ΤΩΡΑ ΔΑ, σκοτάδι στὴν καρδιά μου κι ἀνέτειλες Ἐσύ.
Ἔδειξες θαύματα ποὺ ὀφθαλμοὶ δὲν ἔχουν δεῖ.
Καὶ σὲ μένα κατέβηκες, τὸν πιὸ τελευταῖο ἀπ’ ὅλους,
Μ’ ἔκανες μαθητή Σου καὶ γιὸ Ἀπόστολου,
κι ἂς μὲ κρατοῦσε φοβερὸς
ὁ δράκος, ὁ θάνατος τῶν θνητῶν,
ὣς τώρα νὰ ἐργάζομαι κάθε ἁμαρτία.
Στὸν ἅδη ἔλαμψες ὁ προαιώνιος ἥλιος,
ὕστερα φώτισες καὶ τὴ δική μου ψυχὴ στὰ σκοτάδια της,
μοῦ χάρισες μέρα χωρὶς δύση,
αὐτὸ ποὺ δὲν πιστεύουν, μόνο ὅσοι τεμπέληδες εἶναι καὶ ἀδιάφοροι, νομίζω.
Τὴ φτώχια ποὺ ἔχω μέσα μου πλημμύρισες μὲ τὸ Ἀγαθὸ ὁλόκληρο.
Ἐσὺ ποὺ ἔκανες αὐτά, ὁ ἴδιος στεῖλε δῶρο Σου τὰ λόγια μου, δῶσε τὶς λέξεις,
νὰ πῶ σὲ ὅλους τὰ θαυμάσιά Σου,
ὅλα ὅσα κάνεις σήμερα μὲ τοὺς δούλους Σου,
κι ὅσοι δὲν νοιάζονται νὰ μάθουν, ἀλλὰ κοιμῶνται στὰ σκοτάδια,
καὶ λένε, ‘νὰ σωθοῦν ἀδύνατο ὅσοι ἔχουν ἁμαρτίες’,
ἂς πάρουν Ἔλεος κι αὐτοὶ ὅπως ὁ Πέτρος
καὶ οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, Ἅγιοι, Ὅσιοι καὶ Δίκαιοι,
ἔτσι κι αὐτοί, ἂς μάθουν : δὲν εἶναι ἀδύνατο, οὔτε κἂν δύσκολο,
γιὰ τὴ δική Σου ἀγαθότητα, καί ἦταν καί εἶναι καί θὰ εἶναι εὔκολο!
Ὅσοι νομίζουν ὅτι Σ’ ἔχουν, τὸ Φῶς τοῦ κόσμου,
λένε ὅμως δὲν Σὲ βλέπουν, δὲν εἶναι ὁ βίος τους μέσα στὸ Φῶς,
ἡ λάμψη Σου δὲν τοὺς κυκλώνει, καθαρὰ δὲν Σὲ κοιτάζουν καὶ ἀδιάκοπα, Σωτήρα,
ἂς μάθουν : στὴ σκέψη τους ποτὲ δὲν ἔλλαμψες,
τὸ σπίτι Σου στὴ βρώμικη ψυχή τους δὲν τὸ ἔφτιαξες,
μάταια ἐπιχαίρουν, κενὲς οἱ ἐλπίδες,
ὅσοι νομίζουν μετὰ θάνατον, τάχα, θὰ δοῦν τὸ Φῶς Σου.
Εἶναι τώρα ὁ Ἀρραβώνας, ἀπὸ Σένα πάντως τώρα ἐδῶ, Σωτήρα,
χαράζεται ἡ Σφραγίδα Σου στὰ πρόβατά Σου.
Καθένα κλείνει ὁ θάνατός του.
Στὸ τέλος καὶ μετά, ὅλοι τὸ ἴδιο ἄπραγοι,
οὔτε κακὸ οὔτε καλὸ κανείς δὲν ἔχει δύναμη νὰ κάνει τότε,
Σωτήρα μου, εἶναι βέβαιο, ὅπως βρεθεῖ καθένας, ἔτσι θὰ μείνει.
Κύριε, μὲ φοβίζει αὐτό, μὲ κάνει καὶ τρέμω αὐτό,
τὶς αἰσθήσεις μου ὅλες τὶς λιώνει αὐτό.
Ἂν πεθάνει ἕνας τυφλὸς καὶ διαβεῖ ἐκεῖ,
τὸν ἥλιο αὐτὸ πιὰ δὲν θὰ δοῦν τὰ μάτια του,
ἀκόμη κι ἂν τὸ φῶς του πάλι βρεῖ μὲ τὴν Ἀνάσταση.
Ἔτσι ὅποιος στὸν νοῦ εἶναι τυφλός : ἂν πεθάνει,
τὸν νοητὸ ἥλιο, Θεέ μου, Ἐσένα, δὲν πρόκειται νὰ δεῖ,
μὰ ἀπὸ σκοτάδι βγαίνοντας σὲ σκοτάδι θὰ πάει,
καὶ στοὺς αἰῶνες χωρισμένος θὰ εἶναι ἀπὸ Σένα.
Κανένας Κύριέ μου, σὲ Σένα ὅποιος πιστεύει,
στὸ δικό Σου ὄνομα ὅποιος βαφτίστηκε, δὲν θ’ ἀντέξει
τὸ μεγάλο βάρος καὶ φρικτὸ τοῦ χωρισμοῦ Σου, Εὔσπλαχνε.
Εἶναι ἡ λύπη αὐτὴ φοβερή,
φρικτή, ἀβάσταχτη, αἰώνια θλίψη.
Σωτήρα, τί χειρότερο νὰ πάθει ἀπ’ τὸν χωρισμό Σου;
Ποιά ὀδύνη μεγαλύτερη, ἂν χάσει τὴ ζωή,
νὰ ὑπάρχει γιὰ πάντα ὅπως νεκρός, στερημένος ἀπ’ τὴ ζωή,
καὶ μαζὶ ὅλα τ’ ἀγαθὰ τὸ ἴδιο νὰ στερεῖται;
Ἀπὸ σένα φεύγοντας, ἀπὸ κάθε καλὸ φεύγει καὶ τὸ στερεῖται.
Δὲν θὰ εἶναι τότε ὅπως στὴ γῆ αὐτή,
γιατὶ ὅσοι τώρα δὲν Σὲ γνώρισαν,
ἀπόλαυση ἔχουν μιὰ σωματική, ἐδῶ,
μιὰ τρυφή, σκιρτώντας ὅπως ἄλογα.
Ὅσα χαρίζεις δὲν τὰ ἔχουν
παρὰ μόνο τὴ ζωούλα τους νὰ κάνουν
κι αὐτὰ μόνα βλέποντας, νομίζουν τὸ ἴδιο θὰ εἶναι ἐκεῖ
μετὰ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ βίου.
Στραβὰ λογαριάζουν, στραβὰ ζυγιάζουν
ποὺ λένε πὼς δὲν εἶναι μαζί Σου, κι ὅμως ἔχουν τὴν ἄνεσή τους,
τόπο ἑτοιμάζοντας κάποιο —τέτοια βλακεία!—
μακριὰ ἀπ’ τὸ Φῶς, κι ὅμως χωρὶς σκοτάδι
ἀπ’ τὴ Βασιλεία Σου ἔξω, ἀλλὰ κι ἀπ’ τὴ γέεννα
ἀπ’ τὸν Νυμφῶνα πολὺ μακριά, κι ἀπ’ τῆς δικαιοσύνης τὴ φωτιὰ ἐπίσης,
ὅπου νὰ καταλήξουν θέλουν, οἱ ταλαίπωροι,
καὶ λένε, δὲν Σὲ χρειάζονται, αἰώνια Δόξα
καὶ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἔχουν τὴν ἄνεσή τους!
Τὸ σκοτάδι τοὺς κυριεύει, ἡ ἄγνοια,
ἡ ταλαιπωρία, ἀλίμονο, οἱ κούφιες ἐλπίδες.
Πουθενὰ δὲν ἔχει γραφεῖ αὐτὸ οὔτε θὰ ὑπάρχει… Χριστέ, ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἡ γῆ τῶν πράων, Ἐσύ εἶσαι.
Ἐσύ ὁ παράδεισος μὲ τὶς φυλλωσιές,
ὁ θεῖος νυμφῶνας, ὁ ἀνείπωτος γαμήλιος θάλαμος,
Ἐσύ τραπέζι γιὰ ὅλους, ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς, παράξενο νερό,
καί τὸ ποτήρι καί τὸ νερὸ τῆς ζωῆς, Ἐσύ εἶσαι,
Ἐσύ καὶ ἡ λαμπάδα ἡ ἀναμμένη στοὺς αἰῶνες γιὰ τοὺς ἅγιους,
Ἐσύ καὶ χιτῶνας καὶ στέφανος, κι ὁ ἴδιος μοιράζεις τοὺς στεφάνους,
Ἐσύ ὁ ἴδιος ἡ χαρά, ἡ ἄνεση, ἡ τρυφὴ καὶ ἡ δόξα,
Ἐσύ ἡ ἀγαλλίαση, Ἐσύ ἡ εὐφροσύνη.
Ὅπως ἥλιος θὰ λάμψει, Θεέ μου, ἡ Χάρη
τοῦ πανάγιου Πνεύματος σ’ ὅλους τοὺς ἅγιους,
ἀνάμεσά τους θὰ λάμψεις ὁ ἀπρόσιτος ἥλιος,
καθένας μέσα του, ὅλοι, τὴ λάμψη Σου θὰ ἔχουν,
ὅση εἶναι ἡ πίστη τους, τὰ ἔργα τους, ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ ἀγάπη τους,
ὅσο ἔχουν καθαρίσει, ὅσο φωτίστηκαν ἀπὸ τὸ Πνεῦμα Σου.
Θεέ, μόνε μακρόθυμε, ποὺ ὅλα διακρίνεις,
θὰ τοὺς ὁρίσεις μονὲς διάφορες καὶ τόπους,
τὰ μέτρα τῆς λαμπρότητας, τὰ μέτρα τῆς ἀγάπης,
τῆς ὅρασής Σου, τὸ πόση θὰ τοὺς εἶναι
ἡ δόξα τῆς μεγαλωσύνης Σου, ἡ τρυφὴ καὶ τὸ κλέος,
σὲ μοιρασιὰ οἴκων, παράξενων διαμονῶν.
Ἐκεῖ σκηνὲς διάφορες, οἴκοι πολλοί,
στολὲς ὁλόφωτες πλήθους ἀξιωμάτων,
στέφανοι παμποίκιλοι, πετράδια καὶ μαργαριτάρια,
ἄνθη ἄφθαρτα μὲ παράξενη ὀμορφιά.
Ἐκεῖ κλίνες, στρώματα, τραπέζια, θρόνοι,
καὶ τὸ μεγάλο, τὸ πιὸ ἡδονικό, ἡ μεγάλη τρυφή,
ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι, ὅτι Ἐσένα θὰ βλέπουν καὶ μόνο. …
Στὸ πρόσωπό Σου μαζὶ θὰ κατοικοῦν οἱ εὐθεῖς.
Στὴν εὐθύτητα μέσα τῆς καρδιᾶς τους ἔχεις πάρει Μορφή,
κατοικοῦν μὲ τὴ Μορφή Σου μέσα Σου, Χριστέ μου.
Εἶναι θαυμαστό, παράδοξο δῶρο καλωσύνης!
Στὴ Μορφὴ τοῦ Θεοῦ νὰ φτάσουν οἱ ἄνθρωποι,
νὰ πάρει μέσα τους Μορφή, αὐτὸς ποὺ δὲν τὸν χωράει τὸ σύμπαν,
ὁ ἀναλλοίωτος Θεός, μὲ ἀναλλοίωτη φύση.
Θέλει σὲ ὅλους τοὺς ἄξιους νὰ κατοικεῖ
Ὁλόκληρο νὰ ἔχει μέσα του καθένας τὸν Βασιλιᾶ,
τὴν ἴδια τὴ Βασιλεία καὶ ὅλα τὰ δικά της,
καὶ νὰ λάμπουν, ὅπως ἔλαμψε ὁ Θεός μου ὅταν ἀναστήθηκε.
Πάνω ἀπ’ τὶς βολὲς τοῦ ἥλιου αὐτοῦ ποὺ βλέπουμε,
ἔχουν ἔτσι σταθεῖ σ’ Ἐκεῖνον ποὺ τοὺς δόξασε,
ἔκθαμβοι, ἔχουν τὴ διαμονή τους στὴ μεγάλη δόξα,
στὸ μεγάλωμα χωρὶς τέλος τῆς θείας λαμπρότητας,
γιατὶ δὲν παύει, στοὺς αἰῶνες, ἡ προκοπή. …
Τὸ πλήρωμά Του καὶ ἡ δόξα τοῦ Φωτὸς
θὰ εἶναι ἄβυσσος τῆς προκοπῆς : χωρὶς τέλος ἀρχή,
κι ὅπως μέσα τους Μορφὴ θὰ ἔχει πάρει ὁ Χριστός,
στὸν ἴδιο Αὐτὸν θὰ στέκονται ποὺ ἀπρόσιτα θὰ λάμπει, κι ἔτσι
τὸ τέλος μέσα τους γίνεται ἀρχὴ τῆς δόξας,
καὶ πιὸ καθαρὰ γιὰ νὰ στὸ πῶ,
στὸ τέλος θὰ ἔχουν τὴν ἀρχὴ καὶ στὴν ἀρχὴ τὸ τέλος. …
Ἀλλὰ ὅσοι πέφτουν ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπορῶ, ποῦ θὰ σταθοῦν,
ἔχοντας βρεθεῖ μακριὰ ἀπ’ Αὐτὸν ποὺ εἶναι παντοῦ;
Ἀδέλφια, ἡ ἀπορία μου εἶναι γεμάτη, πραγματικά, μεγάλη φρίκη,
χρειάζεται λογισμὸ νοῦ φωτισμένου
νὰ καταλάβει αὐτὸ κανεὶς σωστά,
νὰ μὴ ξεπέσει σὲ σφάλμα κι ἀθετήσει τὰ λόγια τοῦ ἅγιου Πνεύματος.
Μέσα βέβαια στὸ πᾶν θὰ ὑπάρχουν κι αὐτοί,
ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ τὸ ἅγιο Φῶς καὶ στ’ ἀλήθεια ἔξω ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὅπως οἱ τυφλοὶ ὅταν λάμπει ὁ ἥλιος,
κι ἂν ὁλόκληροι δέχονται φῶς, ὅμως ἔξω ἀπὸ τὸ φῶς ἡ ζωή τους,
χωρισμένοι ἀπὸ τὴν αἴσθηση καὶ τὴν ὅρασή του,
ἔτσι εἶναι στὰ πάντα τὸ θεῖο Φῶς τῆς Τριάδας.
Ἂν καὶ μέσα Του βρίσκονται ὅλοι,
ὅσοι ἔμειναν στὴν ἁμαρτία τους, σὲ σκοτάδι φυλακίστηκαν,
χωρὶς νὰ βλέπουν, χωρὶς καμμιὰ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ νὰ ἔχουν,
καιγόμενοι στὴ συνείδησή τους,
κατακρινόμενοι, τὴ θλίψη καὶ τὴν ὀδύνη
ἀπερίγραπτη θὰ ἔχουν στοὺς αἰῶνες.
Ὕμνος Α’, (στ. 46-115, 132-159, 165-180, 184-190, 215-231) μετάφραση, Γ. Βαλσάμης
Επιμέλεια θέματος, Ιωάννης Λέων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου