια ονομάζεται από τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο "πρώτη απάθεια", ενώ ή μυστική ένωση με το θείον που είναι ή προσέγγιση του Θεού με τον "κεκαθαρμένον" άνθρωπο ονομάζεται "δευτέρα απάθεια . Για να επέλθει δε ή δεύτερη απάθεια είναι ανάγκη να συντελεστεί ή πρώτη. Οί ασκήσεις νηστεία, κακοπάθεια, αγρυπνία και όλες γενικά οι στερήσεις στη ζωή του Χριστιανού γίνονται επ ' ελπίδι της ελεύσεως της ημέρας της απολυτρώσεως και της υποδοχής της αφθαρσίας, "όπου το φθαρτό τούτο ενδύσασθαι δει αφθαρσίαν και το θνητό αθανασίαν", κατά τον Απόστολο Παύλο. Αυτές ο άγιος τις ονομάζει σωματικές ή εξωτερικές ασκήσεις, όπου σκοπό έχουν να οδηγήσουν την ψυχή στο πένθος και την μετάνοια. Αν όμως παραμείνουν μόνον αυτές χωρίς την εγρήγορση του νοός δεν θα έχουν να προσφέρουν ουσιαστική κάθαρση και ο αγώνας δεν καταξιώνεται και δεν θα μπορεί ο άνθρωπος να απεγκλωβίζεται από τον αισθητό κόσμο, όσο και ενάρετος και αν γίνεται. Είναι απαραίτητη ή εξάσκηση του νοός, που την ονομάζει ο άγιος εσωτερική άσκηση. Αυτή την εσωτερική άσκηση τη θεωρεί πιο αξιόλογη γιατί είναι ή προσπάθεια να μεταστρέψει ό άνθρωπος τον νου του πιέζοντας με ισχυρή βία "το πολυπόρευτον τής διανοίας", όπως χαρακτηριστικά λέγει, να πλησιάζει νοερά τον Θεό, όπου επιτυγχάνει τα άρρητα, γεύεται τον μέλλοντα αιώνα και γνωρίζει με νοερά αίσθηση ότι χρηστός ό Κύριος. Οπότε επιτυγχάνει τη μακαριά εκείνη κατάσταση που υψώνει τον άνθρωπο πάνω από κάθε επίγειο και κτιστό πράγμα και απελευθερώνοντας τον να πηγάσει εντός του ή μακαριά απάθεια. Όταν μηδέ ειπείς, μηδέ πράξης αισχρό κατά διάνοια και όταν τω ζημιώσαντι ή κακολογήσαντι μη μνησικακήσης και όταν εν τω καιρώ τής προσευχής άυλον και ανείδεον αεί έχεις τον νουν, τότε γνώθι, ότι έφθασες εις το μέτρον της απάθειας και τής τελείας αγάπης".


Ξεχωρίζει ό άγιος εδώ την αντίληψη των στωικών για την απάθεια που τη βλέπει ενσαρκωμένη στις φιλοσοφικές απόψεις του Βαρλαάμ. Ό Βαρλαάμ δεν έχει ασκητική εμπειρία και πατερική γνώση για την απάθεια, αλλά σαν ψυχρός φιλόσοφος εξάγει την έννοια της απαθείας από την ετυμολογική της σημασία. Απάθεια θεωρεί τη νέκρωση του παθητικού, οπότε προβαίνει σε φυσιολογικό ευνουχισμό των φυσικών δυνάμεων της ψυχής. Ό άγιος Γρηγόριος όμως αναιρώντας την αντίληψη αυτή απαντά ως έξης: "ό φιλόσοφος δια μεν την απάθεια ήκουσε και εφαντάσθη δια δε την αναλγησία (νέκρωσιν) του επιθυμητικού δεν ήκουσε ότι τείνει προς το κακόν και ότι κακίζετε από τούς Πατέρας". Και αφού αποδεικνύει το γεγονός με πλήθος γραφικών και πατερικών χωρίων προσδιορίζει την ορθόδοξη απάθεια με το εξής απαράμιλλων χωρίον: "Εμείς, φιλόσοφε, δεν διδαχθήκαμε την απάθεια κατ' αυτόν τον τρόπον, δηλαδή την νέκρωσιν του παθητικού, αλλά την από χειρόνων επί τα κρείττω μετάθεσιν αυτού και την επί τα θεία καθ' έξιν ενέργεια, αποστρεφομένου (του παθητικού) τελείως τα πονηρά και εστραμμένου προς τα καλά. Και αυτός είναι δι' ημάς απαθής, ό απομακρύνας τάς πονηράς εξείς και πλουτήσας με τας αγαθάς".


Δεν μπορούμε επομένως όταν μιλάμε για απάθεια να μιλάμε για καταστροφή των παθών ή κάποια αποβολή ουσιαστικών πραγματικοτήτων, αλλά για μεταστροφή και μετασκευή λειτουργιών των δυνάμεων της ψυχής και αισθήσεων του σώματος του ανθρώπου.


Την απάθεια ό άγιος την ονομάζει "μακάριον πάθος". "Υπάρχουν", λέγει, "και πάθη μακάρια και κοιναί ενέργειαι τής ψυχής και σώματος, αι οποίαι δεν προσηλώνουν το πνεύμα εις την σάρκα, αλλά ανυψώνουν την σάρκα πλησίον τής αξίας του πνεύματος και πείθουν και αυτήν να κοιτάξει προς τα άνω. Ποίαι είναι αύταί; Αί πνευματικαί αι οποίαι δεν προχωρούν από το σώμα εις τον νουν, αλλά διαβαίνουν από τον νουν εις το σώμα και δια των ενεργημάτων και παθημάτων τούτων το μετασχηματίζουν προς το καλύτερον και το θεουργούν". Έχουμε εδώ τη γνωστή έκφραση του Αγίου ότι πραγματικός γνώστης του Θεού είναι εκείνος που "πάσχει τα θεία" και οπωσδήποτε έχει επιθυμητικών "επαινετόν και θείον".


Εν κατακλείδι θα ήθελα να αναφέρω ότι ή απάθεια δεν είναι εύκολο έργο του καθενός. Κυρίως όταν δεν υπάρχει ένταση και επιμονή στην άσκηση και την προσευχή. Επειδή ό Θεός είναι το "άκρως εφετόν" του καθενός άνθρωπου χρειάζεται ο καθένας μας με μια σοβαρότερη και πιο ενσυνείδητη πνευματική ζωή να αποκτά σταδιακά τις καλές έξεις οδηγούμενος προς την ευαγγελική αγάπη. Ή δε επιμονή των Πατέρων της Εκκλησίας αυτή είναι: το να εργάζεται κανείς έντονα την πρακτική και θεωρητική ζωή που τη μια τη λένε "πρακτική φιλοσοφία" και την άλλη "θεία θεωρία". Και στο μέτρο των δυνατοτήτων του καθενός και της εργασίας που θα καταβάλει θα ελκυστεί ή Χάρις του Πανάγαθου Θεού για να μεταμόρφωση το εσωτερικό του καθενός και να χαρίσει την μακαριά απάθεια, που ως γνωστόν είναι απαραίτητη προϋπόθεση να καταστήσει τον άνθρωπο δεκτικών της τελείας αγάπης και χωρητικών δοχείων της θεώσεως



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΑΓΙΟΛΟΓΙO 2004
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΆΓΙΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΟΛΥΜΠΩ

 

Ἡ σιωπή καί ὁ λόγος τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ,Μαντζαρίδης Γεώργιος



Δυό μέρες τοῦ ἔτους ἀφιερώνονται στή μνήμη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ἡ δεύτερη Κυριακή τῶν Νηστειῶν τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί ἡ 14η Νοεμβρίου. Τή δεύτερη Κυριακή τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, πού ἔρχεται ὡς προέκταση τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, γιορτάζεται ἡ νίκη τῆς διδασκαλίας του ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν ἀντιλήψεων τῶν ἀντιπάλων του.
Στίς 14 Νοεμβρίου, τιμᾶται ἡ πρός τόν Κύριον ἐκδημία του. Ἡ δεύτερη Κυριακή τῶν Νηστειῶν μᾶς θυμίζει περισσότερο τό λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ἡ 14η Νοεμβρίου μᾶς θυμίζει περισσότερο τή σιωπή του.Στίς 14 Νοεμβρίου τοῦ 1359 ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, πού λάμπρυνε γιά δωδεκάμισι χρόνια τόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο τῆς Θεσσαλονίκης καί καθοδήγησε μέ σοφία καί αὐταπάρνηση τούς πιστούς της σιώπησε ὁριστικά. Φορέας τῆς σιωπῆς του εἶναι τά ἱερά λείψανά του, πού ἀποτελοῦν μίαν ἀνεκτίμητη παρακαταθήκη γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης. Ἀλλά καί ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού διατηρεῖται ὡς σήμερα μέ τά πολυάριθμα συγγράμματά του, συχνά ἀναφέρεται στή σιωπή καί τήν ἡσυχία, πού μέ τόση ἐπιμέλεια ἄσκησε καί ὁ ἴδιος στή ζωή του ὡς ἡσυχαστής μοναχός.
Ἡ σιωπή καί ὁ λόγος εἶναι πράγματα ἀντίθετα στήν καθημερινή μας ζωή. Ὁ λόγος διαλύει τή σιωπή. Καί ἡ σιωπή διακόπτει τό λόγο. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὡς ἡσυχαστής ἦταν βασικά ἄνθρωπος τῆς σιωπῆς. Ἀπέφευγε τό λόγο, ὅπως ἄλλωστε καί τή συγγραφή. Ὁ ἴδιος σημειώνει ὅτι πολλοί μεγάλοι πατέρες τῆς ἐρήμου, μολονότι θά μποροῦσαν νά γράψουν σπουδαῖα καί ὠφέλιμα πράγματα, δέν τό ἔκαναν, γιά νά μή διακόψουν τήν σιωπή καί τήν κοινωνία τους μέ τό Θεό. Κατακρίνει μάλιστα τόν ἑαυτό του καί λέει ὅτι ὁ ἴδιος συνήθιζε νά γράφει, ὅταν ὑπῆρχε κάποια ἐπείγουσα ἀνάγκη. Καί γνωρίζουμε πόσο πολλά καί δυνατά κείμενα ἔγραψε, ὅταν ἡ ἀνάγκη αὐτὴ ἦταν ὁ κίνδυνος νά παραχαραχθεῖ ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία.
Ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ προφορικός καί ὁ γραπτός, εἶχε πάντοτε πλούσιο ἀντίκρυσμα στή σιωπή του. Καί ἡ σιωπή του δέν ἦταν συνέπεια παραιτήσεως ἤ ἀδιαφορίας, ἀλλά καρπός ἔντονης σπουδῆς καί κοινωνίας μέ τό Θεό Λόγο. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος γράφει: «Ἄμεινόν ἐστι σιωπᾶν καί εἶναι ἤ λαλοῦντα μή εἶναι».
Στήν καθημερινή μας ζωή συνδέουμε συνήθως τό λόγο μέ τήν ὕπαρξη καί τή σιωπή μέ τήν ἀνυπαρξία. Συχνά ὅμως ὁ ἀνθρώπινος λόγος εἶναι κενός καί φανερώνει μία οὐσιαστική ἀνυπαρξία. Δέ χρειάζεται ἄλλωστε νά εἶναι κανείς ψεύτης ἤ φλύαρος, γιά ν’ ἀποδειχθεῖ ὁ λόγος του κενός. Καί μόνο τό ὅτι εἶναι θνητός, καί ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τό ἔσχατο ὅριο τῶν δυνάμεών του, φανερώνει τήν ἀβεβαιότητα καί τήν οὐσιαστική κενότητα τοῦ λόγου του.
Παράλληλα ὅμως ὁ κάθε ἀνθρώπινος λόγος ἔχει μεγάλη ἀξία, ὅταν διαθέτει ἀντικρυσμα στή σιωπή. Ἀκόμα περισσότερο, ὁ κάθε ἀνθρώπινος λόγος ἔχει τεράστια ἀξία, ὅταν εἶναι λόγος σιωπῆς. Τά λόγια πού ἀπευθύνει ὁ πατέρας στό παιδί του ἔχουν τό ἀντίκρυσμα καί τήν ἀξία τους, ὅσο ζεῖ ὁ πατέρας καί ἀκούει τό παιδί. Ἡ σιωπηρή ὅμως παρουσία τοῦ πατέρα στήν καρδιά τοῦ παιδιοῦ του, ὡς παρουσία ἀγάπης, εἶναι πολύ πιό εὔγλωττη καί πολύ πιό οὐσιαστική ἀπό τά λόγια πού ἀκούει ἀπό τό στόμα του. Καί αὐτό, γιατί ἡ ἀγάπη μεταφέρει τόν ἄνθρωπο σέ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο πού βρίσκεται πέρα ἀπό τό θάνατο. «Ἠμεῖς οἴδαμεν», λέει ὁ Ἀπόστολος καί Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἐμεῖς δηλαδή γνωρίζουμε, «ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τούς ἀδελφούς• ὁ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν μένει ἐν τῷ θανάτῳ».
Ἡ ἀγάπη δίνει στόν ἄνθρωπο τήν ἐμπειρία τῆς διατηρήσεως τῆς ζωῆς του πέρα ἀπό τήν ἀτομικότητά του. Ἡ ἀγάπη δίνει στόν ἄνθρωπο μία αἴσθηση τῆς ἀθάνατης ζωῆς, τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτό εἶναι φυσικό, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη.
Ἡ ἀληθινή ὅμως ἀγάπη δέ διατυπώνεται μέ λόγια. Καί ἡ οὐσία της δέν περιορίζεται σέ φραστικά σχήματα. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη ἐκφράζεται περισσότερο μέ τή σιωπή. Ἡ σιωπή εἶναι συχνά ἡ πιό ἔντονη κραυγή. Αὐτό τό βλέπουμε προπαντός στόν ἡσυχασμό. Ἡ σιωπή τοῦ ἡσυχαστῆ εἶναι κραυγή ἀγάπης. Ὅπως καί ἡ ἀπομόνωσή του εἶναι ἐντατικοποίηση τῆς κοινωνίας του μέ τό Θεό.
Ζώντας στόν κόσμο καί διατηρώντας ἀκέραιο τόν ἐγωισμό μας ἀδυνατοῦμε συνήθως νά γνωρίσουμε καί νά ζήσουμε τήν ἀληθινή ἀγάπη. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη βγαίνει ἀπό τήν σιωπή καί τήν ταπείνωση. Ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἅγιος Φιλόθεος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, περιγράφοντας τή ζωή καί τίς ἀρετές τοῦ ἁγίου στά ἡσυχαστήρια τοῦ Ἄθω, σημειώνει σχετικά τά ἑξῆς: «Ταπείνωσις ἦν αὐτῷ ἀκρότατη, καί ἡ πρός τόν Θεόν καί τόν πλησίον, ἥ φησίν ὁ θεῖος Ἀπόστολος, ἀνυπόκριτος ἐκ καρδίας ἀγάπη, τά πρῶτα καί μέσα καί τελευταῖα τῶν ἀρετῶν ἐρείσματα καί στοιχεῖα».
Καί πραγματικά μόνο μέ ἀκρότατη ταπείνωση μπορεῖ νά ὑπάρξει ἡ ἀνυπόκριτη καί «ἐκ καρδίας ἀγάπη» πρός τό Θεό καί τό συνάνθρωπο. Αὐτὴ τήν ἀγάπη, πού τόσο σπανίζει στήν καθημερινή μας ζωή, καλλιέργησε ὁ ἡσυχαστής Γρηγόριος Παλαμᾶς στά ἐρημητήρια τοῦ Ἁγίου Ὅρους μέ τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή. Ἡ ἴδια ἀγάπη τόν ἔφερε ἀργότερα στή μητρόπολη τῆς Θεσσαλονίκης καί τόν ἔκανε στήριγμα καί διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἀγάπη πού καλλιέργησε στή σιωπή. Ἡ ἀγάπη πού θεμελίωσε στήν ταπείνωση καί τόν ἀφανισμό τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἡ ἀγάπη πού ἔδειξε, ὅταν χρειάστηκε, μέ τούς ἔντονους ἀγῶνες καί τήν ἀκατάβλητη δράση του.
Πολλές φορές ἀκοῦμε καί εὐσεβεῖς ἀκόμα Χριστιανούς νά λένε: Τί κάνουν αὐτοί οἱ μοναχοί στά ἐρημητήριά τους; Τί νόημα ἔχει ἡ ἀπόκοσμη ζωή τους; Ποιό εἶναι τό κοινωνικό ἔργο τους, ὅταν βρίσκονται μακριά ἀπό τούς ἀνθρώπους; Ποιά εἶναι ἡ ἀρετή τους, ὅταν φροντίζουν μόνο γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς τους;
Καί εἶναι φυσικό νά διατυπώνονται τά ἐρωτήματα αὐτά, ὅταν ἀντιμετωπίζεται ὁ ἄνθρωπος ὡς μέσο γιά κάποιο σκοπό. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζεται ὡς αὐτοαξία, τότε τά πράγματα τοποθετοῦνται διαφορετικά. Ἔτσι ἀντιμετωπίζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν ἡσυχαστή. Αὐτήν τήν εἰκόνα γιά τόν ἄνθρωπο εἶχε καί ἐνσάρκωσε στή ζωή του ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη σάρκα, ἡ φθαρτή καί θνητή, πού τόσο ὑπωπιάζει καί δουλαγωγεῖ ὁ μοναχός ἔχει ἀνείπωτη ἀξία γι’ αὐτόν, ὅπως καί γενικότερα γιά τήν Ὀρθοδοξία, γιατί καταξιώθηκε ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό πού ἔγινε ἄνθρωπος. Ἔγινε λοιπόν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, γιά νά δείξει ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἔχει μία τέτοια συγγένεια μέ τό Θεό, ὥστε νά μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μαζί του σέ μία ὑπόσταση. Ἔγινε ἄνθρωπος, «ἵνα τίμησῃ τήν σάρκα καί αὐτήν τήν θνητήν».
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἡ ἀπόκοσμη ζωή τοῦ ἐρημίτη δέν εἶναι ἀπόλυτη ἀλλά σχετική. Στή σιωπή τῆς ἐρήμου ὁ μοναχός ἐξασφαλίζει μεγαλύτερο βαθμό ἐλευθερίας καί ἀποφεύγει τίς πολλαπλές καί ἀδιόρατες κοινωνικές δεσμεύσεις. Ἔτσι μπορεῖ νά βρίσκεται ψυχικά πολύ πιό κοντά στόν ἄνθρωπο, καί νά καλλιεργεῖ πραγματική καί ἀνυπόκριτη ἀγάπη γι’ αὐτόν. Μέ τή φυγή στήν ἔρημο καί τή στέρηση τῆς συναναστροφῆς μέ τόν κόσμο ἐνισχύει καί μεγιστοποιεῖ ὁ μοναχός τήν κοινωνικότητά του. Γι’ αὐτό καί μπορεῖ σέ ὁποιαδήποτε στιγμή νά δώσει τή μαρτυρία τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης στόν κόσμο. Αὐτό ἀποδεικνύει ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτό φανερώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὁ ἐρημίτης καί ἱεράρχης, ὁ ἡσυχαστής καί κῆρυξ τῆς χάριτος.
Τό νόημα τοῦ λόγου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ βρίσκεται στή φύση τῆς σιωπῆς του. Γνώριζε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὅτι ὅσο μιλοῦσε δέ βρισκόταν ἀκόμα ἐκεῖ πού ποθοῦσε. Τώρα πού σιωπᾶ βρίσκεται ἐκεῖ καί ὑπάρχει πραγματικά, γιατί βρίσκεται καί ὑπάρχει ἐν Κυρίῳ. Ἡ ζωή τῶν ἁγίων εἶναι ὁ Χριστός. Καί ἡ δική μας ζωή εἶναι ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό ἄλλωστε λεγόμαστε Χριστιανοί. Ὁ χριστιανισμός -κι ἐπειδή σημειώθηκαν παραφθορές τοῦ Χριστιανισμοῦ – ἡ Ὀρθοδοξία ἦταν καί εἶναι ἡ πραγματική μας ταυτότητα. Μέ τήν Ὀρθοδοξία ταυτίστηκε ἡ ἱστορία μας καί ἡ ὕπαρξή μας.
Ὅταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἦρθε στήν Θεσσαλονίκη καί βρῆκε τούς κατοίκους τῆς διχασμένους ἀπό τό κίνημα τῶν ζηλωτῶν, τούς κάλεσε μέ τήν πρώτη ὁμιλία του σέ εἰρήνη καί ἑνότητα λέγοντάς τους: Ἀδέλφια εἴμαστε ὅλοι ὄχι μόνο ὡς ἄνθρωποι, ἀλλά καί ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Κοινή εἶναι ἡ πίστη μας, κοινή ἡ ἐλπίδα μας, κοινός Πατέρας μας ὁ Χριστός, κοινή μητέρα μας ἡ Ἐκκλησία. Καί ὅπως μᾶς πληροφορεῖ καί πάλι ὁ βιογράφος του ἅγιος Φιλόθεος, «τούς ὑβριστὰς ἑαυτοῦ καί πολεμιωτάτους καί στασιαστὰς πρότερον, φίλους ἐκ τῆς ὁμιλίας εὐθύς ἐκείνης εἰργάσατο».
Ἔτσι ἡ πίστη στό Χριστό, ἡ πίστη στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἕνωσε καί πάλι τούς Θεσσαλονικεῖς. Αὐτή ἡ πίστη ἦταν ἡ ταυτότητα τοῦ γένους μας. Σ’ αὐτήν τήν πίστη στήριξε τήν ἑνότητά του. Μέ αὐτήν τήν πίστη ὑπέμεινε τή μακραίωνη σκλαβιά καί ξανακέρδισε τή λευτεριά του. Καί στή συνέχεια, -ἐλεύθεροι ἀπό ξένους-δεσπότες κινδυνεύουμε νά χάσουμε τήν ταυτότητά μας μέ τίς ξενομανίες μας καί τίς ξενόφερτες ἰδεολογίες μας. Εἶναι ἀπελπιστικό, καί ὅμως ἀληθινό, ὅτι οἱ λεγόμενες προηγμένες κοινωνίες τείνουν νά ἔχουν ὡς μοναδική ταυτότητά τους μία καλύτερα ἤ χειρότερα ὀργανωμένη καί ἱεραρχημένη γραφειοκρατία, χωρίς αἴσθημα καί ἀγάπη, χωρίς νόημα καί σκοπό.
Ἔτσι ἀνοίγεται μία πορεία, πού τέρμα της ἔχει τόν μονοδιάστατο ἄνθρωπο καί τή μονοδιάστατη κοινωνία. Ἕνας τέτοιος ὅμως ἄνθρωπος παύει νά εἶναι ἄνθρωπος. Καί μία τέτοια κοινωνία παύει νά εἶναι ἀνθρώπινη κοινωνία. Ἄν δέ θέλουμε ν’ ἀφήσουμε νά μεταπέσει ἡ ταυτότητά μας σέ ληξιαρχική πράξη θανάτου, πρέπει νά διατηρηθοῦμε ἑνωμένοι μέ τίς ρίζες μας. Καί δόξα τῷ Θεῶ στόν τόπο μας εἶναι αὐτό ἀκόμα δυνατό. Ἡ ἴδια ἡ ἀδυναμία πού δείχνουμε νά συμμορφωθοῦμε καί νά ταυτιστοῦμε μέ μία ἄψυχη γραφειοκρατία, ἀδυναμία πού εἶναι ἐμφανής σέ ὅλες τίς μορφές τῆς κοινωνικῆς μας ζωῆς, βεβαιώνει τήν ἀλήθεια αὐτή. Βεβαιώνει ὅτι κάπου ἀλλοῦ ἀναζητοῦμε τήν ταυτότητά μας. Καί αὐτό τό κάπου ἄλλου δέν εἶναι δύσκολο νά τό βροῦμε, ὅσο διατηροῦμε τό λόγο τῶν ἁγίων μας καί τιμοῦμε τή σιωπή τῶν λειψάνων τους.

Παράλληλα κείμενα:" 'Οσοι πτωχοί και ενδεείς ". 'Αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς-Πλούσιος χριστιανός.Ιερόθεος Ναυπάκτου




Ομιλία Δ'

Στο  Ευαγγέλιο  της  Δευτέρας  Παρουσίας  του  Χριστού


[...] Ακούσετε  και  ευφρανθήτε, όσοι είσθε  πτωχοί  και  ενδεείς, διότι  κατά  τούτο  είσθε  αδελφοί  του  Θεού' κι αν  είσθε  πτωχοί  και  ευτελείς ακουσίως, καταστήσατε  εκούσιο  για  τον  εαυτό  σας  το αγαθό  δια  της  υπομονής  και  της  ευχαριστίας. Ακούσετε  οι  πλούσιοι  και  ποθήσετε  την  ευλογημένη  πτωχεία, για  να  γίνετε  κληρονόμοι  και  αδελφοί  του  Χριστού, γνησιώτεροι  μάλιστα  εκείνων  που  επτώχευσαν  ακουσίως' διότι  εκείνος  επτώχευσε  για  μας  εκουσίως.

Ακούσετε  και  στενάξετε  εσείς  που  περιφρονείτε  τους  αδελφούς  σας, όταν  υποφέρουν, μάλλον  δε  τους  αδελφούς  του  Θεού, και  δεν  μεταδίδετε  στους  ενδεείς  απο  όσα  διαθέτετε  άφθονα, τροφή, σκέπη, ενδυμασία, επιμέλεια  κατάλληλη, και  δεν προσφέρετε  το  περίσσευμά  σας  στο  υστέρημα  εκείνων. Μάλλον  δε  ας   ακούσωμε  και  ας  στενάξωμε, αφού  κι'εγώ  ο  ίδιος που  σας  λέγω  αυτά, ελέγχομαι  απο  την  συνείδησή  μου  ότι  δεν  είμαι  τελείως  έξω  απο  το  πάθος' διότι, ενώ  πολλοί  ριγούν    και  στερούνται, εγώ  είμαι  γεμάτος  και  ενδεδυμένος.

Πολύ  δε  περισσότερο  άξιοι  πένθους  είναι  αυτοί που  έχουν  και  κατέχουν  θησαυρούς  περισσότερους  απο  την  καθημερινή  ανάγκη  ή  και  φροντίζουν  να  τους  αυξήσουν' ενω  είναι  προσταγμένοι  ν'αγαπούν  τον  πλησίον  σαν  τους  εαυτούς  των, δεν  τους  θεωρούν  ούτε  σαν  το  χώμα.

Διότι  τι  άλλο  είναι  ο  χρυσός  και  ο  άργυρος, που αγαπήσαμε  περισσότερο  απο  τους  αδελφούς;

Αλλά  ας  επιστραφούμε, ας  μετανοήσωμε και  ας  κοινωνήσωμε  εξυπηρετώντας  τις  ανάγκες  των  ανάμεσά  μας  πτωχών  αδελφών  με  όσα  έχομε. Και αν δεν είμαστε  διατεθημένοι ν'αδειάσωμε  θεοφιλώς  όλα  τα  υπάρχοντα, τουλάχιστον  να μη τα  κατακρατήσωμε  όλα  για  τους  εαυτούς  μας  ασπλάγχνως' αλλά  το  μεν  ας  τό πράξωμε, γι'αυτό  που  θα  παραλείψωμε, ας  ταπεινωθούμε  ενώπιον  του  Θεού, και  θα  επιτύχωμε  απο  αυτόν  συγγνώμη, διότι  η  φιλανθρωπία  του  αναπληρώνει την  έλλειψί  μας, για  να  μη,

ο μη γένοιτο, ακούσωμε  την  απαίσια  φωνή' διότι  λέγει,

 "τότε  θα  ειπή  και  στούς  απο  τα  αριστερά' φεύγετε  απο  εμένα  οι  καταραμένοι ". Πόσο  φοβερό  είναι  τούτο!
Απομακρυνθήτε  απο  την  ζωή, εκβληθήτε  απο  την  τρυφή, στερηθήτε  το  φως!  [...]


Αγίου  Γρηγορίου  του  Παλαμά  τα  'Εργα

Πατερικές  Εκδόσεις "Γρηγόριος ο Παλαμάς"



Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ, Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΙΣΛΑΜ Γράφτηκε από τον/την Πρώτ. Βασιλείου Α. Γεωργοπούλου


Πρωτ. Βασιλείου Α. Γεωργοπούλου, Λέκτορος Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

AggrigoriosPalamasΤή δεύτερη Κυριακή τῶν Νηστειῶν τῆς Μέγ. Τεσσαρακοστῆς ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει καί τιμᾶ γιά δεύτερη φορᾶ μέσα στό ἐκκλησιαστικό ἔτος μία κορυφαία πατερική φυσιογνωμία, τόν Ἄγ. Γρηγόριο, ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, τόν Παλαμά. Τό γεγονός αὐτό εἶναι μία καλῆ ἀφορμή γιά νά προσεγγίσουμε ἀπό ὀρθόδοξης πλευρᾶς, μέ ὁδηγό μας τό πρόσωπο τοῦ ἱεροῦ Πατέρα, ὁ ὁποῖος ἐκφράζει τήν ἐκκλησιαστική διδασκαλία κατά τρόπο ἀκέραιο, αὐθεντικό, σαφῆ καί κρυστάλλινο, μία θεωρία πού ὑπάρχει στή σύγχρονη, ἑτερόδοξη κυρίως ἀκαδημαϊκή διανόηση (π.χ. Karl Josef Kuschel, Bertold Klappert, Smail Balic, Jonathan Magonet, Thomas Nauman) κ.ἅ. καί σχετίζεται ἄμεσα καί μέ τήν προβληματική τῶν σύγχρονων διαθρησκειακῶν διαλόγων.
Πρόκειται γιά τή θεωρία τῶν λεγομένων «Ἀβρααμικῶν θρησκειῶν» πού ἀρχικά πρωτοδιατυπώθηκε ἀπό τόν Γάλλο Ἰσλαμολόγο καί μυστικιστή, τόν Louis Massignon (1883-1962). Σύμφωνα μέ τόν πυρήνα τῆς ἐν λόγῳ θεωρίας οἱ τρεῖς μονοθεϊστικές θρησκεῖες, Χριστιανισμός, Ἰουδαϊσμός καί Ἰσλάμ ἔχουν:
α) κοινό πατέρα τόν Ἀβραάμ,
β) κοινή ἀφετηρία καί ἀναφορά, τήν πίστη τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ στόν ἕνα Θεό, καί
γ) τό κοινό καθῆκον τοῦ πιστοῦ νά ὑπακούει στό θέλημα τοῦ Θεού1. Ἀνάλογη προβληματική σχετικά μέ τήν ὁμολογία τῆς πίστης στόν Ἀβραάμ καί τήν ἀντίληψη, ὅτι οἱ Μουσουλμάνοι προσεύχονται μαζί μέ τούς χριστιανούς στόν ἕνα Θεό θά υἱοθετηθεῖ ἐπισήμως ἀπό τήν Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία κατά τή Β' Βατικάνεια Σύνοδο2.
Στα πλαίσια τῆς διαθρησκειακῆς προβληματικῆς ἡ ἐν λόγῳ θεωρία προτείνεται καί καλλιεργεῖται μέ σκοπό τήν ὑπέρβαση τῆς ἱστορικῆς ἀντιπαλότητας καί τῆς θρησκευτικῆς βίας, μέ τήν ὑποτιθέμενη ἀνάδειξη τῆς κοινῆς προέλευσης καί τῶν κοινῶν στοιχείων τούτων τῶν θρησκειῶν.
Οι τρεῖς αὐτές θρησκεῖες, σύμφωνα μέ τόν Karl Josef Kuschel, ἕναν σημαντικό ἐκφραστή της, εἶναι ἀδέλφια ὦς πρός τήν πίστη στόν Θεό τοῦ Ἀβραάμ3. Ἔμφαση δίνεται στόν ἕνα Θεό, στήν ὑπερβατικότητά του καί στή διάκρισή του ἀπό τόν κόσμο. Ταυτοχρόνως μέ ἐξεζητημένες ἀναλύσεις προσπαθοῦν νά ὑπερβοῦν ἤ καί νά συνθέσουν ὄχι μόνο τίς διαφορετικές θεολογικές ἀρχές ἀλλά καί τούς διαφορετικούς τρόπους κατανόησης καί αὐτοῦ τοῦ προσώπου τοῦ πατριάρχη Ἀβραάμ πού ὑπάρχουν μεταξύ τῶν τριῶν θρησκειῶν.
Στην ἴδια συνάφεια ἀπό τούς ὑποστηρικτές τῆς ἐν λόγῳ θεωρίας χρησιμοποιοῦνται καί οἱ ὄροι «Ἀβρααμική οἰκουμένη», «Ἀβρααμικό πνεῦμα» καί «Ἀβρααμική πνευματικότητα».
Είναι βάσιμη ὅμως αὐτή ἡ θεωρία; Ἀποτελεῖ σωστό μοντέλο προσέγγισης καί ἀλληλοκατανόησης ἀνθρώπων διαφορετικῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων; Μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτός ὁ ἰσχυρισμός ὅτι καί οἱ τρεῖς θρησκεῖες εἶναι ἀδέλφια ὦς πρός τήν πίστη στόν ἕνα καί τόν αὐτόν Θεό; Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ ἄγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ἰδιαιτέρως ὅσον ἀφορᾶ στό σκέλος τῆς σχέσης Χριστιανισμοῦ καί Ἰσλάμ, ἀναμφισβήτητα ὄχι.
Ο ἱερός Πατέρας γνώρισε τό Ἰσλάμ κατά τή διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας του ἀπό τούς Τούρκους τό 1354, διαλέχθηκε τρεῖς φορές μέ ἐκπροσώπους του, ὁμολόγησε καί διατύπωσε μέ σαφήνεια τήν ὀρθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, ἐπισήμανε τό ριζικῶς διαφορετικό περιεχόμενο καί τόν τρόπο κατανόησης τοῦ Θεοῦ πού ὑπάρχει μεταξύ Χριστιανισμοῦ καί Ἰσλάμ4, ὄπως ἐπίσης καί τόν διαφορετικό τρόπο κατανόησης τοῦ προσώπου τοῦ Χριστού5. Τονίζει μέ σαφήνεια σχετικά μέ τίς θεολογικές ἀφετηριακές προϋποθέσεις τοῦ Ἰσλάμ: «Τόν δέ Μεχουμέτ (σ. Σ. τόν Μωάμεθ) οὔτε παρά τῶν προφητῶν εὐρίσκομεν μαρτυρούμενον οὔτε τί ξένον εἰργασμένον καί ἀξιόλογον πρός πίστιν ἐνάγον. Διά τοῦτο οὐ πιστεύομεν αὐτῶ οὐδέ τῷ παρ' αὐτοῦ βιβλίω»6.
Με ἀφορμή μάλιστα τίς ἰσλαμικές ἀντιλήψεις περί Χριστοῦ ἐπισημαίνει στό ποίμνιό του: «Προσέχετε μή εὑρεθῆτε ὄπως αὐτοί ἐδῶ, πού, ἐνῶ τόν τεχθέντα ἀπό τήν παρθένο τόν ὀνομάζουν Λόγο τοῦ Θεοῦ καί πνοή του καί Χριστό, δηλαδή Θεάνθρωπο, ἔπειτα τόν ἀποφεύγουν φρενοβλαβῶς καί τόν ἀθετοῦν σάν νά μή εἶναι Θεός»7. Ὑπογράμμιζε στίς συζητήσεις του ὅτι κατά τή χριστιανική πίστη τό «ἕνας Θεός» εἶναι ἀλληλένδετο, ἀδιάσπαστο καί μέ τό «Τριαδικός». «Ἐν γοῦν τά τρία καί τά τρία ἐν»8.
Ο χριστιανός ὁμιλεῖ πάντοτε σχετικά μέ τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ γιά «Τριάδα ἐν Μονάδι, Μονάδα ἐν Τριάδι καί Μονάδα ἅμα καί Τριάδα», πράγμα ἀδιανόητο γιά τό Ἰσλάμ, ὄπως φυσικά καί γιά τόν Ἰουδαϊσμό. «Οὐκοῦν ὁ Θεός τρία, καί τά τρία ταῦτα εἷς ἐστι Θεός καί δημιουργός»9.
Ο ἄγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δέν παρέλειψε ἐπίσης νά ἀναδείξει στίς συζητήσεις του μέ τούς Μουσουλμάνους ὅτι καί τά κοινά ἐξωτερικά στοιχεῖα πού ὑπάρχουν (π.χ. προσευχή, ἐλεημοσύνη) ἔχουν διαφορετική θεολογική ἀφετηρία καί δέν προϋποθέτουν ἀπλῶς μία κοινή μονοθεϊστική ἐκδοχή τοῦ Θεού10.
Η ἐπιχειρηματολογία τοῦ ἱεροῦ Πατέρα βεβαίως δέν ἐξαντλεῖται στά ὅσα ἐνδεικτικῶς ἐπισημάναμε, πλήν ὅμως εἶναι ἱκανά, νομίζουμε, νά δείξουν τή μεγάλη διαφορά πού ὑπάρχει μεταξύ Χριστιανικῶν, Ἰσλαμικῶν ἄλλα καί τῶν Ἰουδαϊκῶν ἀντιλήψεων κατ' ἐπέκταση. Δέν εἶναι τυχαῖο μάλιστα τό γεγονός ὅτι ἡ ἀπόλυτη πιστότητα τοῦ ἄγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στά δεδομένα τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ θείας Ἀποκαλύψεως, δέν τόν ὁδηγεῖ σέ ἀβαρίες περί τήν πίστη παρά τίς ταλαιπωρίες τῆς αἰχμαλωσίας του.
Ταυτοχρόνως ὅμως τόν ὁδηγεῖ νά κατανοήσει μέ χριστολογική προοπτική καί αὐτή τή θέση ἑνός ἀλλόδοξου συνομιλητῆ του «ὅτι θά ἔλθει κάποτε καιρός πού θά συμφωνήσουμε μεταξύ μας», ἀναφέροντας: «Συνεθέμην γάρ μνησθεῖς τῆς τοῦ ἀποστόλου φωνῆς, ὅτι ἐπί τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ πᾶν γόνυ κάμψει καί πάσα γλώσσα ἐξομολογήσεται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἷς δόξαν Θεοῦ Πατρός, τοῦτο δ' ἔσται πάντως ἐν τῇ Δευτέρᾳ παρουσία τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»11.
Σύμφωνα μέ τόν π. G. Florofsky «ἠμποροῦμεν νά θεωροῦμεν τόν Γρηγόριον Παλαμᾶν ὦς ὁδηγόν μας καί διδάσκαλον εἷς τήν προσπάθειάν μας νά θεολογοῦμεν ἀπό τῆς καρδίας τῆς Ἐκκλησίας»12. Εἶναι σαφές ὅτι μέ βάση τή διδασκαλία τοῦ ἄγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἡ θεωρία περί «Ἀβρααμικῶν θρησκειῶν» εἶναι πολλαπλῶς ἐλλειμματική καί ἱστορικά ἀνέρειστη.


1. Περιεκτική παρουσίαση τοῦ θέματος, τίς διάφορες παραμέτρους του καί τή σχετική εἰδική βιβλιογραφία βλ. Fr. Ei,ler, Abrahamische Okumene, στό EZW Materialdienst. Zeitschrift fur Religions und Weltanschauungsfragen 73(2010), σσ. 72-76. Πρβλ. Τοῦ ἰδίου, Vom Dialogzum Trialog? Der duistich - muslimische Dialog im Angesicht des Judentums, στό EZW Materialdienst 72(2009), σσ. 243-256.
2. Βλ. Lumen Gentium, 16. H. Denzinger - P. Hunermann, Enchiridion symbolorum..., 199137, 4160.
3. Βλ. Fr. Ei,ler, Vom Dialog zum Trialog?, ὄπ.π., σ. 244.
4. Βλ. Ἐπιστολή πρός τήν ἑαυτοῦ Ἐκκλησία, 8-9, 15, 17, 23,27. ΕΠΕ 7,166-168, 175, 177,182,188. Διάλεξις πρός Χιόνας, 6, ΕΠΕ 7, 214
5. Βλ. Διάλεξις πρός Χιόνας, 6. ΕΠΕ 7, 214
6. Βλ. Ἐπιστολή πρός τήν ἑαυτοῦ Ἐκκλησία, 24, ΕΠΕ 7, 184
7. Βλ. Ἐπιστολή πρός τήν ἑαυτοῦ Ἐκκλησία, 33, ΕΠΕ 7, 195. 'Ἐπιστολή ὄτε Ἑάλω, 7, ΕΠΕ 7, 202, Διάλεξις πρός Χιόνας, 10,12 ΕΠΕ 7, 216, 218-220
8. Βλ. Διάλεξις πρός Χιόνας, 6. ΕΠΕ 7, 214
9. Βλ. Διάλεξις πρός Χιόνας, 9. ΕΠΕ 7, 216
10. Βλ. Ἐπιστολή πρός τήν ἑαυτοῦ Ἐκκλησία, 14, 35, ΕΠΕ 7, 172, 196.
11. Βλ. Ἐπιστολή πρός τήν ἑαυτοῦ Ἐκκλησία , 29.Ἐπιστολή ὄτε Ἑάλω, 11, ΕΠΕ 7,190, 208.
12. Βλ. π. George Florofsky, Ὁ Ἄγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς καί ἡ πατερική παράδοσις, στό Ἄγ. Γραφή - Ἐκκλησία - Παράδοσις, (μέτ. Δήμ. Τσάμη), Θεσσαλονίκη 1976, σ. 165
[ΠΗΓΗ: http://www.egolpion.com/palamas_islam.el.aspx#ixzz2P42sfuUP]

(Κυριακή Β’ Νηστειῶν) «Λάμψον ἡμῖν Κύριε τό τῆς σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς»


 
 
Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν
                                                                       κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
 
            Τήν δευτέρα Κυριακή τῶν Νηστειῶν ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία τιμᾶ τήν μνήμη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθη υἱός τοῦ ἀνεσπέρου φωτός, διαπρύσιος κῆρυξ τῆς εὐσεβείας, ὑπερασπιστής τῶν τῆς Ἐκκλησίας δογμάτων καί ὑπέρμαχος τῶν ἱερῶς Ἡσυχαζόντων.
            Αὐτός ὁ ἱερός πατήρ καί μέγας φωστήρ καί διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, ἐγεννήθη στήν Κωνσταντινούπολη περί τό ἔτος 1296, ἀπό ἐναρέτους καί εὐγενεῖς γονεῖς, τόν Κωνσταντῖνο καί τήν Καλλονή. Ἐκ νεότητός του ἐσπούδασε στήν εὐσέβεια καί ἐπέλεξε ἀντί τῆς κοσμικῆς καί προσκαίρου γνώσεως καί σοφίας, τήν κατά Θεόν «μυστικήν θεωρίαν». Συναναστρεφόμενος μέ ἀσκητάς καί θεουμένους ἀνθρώπους, κατέστη ἀγωνιστής τόσο στήν πράξη, ὅσο καί στήν θεωρία.
            Ὁ θεοειδής αὐτός Ἱεράρχης καί τοῦ φωτός τοῦ θείου ἐκφάντωρ, ἀνεδείχθη Ποιμήν τῆς Θεσσαλονίκης, συγγραφεύς μέγας καί ἀγωνιστής ἐναντίον τῆς πλάνης τοῦ δολίου Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ, τοὐτέστιν αὐτοῦ τούτου τοῦ πνεύματος τῆς Δύσεως, τό ὁποῖο ἦτο καί εἶναι πνεῦμα πλάνης καί ἐκκοσμικεύσεως.
            Ἐπειδή κατά τήν διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἐξαιρέτως τιμᾶται ἡ Θεοτόκος, στήν ὁποία κάθε Παρασκευή ψάλλομε τούς Χαιρετισμούς, καί ἐπειδή ὁ ἱερός Γρηγόριος μέ θέρμη ψυχῆς ἐζήτησε ἀπό τόν Θεό τόν θεῖο φωτισμό, διά πρεσβειῶν κυρίως τῆς Θεοτόκου, θά ἀναφερθοῦμε σέ αὐτό τό θέμα καί στό πῶς ὁ ἄνθρωπος γίνεται θεατής τοῦ Ἀκτίστου Φωτός τοῦ Θεοῦ.
            Ἀπό μικρός ὁ Ἅγιος συνήθιζε προτοῦ μελετήσῃ κάποιο κείμενο, νά κάμῃ τρεῖς μετάνοιες καί θερμή προσευχή ἔμπροσθεν τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Θεοτόκου, ὥστε νά φωτίζεται ὁ νοῦς του, προκειμένου νά κατανοῇ καί νά ἀποστηθίζῃ τά ἱερά κείμενα.
             Ἐκεῖνο ὅμως τό περιστατικό, τό ὁποῖο ἐξόχως δεικνύει τήν θαυμαστή χάρη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἱερό Γρηγόριο, διά πρεσβειῶν τῆς Κυρίας Θεοτόκου, εἶναι τό παρακάτω.
            Ἀγωνιζόμενος στό Ἅγιον Ὅρος, κατά τό δεύτερο ἔτος τῶν μοναχικῶν ἀγώνων του, μέ ἀγρυπνίες, νηστεῖες καί προσευχές, μέ συγκέντρωση καί φυλακή τοῦ νοός, προέβαλε τήν Θεοτόκο ὡς ὁδηγό καί μεσίτρια, καί ζητοῦσε μετά δακρύων τήν βοήθειά της, κραυγάζων «Φώτισόν μου τό σκότος, φώτισόν μου τό σκότος...».
            Ἐνῷ, λοιπόν, κάποια ἡμέρα εἶχε προσηλωμένο τόν νοῦ καί τήν καρδιά του στόν Θεό, αἴφνης παρουσιάσθη ἐνώπιόν του ἀνήρ σεμνοπρεπής καί σεβάσμιος, μέ πρόσωπο ἱλαρό καί γαλήνιο βλέμμα. Ἦτο ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ὁ ἠγαπημένος μαθητής τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε:
«Ἦλθον, τέκνον, ἀπεσταλμένος ἀπό τήν ἁγιωτέραν τῶν ἁπάντων καί Βασίλισσαν τῶν Οὐρανῶν, διά νά σέ ἐρωτήσω, διά ποίαν αἰτίαν ἀνά πᾶσαν στιγμήν κραυγάζεις “Φώτισόν μου τό σκότος, φώτισόν μου τό σκότος!”»
            Βλέπων τό θαῦμα ὁ Γρηγόριος, ἀπεκρίθη στόν ἅγιο ἐπισκέπτη:
«Καί τί ἄλλο πρέπει νά ζητῶ ἀπό τόν Θεό ἐγώ, ὅστις εἶμαι ἐμπαθής καί πλήρης ἁμαρτιῶν, παρά νά ἐλεηθῶ καί νά φωτισθῶ διά νά γνωρίζω τό θέλημά του καί νά τό ἐκτελῶ;».
            Ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής ἀπεκρίθη: «Ἡ Δέσποινα τῶν ἁπάντων ὁρίζει νά εἶναι βοηθός σου, καί ἐπίσης ἐγώ ὁ δοῦλος της νά σέ βοηθῶ».
            Ἐρωτᾶ ὁ θεῖος Γρηγόριος: «Καί ποῦ πρόκειται νά μέ βοηθῇ ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου μου; Εἰς τήν παροῦσαν ζωήν, ἤ εἰς τήν μέλλουσαν;».
            Ἀπεκρίθη ὁ Θεολόγος: «Καί εἰς τήν παροῦσαν ζωήν καί εἰς τήν μέλλουσαν».
            Ταῦτα εἶπεν ὁ θεῖος Ἰωάννης, καί ἀφοῦ ἐπλήρωσε χαρᾶς καί εὐφροσύνης τήν καρδία τοῦ Γρηγορίου, ἄφαντος ἐγένετο ἀπ’ αὐτοῦ.
       ● Καθώς καί ἐμεῖς ἀγωνιζόμεθα τόν ἱερό πνευματικό μας ἀγῶνα καί ἀντιλαμβανώμεθα, ὅτι τά σκοτάδια ἐνώπιόν μας, γύρω μας, ἀλλά καί ἐντός μας εἶναι τόσο πυκνά, ὑψώνoμε φωνή ἱκεσίας πρός τόν Πανοικτίρμονα Θεό: «Φώτισόν μου τό σκότος, φώτισόν μου τό σκότος...». Στήν τόσο δύσκολη καί οὐχί ἄνευ πνευματικῶν κινδύνων πορεία καί ἀναζήτηση, στεκόμαστε γιά ἐνίσχυση καί πνευματική ἀναψυχή, ἐνώπιον τῆς παναγίας μορφῆς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς ὁποίας τό φωτοφόρο πρόσωπο καταυγάζει τήν κτίση ὁλόκληρη, καί τό φεγγοβόλο βλέμμα της γαληνεύει καί θεραπεύει τήν τρωθεῖσα ἀπό τά βέλη τοῦ πονηροῦ καρδία μας. 
● Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἶναι γνωστός ὡς ὑπερασπιστής τῶν ἱερῶς Ἡσυχαζόντων, ἀπό τούς ὁποίους ἐβιώθη ἡ ἐμπειρία τοῦ Ἀκτίστου Φωτός. Αὐτός ὁ πατήρ τῆς Ἐκκλησίας διετύπωσε τήν Θεολογία περί τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, καταυγασθείς  τόν νοῦν ταῖς θείαις ἀστραπαῖς.
Αὐτό τό φῶς ἐβίωνε ὁ Ἀδάμ πρό τῆς παρακοῆς, ἀφοῦ μετεῖχε τῆς Θείας ἐλλάμψεως. Αὐτή τήν λαμπρότητα φοροῦσε «ὡς στολήν δόξης» καί «οὐδ’ ἀσχήμων ὑπῆρχεν, ὅτι γυμνός», ἀλλ’ ἦτο ὡραιότερος καί φωτεινότερος καί λαμπρότερος ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι φέρουν ἐνδύματα κεκοσμημένα μέ χρυσάφι καί λίθους πολυτίμους, κατά τόν ἱερό Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.
Ἡ παράβαση ὅμως καί ἡ παρακοή ἐγύμνωσε τόν ἄνθρωπο καί ὡς ἐκ τούτου ἔχασε τήν φωτεινή καί λαμπρά ἀμφίεσή του. Οἱ Πρωτόπλαστοι, πλέον, αἰσθάνονται τήν γύμνωση καί γεύονται καί βιώνουν τό σκοτάδι τῆς ψυχῆς.
Αὐτή τήν γυμνή ἀνθρώπινη φύση τήν οἰκονόμησε, τήν ἐλέησε καί  τήν ἐφώτισε ὁ Κύριος, ἀφοῦ τήν προσέλαβε καί τήν ἕνωσε μέ τήν Θεία Του φύση, ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀναλοιώτως.
Ἐπάνω στό Θαβώριον Ὄρος, κατά τήν φοβερά ὥρα τῆς Μεταμορφώσεώς Του, ἐφάνη τό ἔνδυμα τοῦ Θείου φωτός μέ τό ὁποῖο περιεβλήθη ἡ ἀνθρωπίνη φύσις καί ἐθεώθη.
Αὐτό τό φῶς, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων δέν εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, οὔτε κτιστόν φῶς, οὔτε φάντασμα φωτός, ἀλλά τό Ἄκτιστον Φῶς τοῦ Θεοῦ, ἄκτιστος καί Θεοποιός ἐνέργεια, καθ’ὅσον γνωρίζομεν ὅτι  «θεότης καθ’ ἑαυτήν ἀόρατος» (Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Ἐπιστολή Α’ πρός Κληδόνιον, 28). Ὅμως αὐτό τό φῶς, ἦτο πάντοτε ἀχώριστο τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, κατά τούς Ἁγίους Πατέρας. «Οὐ γάρ ἦν καιρός, ὅτε οὐκ ἦν μετ’ αὐτῆς, συνάναρχον αὐτῇ κατά χρόνον καί συναΐδιον» (Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, Ἑορτοδρόμιον, Ἐκδ. Ὀρθ. Κυψέλης, Θεσσαλονίκη 1987, τόμος Γ’, σελ. 250-251).
Ὁ Βαρλαάμ ἐπολέμησε αὐτή τήν ἀλήθεια μέ μίσος καί σατανικό πάθος, ἀπορρίπτων τήν δυνατότητα τῆς θεωρίας τοῦ θείου καί Ἀκτίστου Φωτός, τήν ὁποία εἶχαν, ὡς βαθειά ἐσωτερική ἐμπειρία, οἱ Ἀσκητές.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὑπερασπίστηκε μέ ζέση ψυχῆς τούς Ἡσυχαστές, καί κατετρόπωσε τίς ὀρθολογιστικές καί ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας θέσεις τοῦ Λατινόφρονος καί αἱρετικοῦ Βαρλαάμ. Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία μέ τίς Συνόδους της στήν Κωνσταντινούπολη κατά τά ἔτη 1341, 1347, 1351, υἱοθέτησε καί περιέβαλε μέ κῦρος Συνοδικό τίς θέσεις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τόν ἀνεκήρυξε διδάσκαλο ἀπλανῆ τῆς Ὀρθοδόξου καί ἀμωμήτου πίστεώς μας.
Μέ τήν παρουσία τοῦ Ἀκτίστου Φωτός ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἰρηνεύει καί καθίσταται μύστης θείων θεωριῶν καί κατοικητήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος (Νικήτας Στηθᾶτος). Ὁ ἄνθρωπος διά τῆς ἐλλάμψεως τοῦ θείου φωτός ἀξιοῦται «βαθείας τινός αἰσθήσεως τοῦ ζῶντος Θεοῦ ἐν τῇ καρδίᾳ καί τῷ νοΐ», δέχεται τήν ἀποκάλυψη τῆς Θεότητος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τήν πεῖρα τῆς Ἀναστάσεως, ὡς πρόγευση τῆς μελλούσης μακαριότητος, κοινωνεῖ μέ τόν Θεό πρόσωπον πρός πρόσωπον καί ἀποκτᾶ τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ).
● Προκειμένου ὅμως ὁ ἄνθρωπος νά γίνῃ θεατής τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, πρέπει νά καθάρῃ ἑαυτόν ἀπό τά πάθη, νά ἐργάζεται τήν νήψη, τήν μετάνοια, τήν αὐτομεμψία. Ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος λέγει: «Ἒχειν δέ τόν νοῦν πάντοτε πρός τόν Θεόν, ἐν τε τῷ ὕπνῳ καί ἐγρηγόρσει, ἑστιάσει καί ὁμιλίᾳ, ἐργοχείρῳ τε καί πάσῃ ἄλλῃ πράξει, κατά τό προφητικόν λόγιον “προωρώμην τόν Κύριόν μου ἐνώπιόν μου διά παντός”. Ἡγοῦ δέ ἑαυτόν ἁμαρτωλότερον παντός ἀνθρώπου. Χρονιζούσης γάρ ταύτης τῆς μνήμης, πέφυκεν ἐγγίνεσθαι τῇ διανοίᾳ ἔλλαμψις δίκην ἀκτῖνος. Καί ὅσον ταύτην ἐπιζητεῖς, πολλῇ προσοχῇ καί ἀπερισπάστῳ διανοίᾳ, κόπῳ τε πολλῷ καί δάκρυσι, τηλαυγέστερον φαίνεται. Φαινομένη δέ ἀγαπᾶται∙ ἀγαπωμένη δέ, καθαίρει∙ καθαίρουσα δέ, θεοειδῆ ἀπεργάζεται, φωτίζουσα καί διδάσκουσα διακρίνειν τό καλόν ἀπό τοῦ χείρονος» (Κεφάλαια Πρακτικά καί Θεολογικά).
Ἀλλ’ ὅμως ἐκτός ἀπό τήν μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν καί τόν καλόν ἀγῶνα, χρειάζεται ἡ συμβουλή σοφοῦ καί ἐμπείρου πνευματικοῦ, θεουμένου καί πεφωτισμένου, ὁ ὁποῖος ἀπλανῶς θά ὁδηγῇ πρός τίς πνευματικές ἀναβάσεις καί τήν θεωρία τοῦ Ἀκτίστου Φωτός τοῦ Θεοῦ. Τό πρόσωπο αὐτό, τό ἔμπειρο τῆς θείας θεωρίας, εἶναι ὁ ζῶν μάρτυς, ὁ ὁποῖος ἐπιβεβαιώνει τά τῆς πίστεως, ἀφοῦ ἠξιώθη πρό ἡμῶν τῆς θείας ἐπισκέψεως (π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ).
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, στό Συμβουλευτικό Ἐγχειρίδιο, γράφει λόγια γλυκύτατα περί τοῦ θέματός μας:
«...καθώς τό αἰσθητό φῶς τοῦ ἡλίου, διαφάνειαν καί λαμπρότητα παρέχον εἰς τούς σωματικούς ὀφθαλμούς, δίδει δύναμιν εἰς αὐτούς νά διακρίνωσι δι' αὐτοῦ ὅλα τά ἐν τῷ αἰσθητῷ κόσμῳ ὁρατά κτίσματα, οὕτω καί τό νοητόν φῶς τοῦ ὑπερουσίου ἡλίου, νοεράν ἔλλαμψιν καί διαφάνειαν εἰς τούς ψυχικούς ὀφθαλμούς χαριζόμενον, δίδει δύναμιν εἰς αὐτούς νά διακρίνωσι δι' αὐτοῦ καί νά θεωρήσωσιν ὅλας τάς ἄλλας τοῦ Θεοῦ τελειότητας, καί πάντα τά ἐν τῷ νoερῷ κόσμῳ μακάρια θεάματα καί μυστήρια τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
Περαίνοντας τήν παραπάνω ἀναφορά μας στό ἐν λόγῳ θέμα, ὀφείλομε νά σημειώσωμε ὅτι ἡ «Δύση», τήν ὁποία ἐξέφρασε ὁ Βαρλαάμ, παραμένει ἐγκλωβισμένη στίς ἀνορθόδοξες θεωρίες της καί στήν πλάνη της, μή δεχομένη τό ἄκτιστον τῆς θείας χάριτος, μέ ἀποτέλεσμα νά μή ὁμιλοῦν οἱ Δυτικοί περί θεώσεως, ἀλλά περί ἠθικῆς προόδου τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν ἐπιθυμεῖ ἁπλῶς, ὁ ἄνθρωπος νά γίνῃ «καλός ἄνθρωπος, νά καλλιτευρεύσῃ δηλ. ἠθικά, ἀλλά ἐπιθυμεῖ τόν ἁγιασμό καί τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἐπιτυγχάνεται μέ τούς ἱερούς ἀγῶνες καί καμάτους, ἐν τῇ Ἁγία ἡμῶν Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, ἥτις «ἐν τοῖς μυστηρίοις σημαίνεται». (Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας).