Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Θεολογικὸ σχόλιο στὸ ἄρθρο τοῦ Μεγ. Πρωτοπρ. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου κ. Γεωργίου Τσέτση μὲ τίτλο «Ἡ ἄγνωστη στὴν Ἑλλάδα πλευρὰ τῆς Οἰκουμενικῆς κίνησης»

Θεολογικὸ σχόλιο στὸ ἄρθρο τοῦ Μεγ. Πρωτοπρ. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου κ. Γεωργίου Τσέτση μὲ τίτλο «Ἡ ἄγνωστη στὴν Ἑλλάδα πλευρὰ τῆς Οἰκουμενικῆς κίνησης»

Μὲ μεγάλη ἔκπληξη εἴδαμε δημοσιευμένη στὸ διαδίκτυο ἄρθρο τοῦ Μεγ. Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Τσέτση, στὸ ὁποῖο σχολιάζει, στὴν οὐσία λογοκρίνει, τὴν ἐγκύκλιο τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιῶς κ. Σεραφεὶμ ἐπὶ τῇ εὐκαιρία τῆς Κυριακῆς της Ὀρθοδοξίας. Ἐπειδὴ τὸ ἄρθρο τοῦ ὡς ἄνω κληρικοῦ ἀδικεῖ τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο τῆς ἐγκυκλίου τοῦ Σεβασμιωτάτου, θεωρήσαμε ἀναγκαῖο, νὰ προχωρήσουμε στὸν σχολιασμό, ποὺ ἐπακολουθεῖ, ὄχι γιατί ἐλπίζουμε νὰ πείσουμε τὸν συγγραφέα σὲ κάποιες ἀλήθειες, ἀλλὰ κυρίως γιὰ νὰ διαφωτίσουμε τοὺς ἀναγνῶστες ἐκείνους, ποὺ ἔτυχε νὰ διαβάσουν τὸ ἄρθρο του καὶ προβληματίστηκαν πάνω στοὺς ἰσχυρισμούς του.

Κατ’ ἀρχὴν ὁ π. Γεώργιος ἀμφισβητεῖ ὁποιαδήποτε σχέση συνεργασίας καὶ συμπορεύσεως μεταξύ του Σιωνισμοῦ (καὶ τοῦ ἐκτελεστικοῦ βραχίονός του, τῆς Μασωνίας) μὲ τὸν Οἰκουμενισμό. Ὁ ἰσχυρισμὸς τοῦ Σεβασμιωτάτου ὅτι «ὑπάρχει ἕνα προκαθορισμένο σχέδιο ἑνώσεως», τὸ ὁποῖο προωθεῖ ἡ Μασωνία καὶ ὁ Διεθνὴς Σιωνισμὸς καὶ τὸ ὁποῖο ἀποσκοπεῖ στὴν ἕνωση ὅλων των ἁπανταχοῦ της γῆς ὁμολογιῶν καὶ θρησκειῶν σὲ μιὰ «πανθρησκεία μὲ ἀρχηγὸ τὸν αἱρεσιάρχη Πάπα τῆς Ρώμης ὁ ὁποῖος θὰ παραδώσει τὴν παγκόσμια ἐξουσία στὸν Ἀντίχριστο» εἶναι κατὰ τὸν συγγραφέα «τραβηγμένος ἀπὸ τὰ μαλλιά». Τὸ ὡς ἄνω σχέδιο ἑνώσεως εἶναι ἕνα «παράδοξο καὶ ξενίζον μακιαβελικὸ σχέδιο», ἀποτελεῖ δὲ «σενάριο», μὴ ἔχον ἐρείσματα ἀπὸ ἔγκυρες πηγές. Παρὰ κάτω προσθέτει, ὅτι ὁ ἰσχυρισμὸς «ὅτι πίσω ἀπὸ κάθε οἰκουμενιστικὴ ἐνέργεια βρίσκεται ὁ δάκτυλος τοῦ Σιωνισμοῦ» εἶναι «ἕωλος». Ἀπόδειξις οἱ μύδροι «ποὺ ἐκτοξεύουν, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1950 ἤδη, διάφορα Σιωνιστικὰ κέντρα κατὰ τοῦ ΠΣΕ…». Κατ’ ἀρχὴν διαφεύγει τῆς προσοχῆς τοῦ π. Γεωργίου τὸ γεγονός, ὅτι ἡ ὡς ἄνω ἐγκύκλιος δὲν ἀποτελεῖ ἐπιστημονικὴ διατριβή, ὥστε νὰ ὑπάρχη ἡ ἀναγκαιότης παραπομπῶν σὲ πηγές, ἀλλὰ ἔχει σκοπὸ καθαρὰ ποιμαντικό, ἀποβλέπει δηλαδὴ στὴν ἐνημέρωση καὶ πνευματικὴ οἰκοδομὴ τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς ἐπαρχίας του. Αὐτὸ καθόλου δὲν σημαίνει, ὅτι δὲν ὑπάρχουν οἱ πηγὲς καὶ ὅτι οἱ ἰσχυρισμοὶ αὐτοὶ ἀποτελοῦν «σενάριο», ἀποκύημα φαντασίας. Μεταξὺ Σιωνισμοῦ καὶ Οἰκουμενισμοῦ ὑπάρχει στενώτατη σχέσις καὶ παράλληλη πορεία. Καὶ τοῦτο διότι, ὅπως θὰ ἀποδειχθῆ στὴ συνέχεια, οἱ ἐπιδιώξεις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, (Διαχριστανικοῦ καὶ Διαθρησκειακοῦ) ἐξυπηρετοῦν ἄριστα τα σχέδια τοῦ Διεθνοῦς Σιωνισμοῦ. Ὅπως ἀποκαλύπτουν οἱ ἴδιοι οἱ Σιωνιστὲς στὰ «Πρωτόκολλα τῶν Σοφῶν τῆς Σιών»: «Δὲν θὰ ἀναγνωρίσωμεν», γράφουν, «τὴν ὕπαρξιν ἄλλης θρησκείας πλὴν τοῦ ἑνὸς θεοῦ ἠμῶν, μὲ τὸν ὁποῖον ἡ εἱμαρμένη μας εἶναι συνδεδεμένη…Διὰ τοῦτο ἀκριβῶς ὀφείλομεν νὰ καταστρέψωμεν πᾶσαν πίστιν» (Πρωτόκολλα κεφ. ΙΔ΄). Σὲ ἄλλο σημεῖο γράφουν: «Ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων θὰ εἶναι ὁ ἀληθὴς πάπας τῆς οἰκουμένης, ὁ πατριάρχης τῆς Διεθνοῦς Ἐκκλησίας» (Πρωτόκολλα κεφ. ΙΖ΄). Πολὺ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ ἀείμνηστος π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος: «Ἀλλὰ δι’ αὐτὴν τὴν ‘Διεθνῆ Ἐκκλησίαν’, ὡς γνωστὸν ἀγωνίζεται καὶ ὁ Οἰκουμενισμός. Διότι μὲ τὸ ἑνωτικὸ πρόβλημα, ποὺ ἔχει δημιουργήσει, προχωρεῖ ἀκάθεκτα στὴν καταστροφὴ τῆς πίστεως, στὴν ἐκθεμελίωση τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν δημιουργίαν μιᾶς ‘παγκοσμίου Ἐκκλησίας’ καὶ μιᾶς παγκοσμίου θρησκείας».[1] Πιὸ συγκεκριμένα ὁ Οἰκουμενισμὸς ἐπιδιώκει τὴν σύγκλιση ὅλων των χριστιανικῶν ὁμολογιῶν καὶ τῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν, σὲ πρῶτο στάδιο σὲ διαχριστιανικὸ ἐπίπεδο καὶ κατόπιν σὲ διαθρησκειακό, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν δημιουργία μιᾶς πανθρησκείας. Ἡ σύγκλισις αὐτὴ βλέπουμε ἤδη, νὰ πραγματοποιεῖται στὶς μέρες μας μὲ τὶς συμπροσευχές, τοὺς Διαχριστιανικοὺς καὶ Διαθρησκειακοὺς Διαλόγους, μὲ τὸν ὑπερτονισμὸ τῆς ἀγάπης καὶ τὴν ὑποβάθμιση τῶν δογματικῶν διαφορῶν, τὴν ἀνοικοδόμηση πανθρησκειακῶν ναῶν (ὅπως αὐτὸς ποὺ πρόκειται νὰ ἀνοικοδομηθῆ προσεχῶς στὸ Βερολίνο), μὲ τὴν προώθηση κοινῆς συνεργασίας καὶ ἀλληλεγγύης μεταξὺ ὁμολογιῶν καὶ θρησκειῶν γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση παγκοσμίων κοινωνικῶν προβλημάτων, τὴν προώθηση τῆς παγκοσμίου εἰρήνης κ.λ.π. Πίσω ἀπὸ τὰ γεγονότα αὐτὰ κρύπτονται ἐμφανεῖς καὶ ἀφανεῖς κύκλοι τοῦ Διεθνοῦς Σιωνιστικοῦ Συστήματος, ποὺ στοχεύουν στὴν ἐνοποίηση σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο της πολιτικῆς, τῆς οἰκονομικῆς καὶ πνευματικῆς ζωῆς τῆς ἀνθρωπότητος. Τὸ δὲ ΠΣΕ ἱδρύθηκε ἀκριβῶς τὴν ἴδια ἐκείνη χρονικὴ περίοδο, ὅταν μπῆκαν οἱ βάσεις γι’ αὐτὴ τὴν ἰσοπέδωση. Ἐὰν λοιπὸν τὰ ἴδια τὰ γεγονότα κραυγάζουν ἀπὸ μόνα τους, «τί χρείαν ἔχομεν μαρτύρων», ἢ ἄλλων μαρτυριῶν ἀπὸ ἄλλες πηγές; Τὸ φαινόμενο αὐτὸ τοῦ δογματικοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ μὲ στόχο τὴν ἐπίτευξη μιᾶς παγκόσμιας θρησκείας εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν, τὰ ὁποῖα ὡστόσο μποροῦν, νὰ διακρίνουν μόνον ὅσοι ἔχουν καθαρούς τούς ψυχικούς των ὀφθαλμούς, μόνον ὅσοι ἔχουν ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὴν σκοτεινὴ καὶ ἀποπνικτικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἐὰν στὸ παρελθὸν ὑπῆρξαν ἀντιπαραθέσεις καὶ «μύδροι» ἀπὸ διάφορα Σιωνιστικὰ κέντρα κατὰ τοῦ ΠΣΕ γιὰ διάφορους λόγους, αὐτὸ δὲν ἀναιρεῖ τὴν παράλληλη πορεία καὶ συμπόρευση τῶν δύο αὐτῶν ὀργανισμῶν, τουλάχιστον σὲ θρησκευτικὸ ἐπίπεδο. Οἱ ἀντιπαραθέσεις παρατηρήθηκαν σὲ θέματα πολιτικῆς φύσεως, τὰ ὁποῖα βέβαια δὲν πρόκειται νὰ μᾶς ἀπασχολήσουν, διότι ξεφεύγουν ἀπὸ τὰ ὅρια καὶ τὸν σκοπὸ αὐτοῦ του ἄρθρου.

Στὴ συνέχεια ὁ π. Γεώργιος σχολιάζει τὴν φράση τῆς ἐγκυκλίου: «Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πάντοτε ἀντιστέκεται σταθερά, ἀταλάντευτα καὶ ἀκλόνητα στὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ ἀποτελεῖ ἰσχυρὸ ἀντιοικουμενιστικὸ προπύργιο». Πιστεύει, ὅτι ὁ παρὰ πάνω «ἀφορισμὸς εἶναι ὑπερβολικὸς» καὶ «ἀναληθής». Καὶ τοῦτο διότι «ἡ ἱστορία καταδεικνύει ὅτι ἡ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὄχι μόνο δὲν ἀντέστη στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση, καθὼς διατείνεται ἡ Ἐγκύκλιος, ἀλλὰ τουναντίον, μὲ τὴν συμβολὴ κορυφαίων κληρικῶν καὶ λαϊκῶν στελεχῶν της, ὅπως οἱ Ἀρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Παπαδόπουλος…, εἶχε ἐνεργὸ συμμετοχὴ σ’ αὐτήν, ἀπὸ τὶς πρῶτες ἤδη μέρες τῆς ἐμφανίσεώς της στὸ ἐκκλησιαστικὸ προσκήνιο τὴν δεκαετία τοῦ 1920. Καὶ ἀργότερα, τὸ 1948, ὑπῆρξε μαζὶ μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἕνα ἀπὸ τὰ τρία Ὀρθόδοξα ἰδρυτικὰ μέλη τοῦ ΠΣΕ». Παρὰ κάτω προσθέτει, ὅτι «ἐπρόκειτο (καὶ πρόκειται) γιὰ μιὰ συνειδητὴ συμμετοχὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σὲ ἕνα διάλογο ὁ ὁποῖος στοχεύει στὴν προσέγγιση τῶν Χριστιανῶν, στὴν ἄμβλυνση τῶν θεολογικῶν καὶ ἐκκλησιολογικῶν διαφορῶν τους, καὶ στὴν προώθηση τῆς Χριστιανικῆς Ἑνότητος». Δὲν ἀμφισβητοῦμε βέβαια τὴν συμμετοχὴ τῶν προσώπων, τὰ ὁποῖα μνημονεύει ἐδῶ ὁ π. Γεώργιος στοὺς Διαλὸγοὺς μὲ τὶς Προτεσταντικὲς Ὁμολογίες στὰ πλαίσια τοῦ ΠΣΕ. Ὡστόσο ἀγνοεῖ ἢ θέλει νὰ ἀγνοεῖ, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δὲν εἶναι μόνον οἱ Ἱεράρχες, ποὺ συγκροτοῦν τὸ σῶμα τῆς Ἱεραρχίας, οὔτε μόνον οἱ ἀκαδημαϊκοὶ διδάσκαλοι, τοὺς ὁποίους μνημονεύει στὸ ἄρθρο του. Εἶναι ἐπίσης καὶ ὁ ὑπόλοιπος κλῆρος καὶ ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ ἀντίστασις, γιὰ τὴν ὁποία κάνει λόγο ἡ Ἐγκύκλιος, χωρὶς βέβαια νὰ παραθεωροῦνται καὶ περιπτώσεις Ἱεραρχῶν καὶ ἀρχιεπισκόπων, ποὺ ἀντετάχθησαν καὶ ἐπολέμησαν καὶ συνεχίζουν νὰ πολεμοῦν μέχρι σήμερα, τὸν Οἰκουμενισμό. Θὰ παραθέσουμε ὀλίγα μόνον, ἀντιπροσωπευτικῶς, στοιχεῖα καὶ τεκμήρια αὐτῆς τῆς ἀντιστάσεως καὶ τοῦ ἀγῶνος, ποὺ ἀποδεικνύουν τοῦ λόγου τὸ ἀληθές.

Αὐτὴ καθ’ ἐαυτὴν ἡ ἔνταξις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὸ ΠΣΕ συνάντησε ἰσχυρὲς ἀντιδράσεις ἀπὸ κορυφαίους ἀκαδημαϊκοὺς διδασκάλους, ὅπως ὁ ἀεί- μνηστος καθηγητὴς τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπι- στημίου Ἀθηνῶν Κων. Μουρατίδης, ὁ ὁποῖος σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ παρατηρεῖ: «Ἡ ἀλλόκοτος καὶ τερατώδης καὶ καταλυτική της ὀρθοδόξου κανονικῆς τάξεως καὶ Ἱερᾶς Παραδόσεως συμμετοχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸ Παγκόσμιον Συνοθύλευμα τῶν Αἱρέσεων συνιστᾶ τὴν μεγίστην παγίδα τοῦ Ἀντικειμένου ἐν τῇ ἱστορία τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πρὸς διάβρωσιν καὶ ἀποσύν- θεσιν τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας…Αὐτὸ καθ’ ἑαυτὸ τὸ γεγονὸς τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ συνοθύλευμα τῶν αἱρέσεων τοῦ ΠΣΕ προσκρούει ‘α πριόρι’ καὶ ἐξ’ ἀπόψεως ἀρχῆς εἰς τεράστια καὶ τούτ’ αὐτὸ ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια, προερχόμενα ἐξ’ αὐτῆς τῆς φύσεως καὶ τοῦ χαρακτῆρος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τῆς μιᾶς, ἁγίας καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας».[2] Ἐπίσης ὁ ὁμότιμος καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ πρώτ. π. Θεόδωρος Ζήσης, ἐπισημαίνει; «…Οὔτε ἔπρεπε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ μετάσχουμε, οὔτε τώρα ἀμετανοήτως νὰ συνεχίζουμε νὰ μετέχουμε τοῦ ΠΣΕ καὶ τῶν ἄλλων οἰκουμενιστικῶν θεσμῶν καὶ διαλόγων, γιατί αὐτὴ ἡ συμμετοχὴ μας ἀκυρώνει τὸ Εὐαγγέλιο, προσβάλλει τοὺς μάρτυρες, διαφω- νεῖ μὲ τοὺς ἁγίους Πατέρες, ἀποτελεῖ πρωτοφανῆ καινοτομία στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀνὰ τοὺς αἰῶνες καὶ εἶναι μέρος τοῦ παιχνιδιοῦ τῆς Βαβυλῶνος τῆς μεγάλης».[3]

Πέραν αὐτῶν μνημονεύουμε κορυφαῖες πνευματικὲς προσωπικότητες τοῦ 20ου αἰῶνος, ποὺ ἀγωνίστηκαν κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως τὸν ἀείμνηστο Ἀρχιεπί- σκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Χρυσόστομο τὸν Β΄ (Χατζησταύρου), ὁ ὁποῖος προέβαλε σθεναρὴ ἀντίσταση στὰ ἰσοπεδωτικὰ ἀνοίγματα τοῦ τότε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὴν προσπάθεια τοῦ τελευταίου, νὰ ἐπιβάλη τετελεσμένα γεγονότα στὴν Β΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Ρόδου (1963). Τὸν ἀείμνηστο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κυρὸ Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος μὲ συνοδικὴ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπέρριψε τὶς προδοτικὲς γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἀποφάσεις τοῦ Balamand τo 1993 στὸ Διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς. Τὸν ἀεὶμνηστο Μητροπολίτη Φλωρίνης κυρό Αὐγουστίνο, μὲ τὴν πολύπλευρη κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δράση του καὶ τὸ μνημειῶδες ἔργο του «Προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως» καὶ τοὺς ἀειμνήστους ὁμολογητὲς Ἱεράρχες Παραμυθίας κυρό Παῦλο καὶ Ἐλευθερουπόλεως κυρό Ἀμβρόσιο, οἱ ὁποῖοι μαζὶ μὲ τὸν πρώην Φλωρίνης κυρό Αὐγουστίνο διέκοψαν γιὰ ἕνα διάστημα τὸ μνημόσυνο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου μὲ ἀφορμὴ τὴν ἀντικανονικὴ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων. Τὸν Ἀρχ. π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο, ἱδρυτὴ τῆς Π.Ο.Ε. καὶ τῆς μαχητικῆς ἐφημερίδος «Ὀρθόδοξος Τύπος» καὶ συγγραφέα τοῦ ἔργου «Ὁ Οἰκουμενισμὸς χωρὶς μάσκα», τὸν Ἀρχ. π. Ἐπιφάνιο Θε- οδωρόπουλο μὲ τὸ ἐξ’ ἴσου σημαντικὸ ἔργο του «Τὰ δύο ἄκρα, Οἰκουμενισμὸς καὶ Ζηλωτισμός», τὸν ἀείμνηστο συγγραφέα καὶ λογοτέχνη Φώτη Κόντογλου, μὲ τὰ εὐστοχώτατα κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἄρθρα του ὅπως το: «Ἀγαπισμὸς καὶ Οἰκουμενιστικοὶ Διάλογοι», τὸν ὁμότιμο καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Στέργιο Σάκκο κ.α. Ἀπὸ τοὺς ἔτι ἐπιζῶντες ἀναφέρουμε τοὺς ἀρχιερεῖς, Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, Κυθήρων κ. Σεραφείμ, Ναυπάκτου κ. Ἰερόθεο, Γόρτυνος καὶ Μεγαλου- πόλεως κ. Ἱερεμία, τὸν ὁμότιμο καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπι- στημίου Ἀθηνῶν πρωτ. π. Γεώργιο Μεταλληνό, συγγραφέα τοῦ ἔργου «Οἱ διάλογοι χωρὶς προσωπεῖο», τὸν κ. Δημήτριο Τσελλεγγίδη, καθηγητὴ τῆς Δογματικῆς της Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. μὲ τὶς εὐστοχώτατες παρεμβάσεις του στὸ διάτρητο κείμενο τῆς Ραβέννας, τὸν ἀδὶκως ἀφορισθέντα κ. Νικόλαο Σωτηρόπουλο, καθὼς ἐπίσης καὶ μιὰ πλειάδα καθηγουμένων Ἱερῶν Μονῶν, κληρικῶν, μοναχῶν καὶ μοναζουσῶν τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ συγκροτοῦν τὴν λεγόμενη «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν». Στὴν παράταξη κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πρέπει ἐπίσης νὰ συγκαταριθμήσουμε τὰ μέλη τῶν Χριστιανικῶν Ἀδελφοτήτων «Σταυρὸς» καὶ «Σωτήρ».

Ἐπισημαίνουμε ἐπίσης τὸ γεγονός, ὅτι τὸν ἀρχικὸ ἐνθουσιασμὸ μεγάλων Ὀρθο- δόξων Θεολόγων, ποὺ ἐκπροσώπησαν τὴν Ὀρθοδοξία στὸ ΠΣΕ, γιὰ τὴν ἐνδεχόμενη δυνατότητα Ὀρθοδόξου μαρτυρίας, ἄρχισε σιγὰ σιγά, νὰ διαδέχεται δισταγμός, ἀπογοήτευσις καὶ ἐπιφυλακτικότης. Ὅσοι ἐξ αὐτῶν ἐτόλμησαν νὰ ἐκφράσουν τὴν διαφωνία τους μὲ τὴν οἰκουμενιστικὴ γραμμὴ τοῦ Φαναρίου, ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τοὺς διαλόγους, ἢ παραιτήθηκαν ἀπὸ μόνοι τους. Ὅπως σημειώνει ὁ καθηγητὴς π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Ἡ παραίτηση τοῦ (καθηγητοῦ) Ἰω. Καρμίρη καὶ ἄλλων καθηγητῶν (Μ. Φαράντος, Στυλ. Παπαδόπουλος κ.α.) ἀπὸ τοὺς διαλόγους, ἀλλὰ καὶ ἡ στάση πολλῶν καθηγητῶν ἀπέναντί τους λέγουν πολλά».[4] Ὁ καθηγητὴς τῆς Πατρολογίας κ. Στυλ. Παπαδόπουλος (Μοναχός Γεράσιμος) ἐπισημαίνει μὲ ἀπογοήτευση: «Οἱ διάλογοι αὐτονόητοι, ἀναποτελεσματικοὶ καὶ προβληματικοί».[5] Σὲ ἄλλο σημεῖο τῶν διαπιστώσεών του σχετικὰ μὲ τοὺς διαλόγους παρατηρεῖ: «Δὲν συνέβη μέχρι σήμερα κάποια Ὁμολογία, νὰ ἐγκαταλείψη στοιχεῖο τῆς διδασκαλίας της ὡς ἀποτέλεσμα τῶν Διαλόγων…Κάποιες ἴσως δευτερεύουσες πρακτικὲς πλευρὲς δυνατὸν νὰ δέχθηκαν οἱ ἑταῖροι μας νὰ ἀλλάξουν. Ποτὲ στοιχεῖο τῆς διδασκαλίας τους».[6] Ὁ καθηγητὴς Παν. Τρεμπέλας τὸ 1971 ἐσχολίαζε: «Ἡ ὑπὸ τοὺς σημερινοὺς ὅρους συμμετοχὴ μας εἰς τὸ ΠΣΕ εἶναι ὅλως ἀπαράδεκτος. Ἐὰν δὲν ἐξασφαλιστεῖ, καθ’ οὕς ὅρους αὐτὸς ὁ ἅγιος Χαλκηδόνος καθώρισε, τὸ νὰ φέρωσιν αἳ ἐνέργειαι καὶ ἀποφάσεις τοῦ συμβουλίου τούτου ἐμφανῆ οὐχὶ τὴν Προτεσταντικὴν ἀλλὰ τὴν Ὀρθόδοξον σφραγίδα ἐνδείκνυται νὰ ἀποχωρίσωμεν».[7] Παρόμοιες εἶναι οἱ διαπιστώσεις π. Γεωρ. Μεταλληνού: «Ἀντὶ ἡ Ὀρθοδοξία νὰ ἐπηρεάζει σωτηριολογικὰ τὸν μὴ Ὀρθόδοξο κόσμο, ἐφθάσαμε στὴν ἀποδοχὴ στὴν πράξη τῆς ‘βαπτισματικῆς Θεολογίας’, τῆς ‘Θεολογίας τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν’ (πρβλ. συμφωνίας Balamand 1993), τῆς ‘κοινῆς διακονίας’ τῆς ‘διευρυμένης Ἐκκλησίας’ καὶ τοῦ ‘πολιτιστικοῦ πλουραλισμοῦ’, ὅπως ὀρθότατα ἔχει ἐπισημανθεῖ…Ὁ Οἰκουμενισμὸς σ’ ὅλες τὶς διαστάσεις καὶ ἐκδοχὲς του ἔχει ἀποβεῖ ἀληθινὴ βαβυλώνιος αἰχμαλωσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ ὅλων των τοπικῶν ἡγεσιῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μὲ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, ποὺ δέχονται ὅμως ἀφόρητη πίεση. Ἡ καύχηση καὶ ὁ αὐτοθαυμασμὸς τῶν οἰκουμενιστῶν μας γιὰ μιὰ δῆθεν νέα ἐποχή, ποὺ ἄνοιξε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὶς πατριαρχικὲς ἐγκυκλίους τῶν ἐτῶν 1902, 1904, καὶ 1920, δὲν δικαιώνονται, διότι ‘αὐτὸ ποὺ κατορθώθηκε εἶναι νὰ νομιμοποιήσουμε τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ’».[8] Ἀποκαλυπτικὲς ὅσο καὶ ὀδυνηρὲς εἶναι ἐπίσης οἱ διαπιστώσεις τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση: «Ἡ ὑπερπεντηκονταετὴς παρουσία τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν στὸ ΠΣΕ, μέσα στὴν πανσπερμία, στὸ πλῆθος καὶ στὴν θεολογικὴ ἀναρχία καὶ σύγχυση τῶν Προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν, συνδεόμενη οὕτως ἢ ἄλλως στὴν πράξη, παρὰ τὶς ἀντίθετες διακηρύξεις, μὲ ἐκκλησιολογικὲς παραχωρήσεις, συμβιβασμοὺς καὶ ὑποχωρήσεις, δὲν ἦταν δυνατὸν ἀθροιστικὰ καὶ οὐσιαστικὰ νὰ ἔχει τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προσδοκώμενη καρποφορία. Ἐξαφανιστήκαμε, χαθήκαμε οἱ Ὀρθόδοξοι ἀριθμητικά, δὲν εἴχαμε καμιὰ δυνατότητα μὲ τὸν ἐλάχιστο ἀριθμὸ ψήφων, ποὺ διαθέταμε, νὰ ἐπηρεάσουμε τὶς συζητήσεις καὶ τὶς ἀποφάσεις…Νομιμοποιήσαμε ἐκκλησιολογικὰ μὲ τὴν παρουσία μας τὶς ποικίλες προτεσταντικὲς ὁμάδες καὶ παραφυάδες ὡς «ἐκκλησίες», καὶ ὁδηγήσαμε σὲ εὐτελισμὸ καὶ ξεγύμνωμα τὴν ‘νύμφην Χριστοῦ’, ὑπὲρ τῆς ὁποίας ὁ Χριστὸς ἔχυσε τὸ πανάγιον αὐτοῦ αἷμα, τὴν ἐδόξασε καὶ τὴν λάμπρυνε ὑπὲρ τὸν ἥλιον».[9] Σχετικὰ μὲ τὸν μακαριστὸ καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. πρωτ. π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, τὸν ὁποῖον μνημονεύει στὸν κατάλογο τῶν ὀνομάτων, ποὺ παραθέτει ὁ π. Γεώργιος, σημειώνουμε, ὅτι ἐπειδὴ ἄσκησε ἔντονη κριτικὴ στὶς προδοτικὲς γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἀποφάσεις τοῦ Balamand, ἐπιτιμήθηκε αὐστηρὰ ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἀπειλήθηκε ἐμμέσως, πλὴν σαφῶς, μὲ καθαίρεση.

Ἐπίσης ὁ π. Γεώργιος κάνει λόγον γιὰ «μιὰ συνειδητὴ συμμετοχὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σὲ ἕνα διάλογο, ὁ ὁποῖος στοχεύει στὴν προσέγγιση τῶν Χριστιανῶν, στὴν ἄμβλυνση τῶν θεολογικῶν καὶ ἐκκλησιολογικῶν διαφορῶν τους καὶ στὴν προώθηση τῆς Χριστιανικῆς Ἑνότητος». Ποιὰ ὅμως προσέγγιση ἔγινε ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια, δηλαδὴ μετὰ ἀπὸ 65 χρόνια ἐπισήμου Διαλόγου; Ποιὰ πρόοδος ἐπιτεὺ- χθηκε, ἐπ’ ὠφελεία τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ὀρθοδοξίας; Μπορεῖ νὰ μᾶς ἀναφέρει ἔστω καὶ μία ἀπὸ τὶς πολυάριθμες ὁμάδες τοῦ ΠΣΕ, ἢ ἔστω καὶ ἕνα πρόσωπο, πού συμμετέχει σ’ αὐτό, νὰ ἀσπάστηκε τὴν Ὀρθοδοξία; Δυστυχῶς δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα τέτοιο παράδειγμα λόγω τῶν σχετικῶν δεσμευτικῶν ἀποφάσεων τοῦ ΠΣΕ.[10] Ἐπίσης πιστεύει, ὅτι ἡ προσέγγιση μεταξύ των Χριστιανῶν καὶ ἡ προώθηση τῆς Χριστιανικῆς Ἑνότητος μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθῆ μὲ τὴν «ἄμβλυνση τῶν θεολογικῶν καὶ ἐκκλησιολογικῶν διαφορῶν», δηλαδὴ μὲ ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις στὰ δόγματα τῆς πίστεως. Ἡ ἀντίληψη αὐτή, εὐρύτατα διαδεδομένη μεταξύ των οἰκουμενιστῶν, ποὺ ἀπηχεῖ οὐσιαστικὰ τὴν αἱρετικὴ οἰκουμενιστικὴ θεωρία τοῦ Δογματικοῦ Μινιμαλισμοῦ, εἶναι πέρα γιὰ πέρα ξένη πρὸς τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τὴν ἐκκλησιαστική της αὐτοσυνειδησία, ὅτι αὐτὴ καὶ μόνη ἀποτελεῖ τὴν Μία Ἁγία, Καθολική, καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, κατέχουσα πάσαν τὴν ἀλήθειαν. Ἑπομένως δὲν εἶναι δυνατόν, νὰ δεχθῆ κανένα συμβιβασμὸ καὶ ὑποχώρηση, δηλαδὴ ἀθέτηση στὰ δόγματα τῆς πίστεώς της. Ἡ οἰκουμενιστικοῦ τύπου ἑνότητα, τὴν ὁποία ὁραματίζεται ὁ π. Γεώργιος, εἶναι μιὰ ἐπιφανειακὴ, ἐπικοινωνιακού, μᾶλλον οὐμανιστικοῦ, χαρακτῆρος ἑνότητα, ποὺ δὲν θὰ εἶναι πραγματικὴ ἐν ἀληθεία ἑνότητα στὴν Ὀρθόδοξο πίστη, ἀλλὰ συγκόλληση ἑτεροκλήτων στοιχείων, ποὺ μὲ τοὺς πρώτους κραδασμοὺς θὰ διαλυθοῦν εἰς τὰ ἐξ’ ὧν συνετέθησαν.

Στὴ συνέχεια ὁ π. Γεώργιος παρουσιάζει μία ἄγνωστη «πτυχὴ τῆς σχέσεως τῆς (Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος) πρὸς τὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση, μάλιστα δὲ πρὸς τὸ ΠΣΕ. Ἐκείνη ποὺ ἀφορᾶ στὴν Διακονία καὶ τὴν κοινωνικὴ πρόνοια». Κάνει λόγο γιὰ τὴν «ἀνάπτυξη τῆς πτηνοτροφίας στὴν Ἤπειρο», γιὰ τὴν «γεωργική, κτηνοτροφική, μελισσοκομικὴ ἀνάπτυξη τῶν Κυθήρων καὶ ποικίλλα προγράμματα τουριστικῆς ἀναπτύξεως, ὁδοποιίας, ἀναδασώσεως, ὑδρεύσεως καὶ ἠλεκτροδοτήσεως πολλῶν χωριῶν τοῦ νησιοῦ αὐτοῦ», τὰ ὁποῖα «ὑλοποίηθηκαν ἀπὸ κλιμάκιο τοῦ ΠΣΕ…», ἐπίσης γιὰ τὰ «δύο τυπογραφεῖα τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, ἐπὶ ἀρχιεπισκοπείας Σπυρίδωνος τὸ 1951 καὶ Σεραφεὶμ τὸ 1981», τὰ ὁποῖα «εἶχαν συσταθεῖ μὲ τὴν συνδρομὴ τοῦ ΠΣΕ» κ.λ.π. Γενικῶς παρουσιάζει μιὰ «περίληψη τοῦ τεράστιου ποιμαντικοῦ, κοινωνικοῦ, ἀναπτυξιακοῦ καὶ ἀνθρωπιστικοῦ ἔργου, τὸ ὁποῖο πραγ- ματώθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σὲ συνεργασία μὲ τὸ ΠΣΕ». Τὸ ὅτι πράγματι ἔγιναν ὅλα αὐτὰ δὲν τὰ ἀμφισβητοῦμε. Ὅμως δὲν ἀγνοοῦμε ἐπίσης τὸν δόλιο προσηλυτισμὸ καὶ τὴν προπαγάνδα ποὺ ἄσκησαν ἐδῶ καὶ αἰῶνες τώρα στὴν Ἑλλάδα καὶ συνεχίζουν νὰ ἀσκοῦν μέχρι σήμερα οἱ Προτεσταντικὲς Ὁμολογίες, ποὺ σήμερα ἀποτελοῦν μέλη τοῦ ΠΣΕ.

Ὁ Προτεσταντισμὸς διὰ τοῦ ΠΣΕ προσέφερε μὲν ὑλικὴ βοήθεια, ὁδήγησε ὅμως στὴν ἀπώλεια μέσω τοῦ προσηλυτισμοῦ πλεῖστες ὅσες ψυχές, ἐκμεταλλευόμενη τὴν ἀνέχεια καὶ τὴν φτώχεια τοῦ λαοῦ μας. Σὲ τί ὠφελοῦν ὅμως τὰ ἔργα κοινωνικῆς ἀναπτύξεως καὶ φιλανθρωπικῆς προνοίας, ὅταν τὸ πνευματικὸ κόστος αὐτῶν τῶν ἔργων εἶναι ἡ ἀπώλεια ψυχῶν, γιὰ τὶς ὁποῖες ὁ Χριστὸς ἔχυσε τὸ αἷμα του; Σὲ τί θὰ ὠφελοῦσε τὸν ἑλληνικὸ λαό, ἀν μὲ παρόμοια ἔργα γινόταν ἡ πιὸ πλούσια χώρα τῆς Εὐρώπης, ἔχανε ὅμως τὴν Ὀρθόδοξη πίστη του καὶ ἄρα καὶ τὴν σωτηρία του καὶ μεταβαλλόταν σὲ χώρα, ὅπου θὰ κυριαρχοῦσε ὁ Προτεσταντισμός; «Τί γὰρ ὠφελεῖ- ται ἄνθρωπος ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδίση τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῆ;» (Ματ. 16,26). Ποιᾶς μορφῆς κοινωνία καὶ συνεργασία μπορεῖ νὰ ὑπάρξη μεταξύ τοῦ φωτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ σκότους τῆς αἱρέσεως; Καμμία ἀσφαλῶς, καθὼς μᾶς βεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τὶς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνη καὶ ἀνομία; Τὶς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;» (Β΄Κορ.6,14). Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας οὐδέποτε διενοήθησαν, νὰ καθιερώσουν ὁποιασδήποτε μορ- φῆς συνεργασία μὲ τοὺς αἱρετικούς, προκειμένου νὰ ἐπιτύχουν κάποια ὑλικὰ ὀφέλη, ἀφοῦ μετὰ τὸν ἀφορισμό τους καὶ τὴν συνοδικὴ ἀποκοπή τους ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶχαν πλέον καμμία ἐπικοινωνία μαζί τους. Ἑπομένως ἡ «χέρι-χέρι συνεργασία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ τὸ ΠΣΕ, ὅπως καὶ μὲ ἄλλους φορεῖς τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως» δὲν δικαιώνεται οὔτε ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, οὔτε ἀπὸ τὴν Πατερική μας Παράδοση. Καὶ μόνον τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ π. Γεώργιος κρίνει τὴν σχέση τοῦ ΠΣΕ μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μὲ κοινωνικὰ καὶ ὄχι μὲ ἐκκλησιολογικὰ κριτήρια, ὅπως βέβαια θὰ ἔπρεπε, δείχνει τὴν χρεοκοπία τοῦ ΠΣΕ καὶ τῶν μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων καὶ τὴν ἀδυναμία του, νὰ ἐπιτύχει τοὺς σκοποὺς γιὰ τοὺς ὁποίους ἱδρύθηκε.

Ἐκ του Γραφείου Αἱρέσεων και Παραθρησκειῶν
Ὁ Ὑπεύθυνος Ἀρχ. Παῦλος Δημητρακόπουλος
Ὁ Γραμματέας Λάμπρος Σκόντζος


[1] Αρχ. Χαραλάμπους Βασιλοπούλου, Ο Οικουμενισμός χωρίς μάσκα, Εκδ. «Ορθοδόξου Τύπου», Αθήναι 1995, σελ. 107-108.

[2] Κων. Μουρατίδου, Καθηγητού Θεολ. Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, Οικουμενική Κίνησις, Ο σύγχρονος μέγας πειρασμός της Ορθοδοξίας, Εκδ. «Ορθοδόξου Τύπου», Αθήναι 1972, σ. 18-19.

[3] Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, ομοτίμου καθ. Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, Δικαιολογείται η συμμετοχή των Ορθοδόξων στο Π.Σ.Ε.;, Πρακτικά Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου, Οικουμενισμός, Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, Εκδ. «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη 2008, Τομ. Α΄, σελ. 490.

[4] Πρωτ. Γ. Μεταλληνού, Οικουμενικό Πατριαρχείο και Οικουμενισμός, Πρακτικά Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου: Οικουμενισμός, Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, Τομ. Α΄, Εκδ. Θεοδρομία, Θεσσαλονίκη 2008,σελ . 245-246

[5] Παρά Γεωρ. Μεταλληνώ, Οικουμενικό Πατριαρχείο …ο.π. σελ. 247, υποσημείωση 65.

[6] Παρά Ιω. Κορναράκη, Ο μύθος της Ορθοδόξου μαρτυρίας εις τους διαλόγους με αλλοδόξους, εφήμ. «Ορθ. Τύπος» , φ. 1670, 22.12.2006.

[7] Παν. Τρεμπέλα, Επί της Οικουμενικής κινήσεως και των θεολογικών διαλόγων ημιεπίσημα έγγραφα, εκδ. Αδελφότητος Θεολόγων «ο Σωτήρ», Αθήναι 1972, σελ. 46.

[8] Πρωτ. Γεωρ. Μεταλληνού, Οικουμενικό Πατριαρχείο…ο.π. σελ. 248-249

[9] Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση, Ομοτίμου Καθ. Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, Τα όρια της Εκκλησίας Οικουμενισμός και Παπισμός, Εκδ. «Τέρτιος», Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 74-75

[10] Βλέπε το κείμενο της Γ΄ Γενικής Συνελεύσεως του ΠΣΕ στο Νέο Δελχί το 1961, που καταδικάζει τον προσηλυτισμό μεταξύ των «Εκκλησιών»-μελών του ΠΣΕ: «Christian Witness, Proselytism and Religious Liberty in the Setting of the World Council of Churches».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου